«Ο εκλεγμένος πρόεδρος δεν πρόκειται να αναλάβει [την προεδρία] για ακόμη έξι εβδομάδες αλλά –ως δια μαγείας– έχει ήδη καταστήσει την Αμερική σπουδαία ξανά», έγραψε στις αρχές του μήνα ο Ντάνα Μίλμπανκ της Washington Post, ειρωνευόμενος τον Ντόναλντ Τραμπ για τους ισχυρισμούς του ότι έχει ήδη καταφέρει να σταματήσει τη μετανάστευση μέσω του Μεξικού, να καταστήσει την οικονομία των ΗΠΑ αξιοζήλευτη και να φέρει την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, όπως γράφει ο Ιαν Χολινγκσχέντ της βρετανικής Telegraph «είναι αναμφισβήτητο ότι ο Τραμπ επηρεάζει ήδη τις διεθνείς εξελίξεις, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα», σχεδόν παντού στον κόσμο, από τη Μέση Ανατολή έως την Ευρώπη και την Κίνα.
Κυβερνήσεις από όλον τον κόσμο -είτε εκμεταλλευόμενες το διάστημα που απομένει έως ότου να αναλάβει τα καθήκοντά του είτε επιταχύνοντας πολιτικές που ήδη εφαρμόζονται είτε θέτοντας τις βάσεις για μια νέα τάξη πραγμάτων- προσπαθούν να μαντέψουν τις πραγματικές προθέσεις του πρώην και επόμενου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να είναι το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένες κατά την έναρξη της δεύτερης θητείας του.
Χρησιμοποιώντας «μόνο τους μοχλούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μια επίσκεψη στην Παναγία των Παρισίων και τη φήμη του προβλέψιμου απρόβλεπτου», όπως σημειώνει στην ανάλυσή του ο βρετανός δημοσιογράφος, το «Πρόσωπο της Χρονιάς» του Time επανήλθε δυναμικά στη διεθνή σκηνή, αρκετές εβδομάδες πριν καθίσει ξανά πίσω από το Οβάλ Γραφείο.
Το μέλλον του ΝΑΤΟ
Οσον αφορά το πώς ο Τραμπ επηρεάζει τις διεθνείς εξελίξεις πριν καν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο Ιαν Χολινγκσχέντ εστιάζει την προσοχή του καταρχάς στο ΝΑΤΟ. Ο Ντόναλντ Τραμπ επικρίνει -εδώ και μία δεκαετία, πλέον- τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, λόγω της τάσης τους να αποφεύγουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την κοινή τους άμυνα στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Τον περασμένο Φεβρουάριο έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να δηλώσει πως θα ενθάρρυνε τη Ρωσία να κάνει ό,τι θέλει εναντίον κρατών-μελών του ΝΑΤΟ που δεν κατέβαλαν το 2% του ΑΕΠ τους για αμυντικές δαπάνες.
Μετά από την επανεκλογή του επανήλθε στο ζήτημα μέσω μιας «μετρίως απειλητικής», σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της Telegraph, συνέντευξης στο NBC την 8η Δεκεμβρίου, δηλώνοντας πως «εάν πληρώνουν τους λογαριασμούς τους και εάν μας αντιμετωπίζουν δίκαια, η απάντηση είναι φυσικά πως οι ΗΠΑ θα παρέμεναν στο ΝΑΤΟ».
Ωστόσο επρόκειτο για μια προειδοποιητική βολή που είχε ήδη ακουστεί δυνατά και καθαρά πέρα από τον Ατλαντικό. Αν και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού, την οποία πρότεινε τον προηγούμενο μήνα ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, θεωρείται απίθανη, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, αποτελεί γεγονός πως στη Γηραιά Ηπειρο υπάρχει μεγάλη κινητικότητα, με τον δημοσιογράφο της Telegraph να αναφέρεται ενδεικτικά στις συζητήσεις για τη σύσταση ενός ταμείου άμυνας ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω της έκδοσης κοινού χρέους, στο οποίο θα μπορούν να μετέχουν και κράτη εκτός της ΕΕ, όπως η Νορβηγία και η Βρετανία.
Επιπλέον την προηγούμενη εβδομάδα τα μέλη του ΝΑΤΟ συζήτησαν το ενδεχόμενο αύξησης του στόχου όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες των κρατών της συμμαχίας από το 2 στο 3% του ΑΕΠ. Και ο Μαρκ Ρούτε, ο νέος γενικός γραμματέας της Συμμαχίας, έπειτα από δύο μήνες κατά τους οποίους περιόδευε ανά την Ευρώπη και αφού συναντήθηκε και με τον Τραμπ στη Φλόριντα, την προηγούμενη Πέμπτη υποστήριξε πως η Ευρώπη πρέπει να υιοθετήσει «πολεμική νοοτροπία», αυξάνοντας την αμυντική της παραγωγή και τις αμυντικές της δαπάνες.
