Επειτα από προσωπική παρέμβαση του Ντόναλντ Τραμπ το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης κινητοποιήθηκε για να αποτρέψει ομοσπονδιακή έρευνα σε βάρος μιας τουρκικής κρατικής τράπεζας η οποία κατηγορούνταν ότι παραβίασε την αμερικανική νομοθεσία περί επιβολής κυρώσεων στο Ιράν, αφού πρώτα ο πρόεδρος της Τουρκίας ζήτησε επανειλημμένα από τον αμερικανό ομόλογό του να του κάνει αυτήν την εξυπηρέτηση.
Τουλάχιστον αυτό αναφέρουν οι Ερικ Λίπτον και Μπέντζαμιν Γουάιζερ των New York Times, έπειτα από σχετική έρευνα που διεξήγαγαν. Σε εκτενές κείμενό τους αναφέρουν πως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ασκούσε ο ίδιος προσωπικά πιέσεις, και μάλιστα επί μήνες, στον Ντόναλντ Τραμπ ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ να σταματήσουν να ερευνούν τα πεπραγμένα της HalkBank η οποία βρέθηκε στο στόχαστρό τους, κατηγορούμενη για την τροφοδοσία του Ιράν με δισεκατομμύρια δολάρια σε χρυσό και μετρητά.
Στη συνέχεια το όλο ζήτημα φέρεται ότι ανέλαβε να διευθετήσει ο ίδιος ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Γουίλιαμ Μπαρ με στόχο να μην απαγγελθούν κατηγορίες στην τουρκική τράπεζα και να γλιτώσει τα χειρότερα, απλά πληρώνοντας ένα τσουχτερό πρόστιμο. Μετά, όμως, οι σχετικές προσπάθειες εγκαταλείφθηκαν, όχι τόσο από σεβασμό προς τους νόμους και τη Δικαιοσύνη αλλά επειδή ο Τραμπ αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τον Ερντογάν για τη Συρία.
Τελικά, τον Οκτώβριο του 2019 απαγγέλθηκαν εναντίον της HalkBank κατηγορίες για ξέπλυμα χρήματος, τραπεζική απάτη και συνωμοσία με στόχο την παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως ο αμερικανός πρόεδρος, αρχικά ήταν περισσότερο από πρόθυμος να εξυπηρετήσει την Τουρκία και τον πρόεδρό της.
Το ότι θα επρόκειτο για μια προσωπική χάρη που θα έκανε ο Τραμπ στον Ερντογάν επιβεβαιώνεται και από το ότι οι κατηγορίες που βάρυναν την τράπεζα θα μπορούσαν να πλήξουν και το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του τούρκου προέδρου, ακόμα και μέλη της οικογένειάς του.
Εχοντας συνομιλήσει με πολλούς πρώην και νυν ανώτατους αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ, οι δημοσιογράφοι της νεοϋορκέζικης εφημερίδας, επισημαίνουν πως η αρχική τροπή της υπόθεσης ανησύχησε ιδιαίτερα αρκετούς από αυτούς.
Κάποιοι, μάλιστα, θεώρησαν πως ο αμερικανός πρόεδρος αποπειράθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας κατά νου πως μελλοντικά θα μπορούσε και ο ίδιος να ζητήσει μια χάρη από τον ηγέτη της Τουρκίας, όπου ο άνθρωπος που διεκδικεί μία δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο έχει επιχειρηματικά συμφέροντα αξίας εκατομμυρίων δολαρίων.
«Αυτό είναι απόλυτα λάθος. Δεν παρέχεται ασυλία δίχως κάποιο αντάλλαγμα – και εμείς δεν βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο», είχε επισημάνει τον Ιούνιο του 2019 σε στελέχη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Τζέφρι Μπέρμαν, ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας της Νέας Υόρκης και επικεφαλής των ερευνών κατά της τουρκικής τράπεζας. Νωρίτερα ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ του είχε ζητήσει να προβεί σε συμβιβασμό με την τράπεζα και να αποσύρει τις όποιες κατηγορίες κατά στελεχών της αλλά και τούρκων αξιωματούχων που συνδέονταν με τον Ερντογάν.
