Ολα ξεκίνησαν από τους Queen και το «Bohemian Rhapsody» – ήταν το αγαπημένο τραγούδι του Τζορτζ Μάικλ.
Ενα βράδυ, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έκατσε να το ακούσει ξανά μετά από χρόνια, ένα κρύο βράδυ του Δεκεμβρίου δίπλα στο τζάκι του σπιτιού του, και οι στίχοι που τραγουδούσε ο Φρέντι Μέρκιουρι ξαφνικά τού «μίλησαν» πολύ διαφορετικά στον (ήδη εύθραυστο) ψυχισμό του.
«Mama, just killed a man / Put a gun against his head / Pulled my trigger, now he’s dead
Mama, life had just begun / But now I’ve gone and thrown it all away».
Το τραγούδι μιλάει για έναν άνδρα που ξέρει πως είναι γκέι, αλλά πρέπει να το κρύψει, για λόγους κοινωνικών συνθηκών.
Ομως σε κάποιο σημείο παίρνει την απόφαση και ανακοινώνει στην μητέρα του ότι «σκότωσε αυτόν τον άνδρα που ήταν ψεύτικος».
Οτι «έβαλε ένα πιστόλι στον κρόταφο και πλέον αυτός ο άνδρας είναι νεκρός» και «η ζωή του ξαναρχίζει» γιατί βγαίνει στην επιφάνεια αυτός που πραγματικά ήταν.
Ο Μάικλ συγκλονίστηκε.
Οχι τόσο από την αποκάλυψη ότι είναι γκέι –αυτό το γνώριζε χρόνια ο ίδιος– αλλά από το ότι είχε έρθει η ίδια στιγμή γι’ αυτόν, προκειμένου να κάνει έστω κάποια δειλά βήματα προκειμένου να αποκαλύψει στο κοινό του, σε όλο τον κόσμο (και στην οικογένειά του ίσως) αυτό που πραγματικά ήταν: ένας ομοφυλόφιλος που η μουσική βιομηχανία τον είχε καταδικάσει από την εποχή των Wham! να συμπεριφέρεται ως ετεροφυλόφιλος – και δη ως γόης των γυναικών.
Ο Μάικλ «φρίκαρε».
Και τότε ήταν που συνειδητοποίησε πως είχε έρθει η ώρα να πατήσει την δική του σκανδάλη και να «σκοτώσει», καλλιτεχνικά μιλώντας, τόσο τον άνδρα, όσο και τον μουσικό Τζορτζ Μάικλ.
Το «σημείωμα αυτοκτονίας» του λεγόταν «Listen Without Prejudice Vol. 1» (ο τίτλος σημαίνει «Άκου Χωρίς Προκατάληψη»), ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε πριν ακριβώς 30 χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1990.
Ακριβώς τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του προηγούμενου άλμπουμ του, του «Faith», με το οποίο φάνηκε πως μπορεί να σταθεί στα ίσα απέναντι σε κοτζάμ… Μάικλ Τζάκσον, όπως αποδείκνυαν τα τραγούδια «Faith», «Monkey», «Hard Day» και φυσικά ο ποπ ύμνος όλου του 1987, το «I Want Your Sex».
Χίλιες και κάτι… μέρες μετά, ο Μάικλ αποφάσισε, με το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, να απεκδυθεί άπαξ και δια παντός τον ρόλο του ποπ ειδώλου που του δόθηκε.
Μπήκε στο στούντιο και άρχισε να τα κάνει όλα, δουλεύοντας με ρυθμούς μουσικού σταχανοβίτη και λειτουργώντας λίγο έως πολύ ως… ελβετικός σουγιάς: έγραψε τη μουσική, έπαιζε τα όργανα, έκανε την παραγωγή μόνος του, έκανε μέχρι και τις (σε κάποια σημεία εξαιρετικά πολύπλοκες) ενορχηστρώσεις.
Μπόλιασε τις μουσικές του συνθέσεις με αρκετά folk, r ‘n’ b και jazz στοιχεία – είναι άλλωστε η εποχή που «λιώνει» στο πικάπ άλμπουμ όπως το «The Hissing Of Summer Lawns» της Τζόνι Μίτσελ – σε μια απόπειρα να αποδείξει πως δεν είναι απλώς ο «ωραίος γκόμενος» του «Faith», αλλά κάτι περισσότερο.
Ένας «σοβαρός» δημιουργός που πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό, ακόμη και αν γράφει ποπ μουσική και όχι δυσνόητες τζαζ συνθέσεις, όπως ο Μάιλς Ντέιβις.
Πρώτο αποτέλεσμα των προσπαθειών του;
Το «Freedom! ’90» («Ελευθερία!») που δεν είναι μόνο το καλύτερο τραγούδι του άλμπουμ (ίσως και όλης της δισκογραφίας του), αλλά και ένα από τα 10-20 καλύτερα ποπ τραγούδια όλων των εποχών.
Βοήθησε ασφαλώς και το συνοδευτικό βιντεοκλίπ -ίσως ο κολοφώνας της βιντεοκλιπίστικης καριέρας τού (μετέπειτα χολιγουντιανού σκηνοθέτη του Se7en, του Fight Club και του Social Network) Ντέιβιντ Φίντσερ: πέντε από τις ομορφότερες γυναίκες του κόσμου εκείνη την εποχή, η Ναόμι Κάμπελ, η Κρίστι Τέρλινγκτον, η Τατιάνα Πάτιτζ, η Σίντι Κρόφορντ και η Λίντα Εβαντζελίστα, ανοιγοκλείνουν τα (υπέροχα) χείλη τους υπό την υπόκρουση της φωνής του Μάικλ.