«Ολα τα κράτη της Βαλτικής προετοιμάζονται πυρετωδώς για μια δεύτερη θητεία Τραμπ», είπε στην Telegraph η Κρίστι Ράικ, υποδιευθύντρια του Διεθνούς Κέντρου Κέντρο Αμυνας και Ασφάλειας, μιας δεξαμενή σκέψης που εδρεύει στην Εσθονία. «Ακούτε κάποιους να λένε ότι η πρώτη θητεία Τραμπ στην πραγματικότητα ήταν πολύ καλή για τις χώρες της Βαλτικής [εξαιτίας των αυξημένων αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών] – και ότι τώρα η ώθηση θα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Αλλά υπάρχει τόση αβεβαιότητα. Μακροπρόθεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες τείνουν να είναι λιγότερο αφοσιωμένες στην Ευρώπη – και η Ευρώπη δεν κάνει αρκετά για να προετοιμαστεί για αυτό. Τα μικρά κράτη βρίσκονται σε ευάλωτη θέση», πρόσθεσε.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία
Αβεβαιότητα επικρατεί, φυσικά, και όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον οποίο ο Τραμπ είχε δεσμευτεί να τερματίσει εντός 24 ωρών από τη στιγμή που θα αναλάβει τα καθήκοντά του. Θεωρώντας πως για να πετύχει τον στόχο του θα εξαναγκάσει το Κίεβο σε εδαφικές παραχωρήσεις με αντάλλαγμα την ειρήνη, η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν έσπευσε να ανακοινώσει την 7η Δεκεμβρίου ένα νέο πακέτο στρατιωτικής αρωγής του Κιέβου ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Την προηγούμενη εβδομάδα ο Τραμπ υποστήριξε πως η «βλακώδης» πολιτική του Μπάιντεν στην Ουκρανία «καθιστά χειρότερα τα πράγματα», επισημαίνοντας επίσης πως «διαφωνεί σφόδρα» με την απόφαση να επιτραπεί στους Ουκρανούς να βάλλουν κατά στόχων εντός της Ρωσίας με αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφαινόμενες προθέσεις του Τραμπ για την Ουκρανία, ο Φρίντριχ Μερτς, αρχηγός της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU) και κατά πάσα πιθανότητα επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, πρότεινε τη σύσταση μιας ευρωπαϊκής «ομάδας επαφής». Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν κατά την πρόσφατη επίσκεψη του γερμανού πολιτικού στο Κίεβο, στην ομάδα θα μετέχουν η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Πολωνία και η Δανία. Σε περίπτωση ανάγκης, η ομάδα θα μπορούσε ακόμη και να παρακάμψει τις ΗΠΑ και να καταστρώσει ένα δικό της, ευρωπαϊκό σχέδιο για την ειρήνη στην Ουκρανία. Ωστόσο με βάση το κλίμα μετά από τη συνάντηση του Τραμπ με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Παρίσι, ενδέχεται η παραπάνω ομάδα να μην χρειαστεί (ή να μην προλάβει) να συσταθεί.
Σε μια συνέντευξη 5.000 λέξεων στο Time με αφορμή την ανάδειξή του σε «Πρόσωπο της Χρονιάς», ο 45ος και 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκαθάρισε ότι δεν θα εγκαταλείψει την Ουκρανία κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών συνομιλιών. Εν τω μεταξύ, έχοντας εκφράσει τη «βαθιά του ευγνωμοσύνη» για τη «μεγάλη αποφασιστικότητα» του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ να βάλει ένα «πραγματικό και δίκαιο τέλος στη ρωσική επιθετικότητα», την προηγούμενη εβδομάδα ο Ζελένσκι στράφηκε εναντίον της κυβέρνησης Μπάιντεν, λόγω των πιέσεων περί μείωσης του ορίου ηλικίας των στρατεύσιμων. Και στη συνέχεια πρόσθεσε στο X πως «είπα στον πρόεδρο Τραμπ ότι ο Πούτιν φοβάται μόνον εκείνον και, ίσως, την Κίνα».