Τις προσπάθειες του κ. Μπέρμαν να φέρει ενώπιον της Δικαιοσύνης τη HalkBank προσπάθησε να παρεμποδίσει έξι μήνες νωρίτερα και ο Μάθιου Γουίτακερ, αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ από τον Νοέμβριο του 2018 έως τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νυν υπουργός Γουίλιαμ Μπαρ. Απέρριψε αίτημα για άδεια απαγγελίας κατηγοριών κατά της τράπεζας, αφότου ο Ερντογάν άσκησε ο ίδιος πιέσεις στον Τραμπ κατά τη διάρκεια συζητήσεων που είχαν τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2018.
Ο τρόπος αντιμετώπισης του ζητήματος από τον Ντόναλντ Τραμπ προβλημάτισε ανώτατους αξιωματούχους του Λευκού Οίκου για δύο λόγους. Καταρχάς γιατί συζητούσε μια εν εξελίξει ποινική υπόθεση «με τον αυταρχικό ηγέτη μιας χώρας» – σύμφωνα με τους Times – στην οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, λαμβάνοντας σε καθαρά έσοδα από το 2015 έως το 2018 τουλάχιστον 2,6 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά και γιατί εμφανιζόταν ιδιαίτερα πρόθυμος να ικανοποιήσει το αίτημα του τούρκου ομολόγου του, παρότι σύμφωνα με τις καταγγελίες των εισαγγελέων η HalkBank με τις ενέργειες της υπονόμευσε την πολιτική του ίδιου του Τραμπ με στόχο την οικονομική απομόνωση του Ιράν, κεντρικό κομμάτι του ευρύτερου σχεδίου του για τη Μέση Ανατολή.
«Θα παρενέβαινε σε μία τακτική κυβερνητική διαδικασία για να κάνει κάτι για έναν ξένο ηγέτη. Αναμένοντας τι; Αναμένοντας μια άλλη χάρη από αυτό το άτομο», ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Times ο Τζον Μπόλτον. Μάλιστα στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι, ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ γράφει πως τον Απρίλιο του 2019 ενημέρωσε τον υπουργό Δικαιοσύνης Γουίλιαμ Μπαρ, ότι o Ντόναλντ Τραμπ αρέσκεται να «κάνει προσωπικές χάρες σε δικτάτορες». Τελικά ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έκανε τη χάρη που του ζήτησε ο Ερντογάν εξαιτίας της Συρίας.
Αρχικά ο Τραμπ είχε δώσει το πράσινο φως στον Ερντογάν να εισβάλει, πέρυσι τον Οκτώβριο, στη Συρία. Ωστόσο στη συνέχεια επικρίθηκε τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και αναγκάστηκε να σκληρύνει στη στάση του. «Δεν θέλεις να είσαι υπεύθυνος για τη σφαγή χιλιάδων ανθρώπων, και εγώ δεν θέλω να είμαι υπεύθυνος για την καταστροφή της τουρκικής οικονομίας», επισήμανε εγγράφως ο αμερικανός πρόεδρος στον τούρκο ομόλογο του την 9η Οκτωβρίου του 2019, δίχως να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις.
Επειτα από έξι ημέρες το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενέκρινε το αίτημα των εισαγγελέων του Μανχάταν για την απαγγελία κατηγοριών κατά της τουρκικής τράπεζας. Ωστόσο η κυβέρνηση Τραμπ δεν παρέλειψε να εκφράσει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τη δυσφορία της για την απροθυμία του ομοσπονδιακού εισαγγελέα να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες του υπουργού Δικαιοσύνης, απολύοντάς τον τελικά. Αρχικά το υπουργείο Δικαιοσύνης αρνήθηκε να προβεί σε σχόλια όταν οι δημοσιογράφοι των Times ζήτησαν εξηγήσεις. Μετά τη δημοσίευση του άρθρου, ωστόσο, εκπρόσωπός του έσπευσε να υπογραμμίσει πως πέρυσι το φθινόπωρο ο υπουργός είχε στηρίξει την απόφαση για την απαγγελία κατηγοριών κατά της τράπεζας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News