Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του μυθιστορήματος «Jaws» του Πίτερ Μπέντσλεϊ, στο οποίο βασίστηκε το ομώνυμο επικό θρίλερ του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Τα σαγόνια του καρχαρία» (1975). Ηταν το πρώτο βιβλίο του μέχρι τότε άγνωστου αμερικανού αρθρογράφου, ηθοποιού και λάτρη των καρχαριών και των υποβρυχίων σπορ, με σοκαριστικές περιγραφές του βίαιου θανάτου του πρώτου θύματος της ιστορίας, που κατασπαράσσεται από έναν Μεγάλο Λευκό Καρχαρία. Στην περιγραφή του, μάλιστα, ο συγγραφέας υιοθετούσε την οπτική του «ψαριού», όπως αποκαλεί τον καρχαρία. Λέγεται, δε, ότι το πούλησε στον εκδότη του έναντι 1.000 δολαρίων με βάση το προσχέδιο μιας σελίδας, γράφουν οι Times του Λονδίνου αντλώντας πληροφορίες από το βιβλίο του ιστορικού κινηματογράφου Ρίτσαρντ Σίκελ, «Steven Spielberg : A Retrospective» (2012), που κυκλοφορεί και πάλι στις 17 Οκτωβρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην ουσία, πρόκειται, για μια νέα εκδοχή του θεατρικού έργου του Ιψεν «Εχθρός του λαού» (1882), στο οποίο μια παράκτια πόλη-θεραπευτήριο στη νότια Νορβηγία προσπαθεί να καλύψει το γεγονός ότι τα ιαματικά λουτρά της, που βρίσκονται στο επίκεντρο της τουριστικής της δραστηριότητας, είναι μολυσμένα. Το έργο αφηγείται τις προσπάθειες ενός και μόνο δίκαιου ανθρώπου, του γιατρού Τόμας Στόκμαν, να αποκαλύψει αυτή την άβολη αλήθεια. Ωστόσο προκαλεί την οργή των συμπολιτών του και καταλήγει να γίνει ο ίδιος εχθρός του λαού.
Εμπνευσμένος από το ιψενικό έργο, γράφει ο Σίκελ στο βιβλίο του, ο Μπέντσλεϊ είχε την ιδέα να μεταφέρει το δράμα σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Μασαχουσέτης και να βάλει μια απειλητική πινελιά στην ιστορία αντικαθιστώντας το μολυσμένο σπα με έναν καρχαρία. Και όχι οποιονδήποτε καρχαρία. Επρεπε να είναι ένα τεράστιο και κακόβουλο πλάσμα από τον βυθό, η παρουσία του οποίου θα μπορούσε να κρυφτεί από τον πληθυσμό μόνο για λίγο.
Στην αρχή τον πιστεύουν μόνο τρεις άνδρες: Ο Σαμ Κουίντ (Ρόμπερτ Σο) -ένας μισότρελος επιζών της επίθεσης καρχαρία στους ναύτες του «USS Indianapolis» μετά τη βύθιση του πλοίου τους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με άκρως προσωπικό ενδιαφέρον για αυτόν τον καρχαρία- ο θαλάσσιος βιολόγος Ματ Χούπερ (Ρίτσαρντ Ντρέιφους), -ο οποίος είναι το αντίθετο του Κουίντ, ένας είρων ορθολογιστής επιστήμονας-, και ο Μάρτιν Μπρόντι (Ρόι Σάιντερ), αστυνόμος της πόλης και ο τύπος του καθημερινού ανθρώπου, που αναζητά μια πρακτική λύση σε ένα πρόβλημα το οποίο απλά δεν θα λυθεί.
Το βιβλίο του Μπέντσλεϊ είναι αρκετά καλογραμμένο. Δεν επιδίδεται σε υστερία έως ότου τελικά πρέπει να το κάνει, καθώς οι επιθέσεις γίνονται πιο δημόσιες και πιο φρικτές, γράφει ο Σίκελ.