Οπως σημειώνει ο Ιαν Χολινγκσχέντ στην ανάλυσή του, η άσκηση διπλωματίας υψηλού κινδύνου (υπό την απλή παρουσία, στην προκειμένη, ενός αποδυναμωμένου Εμανουέλ Μακρόν) είναι πολύ ασυνήθιστη για έναν εκλεγμένο μεν αλλά που δεν έχει αναλάβει ακόμη τα καθήκοντά αμερικανό πρόεδρο. «Παραβιάζει το πρωτόκολλο», ανέφερε σχετικά o Λούκα Τρέντα, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σουόνσι. «Μέχρι τον Ιανουάριο, ο Τραμπ δεν είναι πρόεδρος, επομένως δεν θα έπρεπε να πραγματοποιούνται επίσημες συναντήσεις ενόσω ένας άλλος πρόεδρος βρίσκεται στην εξουσία».
Ωστόσο δεν αποκλείεται η τακτική του Τραμπ να αποδειχθεί αποτελεσματική. Ουκρανοί αξιωματούχοι, έχοντας απαυδήσει με την προσεκτική έως διστακτική τακτική του Τζο Μπάιντεν, μιλώντας σε δημοσιογράφους δήλωσαν ανοιχτοί στο «καζίνο» των διαπραγματεύσεων υπό τον Τραμπ. Και ο επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών εξωτερικού του Πούτιν δήλωσε την περασμένη Τρίτη ότι η Ρωσία δεν απείχε πολύ από την επίτευξη των στόχων της στην Ουκρανία. «Θα μπορούσε να επρόκειτο απλώς για ένα στρατιωτικό ανακοινωθέν σχετικά με τις θέσεις των δυνάμεων στο πεδίο», σημείωσε ο ειδικός από τη Βρετανία. «Η θα μπορούσε να ήταν ένα μήνυμα προς τον Τραμπ και άλλους διεθνείς εταίρους ότι [οι Ρώσοι] είναι έτοιμοι να διαπραγματευτούν», συμπλήρωσε.
Η ρευστή Μέση Ανατολή
Οσον αφορά την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, τα πρόσφατα γεγονότα στη Συρία αποδυνάμωσαν σημαντικά τους πρώην συμμάχους του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Βηρυτό, την Τεχεράνη και τη Μόσχα, ενισχύοντας, συγχρόνως, την αποφασιστικότητα των Ισραηλινών. Και παρότι στον Τραμπ δεν μπορεί να πιστωθεί καμιά από αυτές τις εξελίξεις, είναι ξεκάθαρο πως εμμέσως ήδη επηρεάζει σημαντικά όλα όσα συμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή.
«Το Ισραήλ εκμεταλλεύεται αυτή τη μεταβατική περίοδο για να πετύχει τους στόχους του», σημείωσε η Σάναμ Βάκιλ, επικεφαλής του Προγράμματος για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική στη βρετανική δεξαμενή σκέψης Chatham House. Εκτός από τη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης ασφαλείας πέρα από τα Υψίπεδα του Γκολάν, μέσω της εφαρμογής της νέας στρατηγικής του Τελ Αβίβ («Φρούριο Ισραήλ»), επιδιώκεται επίσης «η υποβάθμιση του “άξονα αντίστασης” πριν από την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία».
Αν και η κυβέρνηση του Τραμπ «θα έχει σίγουρα μια προσέγγιση τύπου “Πρώτα το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή”», όπως σημείωσε η γεννημένη στο Ιράν ειδικός, «αυτό δεν θα είναι σε βάρος της ασφάλειας της Αμερικής. Ο Τραμπ σίγουρα δεν θα ήθελε να παρασυρθεί στις αλυτρωτικές φιλοδοξίες του Ισραήλ. Οπότε [οι Ισραηλινοί] εκμεταλλεύονται αυτήν τη [μεταβατική] περίοδο, για να ενισχύσουν το δυνατόν περισσότερο τη θέση τους».
Ομως το διάστημα που απομένει έως ότου να ορκιστεί ο Ντόναλντ Τραμπ και να αναλάβει και επίσημα τα καθήκοντά του, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί και το Ιράν. Τον προηγούμενο μήνα η Τεχεράνη ενέτεινε τις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό του πρόγραμμα με τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, σε μια προσπάθεια να σημειωθεί μια κάποια πρόοδος, πριν ο Τραμπ περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Και στις αρχές του τρέχοντος μήνα ο επικεφαλής αρμόδιος επιθεωρητής του ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι το Ιράν προετοιμαζόταν να τετραπλασιάσει την παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου. Αμφότερες αυτές οι εξελίξεις ερμηνεύτηκαν τόσο ως αυτοάμυνα του Ιράν κατά του ενισχυμένου Ισραήλ όσο και ως μήνυμα προς την Ουάσιγκτον ότι είναι έτοιμη να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία από την οποία αποσύρθηκε ο Τραμπ το 2018.