Ο ίδιος όμως δεν υπάρχει πουθενά.
Δεν εμφανίζεται καν στο βιντεοκλίπ – οι μόνοι άνδρες που εμφανίζονται είναι δυο μοντέλα, εν είδει αναγεννησιακών ερωτιδέων.
Η θέλησή του είναι ξεκάθαρη απέναντι στη δισκογραφική του εταιρεία: «Μη με υπολογίζετε για την προώθηση του άλμπουμ. Θα είμαι παρών-απών».
Οι δε στίχοι του κομματιού του ξεκαθαρίζουν ευθύς εξαρχής το τοπίο: «Today the way I play the game has got to change», ήτοι «πλέον, ο τρόπος που θα παιχτεί το παιχνίδι πρέπει να αλλάξει», γιατί, συνεχίζει στους στίχους «ελπίζω να καταλάβεις ότι μερικές φορές τα ρούχα δεν κάνουν τον άνδρα» (I just hope you understand / sometimes the clothes do not make the man).
Και αμέσως μετά η εικόνα κάνει κοντινό πλάνο στο δερμάτινο τζάκετ του από την περιοδεία του άλμπουμ «Faith» – ένα τζάκετ που, σημειολογικά, έχει πάρει φωτιά και καίγεται.
Και μαζί και το ποπ παρελθόν του, η φήμη, η δόξα, το παρατσούκλι περί «ποπ μαριονέτας» που τον ακολουθούσε από το 1984 μέχρι τότε.
Φτου, ξελευτερία.
Δεν ήταν φυσικά μόνο το εν λόγω τραγούδι.
Το άλμπουμ διέθετε έξοχα κομμάτια εκλεπτυσμένης ποπ αφενός επηρεασμένα από τους Beatles (όπως το «Heal the Pain») αλλά και τους Rolling Stones (το «Waiting for That Day», που θυμίζει πολύ και το «You Can’t Always Get What You Want»), αλλά και μια εξαιρετικά σοφιστικέ διασκευή στο «They Won’t Go When I Go» του Στίβι Γουόντερ.
Κυρίως δε, το άλμπουμ διαθέτει «ψυχή».
Soul που λένε και οι Αγγλοσάξονες.
Που, όλως τυχαίως, ήταν και το αγαπημένο μουσικό είδος του Μάικλ.
Φυσικά, υπάρχουν και τα τραγούδια που χρησιμεύουν ως το coming out του – πλέον ως περήφανος και καθόλου κρυψίνους ομοφυλόφιλος.
Στο κομμάτι «Mother’s Pride» στο οποίο τραγουδά για έναν γιο που πηγαίνει στον πόλεμο, μπορεί να εκληφθεί κάλλιστα ως μια μεταφορά για έναν νεαρό άνδρα που παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες.
Και, με το φάντασμα του Φρέντι Μέρκιουρι και του «Bohemian Rhapsody» πάνω από το κεφάλι του, τραγουδάει στίχους με κρυπτικά ξεκάθαρο νόημα όπως «και η μητέρα του ξέρει καλά πως στην καρδιά της ήρθε η ώρα να χάσει έναν γιο» («and in her heart the time has come to lose a son»).
Τέλος, στο τραγούδι «Cowboys and Angels», μια όμορφη τζαζ μπαλάντα από αυτές που ήξερε να γράφει με το… τσουβάλι, ήταν αφιερωμένη στον άνδρα με τον οποίο ήταν ερωτευμένος τότε.
«Ήταν ο τύπος με τον οποίο ήμουν ερωτευμένος τότε. Ήταν όντως πολύ αυτοβιογραφικό», παραδέχθηκε ο ίδιος σε συνέντευξή του στο γκέι περιοδικό Attitude το 2004, έξι χρόνια αφότου έκανε το επίσημο coming out του ως γκέι, το 1998.
Παρόλο που το «Listen Without Prejudice Vol. 1» πούλησε οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και κέρδισε τον μέχρι και Brit Award για το «Καλύτερο Βρετανικό άλμπουμ», θεωρήθηκε ως εμπορική αποτυχία μετά την πρωτοφανή επιτυχία του «Faith».
Ο Μάικλ αισθάνθηκε ότι η δισκογραφική του εταιρεία, η Sony Music, δεν κατάφερε (ή δεν ήθελε) να προωθήσει το άλμπουμ σωστά στις ΗΠΑ και στη συνέχεια έκανε μήνυση στην εταιρεία, ισχυριζόμενος ότι η Sony τον αντιμετώπισε ως «ένα απλό λογισμικό για κομπιούτερ».
Γι’ αυτό άλλωστε και δεν υπήρξε ποτέ η συνέχεια του, το «Listen Without Prejudice Vol. 2», όπως υπονοούσε ο τίτλος.
Διά της… εκ των υστέρων μεθόδου παρακολούθησης της ποπ κουλτούρας, καταλήγουμε ότι μάλλον το άλμπουμ ήταν αρκετά μπροστά από την εποχή του – γι’ αυτό άλλωστε και εκτιμήθηκε περισσότερο με το πέρας του χρόνου παρά την εποχή που κυκλοφόρησε.
Ισως γιατί όλοι μας, μετά τη δεκαετία του ’90, καταλάβαμε κατά πρώτον ότι η εικόνα ενός καλλιτέχνη έπεται του έργου του και, κατά δεύτερον, πως ό,τι και αν κάνουμε, πρέπει να μάθουμε να ακούμε, να βλέπουμε και να ζούμε χωρίς προκατάληψη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News