Πάντως, ερωτηθείς από το Time σχετικά με τις πιθανότητες να εμπλακούν οι ΗΠΑ σε πόλεμο με το Ιράν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Τραμπ απάντησε πως «οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. Η κατάσταση είναι πολύ ασταθής».
Θα μπορούσε, οπότε, το Ιράν να «έρθει ικετεύοντας» για μια νέα συμφωνία, όπως είχε προβλέψει ο Τραμπ πριν από έξι χρόνια; «Υπάρχουν ενδείξεις […] ότι το Ιράν θέλει να συνομιλήσει», είπε η Σάναμ Βακίλ, αναφερθείσα ενδεικτικά στη συνάντηση του Ελον Μασκ, τον προηγούμενο μήνα, με τον αντιπρόσωπο του Ιράν στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη (μια συνάντηση την οποία ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι αγνοούσε).
Ο πόλεμος των δασμών
«Η αδυναμία του Τραμπ στη βουή και μανία ως εργαλείο της διπλωματίας είναι ιδιαίτερα εμφανής στη ρητορική του για τους δασμούς», γράφει ο δημοσιογράφος της Telegraph. «Εχοντας εκφράσει ενθουσιασμό, κατά την πρώτη του θητεία για εμπορικούς πολέμους που είναι “εύκολο να κερδηθούν”, έπιασε ξανά το νήμα […] δεσμευόμενος για την επιβολή δασμών τουλάχιστον 25% στους τρεις μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Αμερικής, τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα – προφανώς σε μια προσπάθεια να σωθούν οι Αμερικανοί από το τριπλό κακό της ανεργίας, της χρήσης ναρκωτικών και της λαθρομετανάστευσης», προσθέτει.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Τζάστιν Τριντό, ο πρωθυπουργός του Καναδά, μετέβη στο Μαρ-α-Λάγκο, την επίσημη κατοικία του Τραμπ, το Σαββατοκύριακο της Ημέρας των Ευχαριστιών. Επρόκειτο για μια κίνηση καλής θελήσεως (εάν όχι υποτέλειας) η οποία, όμως, δεν εμπόδισε τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ να χαρακτηρίσει, περιπαικτικά, τον Τριντό ως κυβερνήτη της 51ης πολιτείας της Αμερικής.
Η Κλαούντια Σέινμπαουμ, η πρόεδρος του Μεξικού, αντιμετωπίστηκε με λίγο περισσότερο σεβασμό κατά τη διάρκεια μιας «πολύ παραγωγικής συνομιλίας» τον προηγούμενο μήνα, στο πλαίσιο της οποίας ο Τραμπ ισχυρίστηκε (και εκείνη αρνήθηκε) ότι η μετανάστευση στις ΗΠΑ μέσω του Μεξικού ανήκει στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον δείκτη Trump Risk Index που συνέταξε το Τμήμα Ερευνας και Ανάλυσης του Economist, το Μεξικό είναι η πιο εκτεθειμένη/ευάλωτη χώρα στη δεύτερη θητεία Τραμπ, όσον αφορά το εμπόριο, την ασφάλεια και τη μετανάστευση.
Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, η απειλή ενός νέου εμπορικού πολέμου ώθησε την Κίνα (την έκτη πιο εκτεθειμένη χώρα σύμφωνα με τον δείκτη του Economist) να υιοθετήσει μια «πιο προορατική» δημοσιονομική πολιτική, την προηγούμενη εβδομάδα, και να τροποποιήσει (για πρώτη φορά από το 2011) προς το χαλαρότερο τη νομισματική στρατηγική της.
Εν τω μεταξύ στις Βρυξέλλες, μια ειδική Task Force προετοιμάζεται εδώ και μήνες για τη δεύτερη θητεία του Τραμπ καταρτίζοντας έναν κατάλογο με εμβληματικά αμερικανικά προϊόντα (όπως το ουίσκι μπέρμπον και οι μοτοσικλέτες Harley-Davidson) στα οποία θα μπορούσαν να επιβληθούν δασμοί σε περίπτωση ενός εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ.
Ομως, «παρόλο που η ΕΕ εξετάζει αντίμετρα, νομίζω ότι αυτό που προτιμάει είναι να κάνει μια προσφορά που θα απέτρεπε αυτήν την εξέλιξη», ανέφερε σχετικά ο Μαρκ Λέοναρντ, συνιδρυτής και διευθυντής του του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR). «Ο Τραμπ είναι ένας διαπραγματευτής, επομένως [στις Βρυξέλλες] θα σκέφτονται σε αυτό το πλαίσιο –για παράδειγμα, να αγοράζουν υγροποιημένο φυσικό αέριο ή όπλα από την Αμερική», με στόχο την αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News