Ο θρύλος λέει ότι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ βρήκε το αντίγραφο ενός πρώιμου σεναρίου σε έναν σωρό στο γραφείο των παραγωγών Ντικ Ζανούκ και Ντέιβιντ Μπράουν, το διάβασε ένα Σαββατοκύριακο και επέστρεψε την επόμενη Δευτέρα ελπίζοντας να κάνει την ταινία. Δεν αγνοούσε ότι η ιστορία είχε κάποια ομοιότητα με την «Μονομαχία» (1971), [την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους], με τον καρχαρία να παίρνει τη θέση του αόρατου οδηγού του βυτιοφόρου. Πράγματι, είχε μόλις αποκτήσει μια αφίσα της «Μονομαχίας» από την κυκλοφορία της ταινίας στην Πολωνία που «έδειχνε το φορτηγό με ένα τεράστιο στόμα, σαν καρχαρίας, που έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμο να σηκώσει το αυτοκίνητο. Οπότε δεν το παρατήρησα μόνο εγώ».
Δυστυχώς για τον Σπίλμπεργκ, σε εκείνο το σημείο ένας άλλος σκηνοθέτης, ο Ντικ Ρίτσαρντς, ήταν συνδεδεμένος με την ταινία. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ωστόσο, ο ανταγωνιστής αποχώρησε. Καλώς ή κακώς, το «Jaws» ήταν πλέον του Σπίλμπεργκ. Για την παραγωγή του, ωστόσο, ήταν μάλλον κακώς.
Τα γυρίσματα σε ανοιχτή θάλασσα είναι πάντα κάτι δύσκολο. Κανένας σκηνοθέτης που είχε αυτή την εμπειρία δεν την επανέλαβε ποτέ. Το νερό αλλάζει συνεχώς το φως, την κατάσταση της θάλασσας, όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος είναι ανεξέλεγκτα. Ουσιαστικά, δεν μπορείς να ταιριάξεις τις λήψεις. Ή, μάλλον, μπορείς αν έχεις τον χρόνο και την υπομονή να περιμένεις. Και, φυσικά, τα χρήματα…
Το στούντιο ήταν υπέρ της κατασκευής μιας δεξαμενής στο πίσω μέρος, έτσι ώστε ο Σπίλμπεργκ να μπορεί να διαχειριστεί τα υδραυλικά των γυρισμάτων. «Είπα όχι», θυμάται. «Θέλω να βγω έξω και να πολεμήσω τα στοιχεία της φύσης. Θέλω οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει πραγματικά. Οτι αυτός ο καρχαρίας είναι πραγματικά στον ωκεανό και θέλω έναν πραγματικό ωκεανό. Δεν θέλω να μοιάζει με τον “Γέρο και τη Θάλασσα” με το ζωγραφισμένο φόντο, τo κυκλόραμα και όλα αυτά», που βασικά ουρλιάζουν το κινηματογραφικό ψέμα σε κάθε πλάνο.
Γεμάτοι ενθουσιασμό, λοιπόν, ένα καστ και ένα συνεργείο περίπου 200 ατόμων έφυγαν για το Μάρθα’ς Βίνγιαρντ. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Σχεδόν τα πάντα, όπως αποδείχτηκε, ξεκινώντας από τις ρεγκάτες. Ολο το καλοκαίρι γίνονται ιστιοπλοϊκοί αγώνες στα ανοιχτά του μικρού νησιού της Μασαχουσέτης και πρέπει να περιμένεις να ξεκαθαρίσει ο ορίζοντας γιατί δεν μπορεί να γυριστεί μια τρομακτική ταινία με έναν καρχαρία να απειλεί τρεις τύπους σε μια βάρκα και διάφορους άλλους που δεν έχουν ιδέα από τη θάλασσα όταν δεκάδες σκάφη αναψυχής πλέουν ειρηνικά επτά μίλια μακριά. Και, φυσικά, όσο πιο μακριά είναι τόσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για να καθαρίσει το πλάνο, για να μην αναφέρουμε ότι ο Σπίλμπεργκ τραβούσε με ευρυγώνιο, ενώ με κανονικό φακό θα είχαν βγει από τη λήψη πολύ νωρίτερα.
Ολόκληρα πρωινά θα χάνονταν μέχρι να πετύχουν καθαρό ορίζοντα. Αλλά και μετά τα υποβρύχια ρεύματα παρέσυραν σχεδόν πάντα τις άγκυρες των σκαφών που χρησιμοποιούσε η παραγωγή -τα σκάφη με την κάμερα, τη γεννήτρια, και τη φορτηγίδα που έσερνε τον καρχαρία -και χρειάζονταν έως και δυόμιση ώρες για να τα επαναφέρουν στις αρχικές τους θέσεις. Στο μεταξύ, φυσικά, είχε φτάσει η ώρα του μεσημεριανού γεύματος, χωρίς να έχει γυριστεί ούτε ένα πλάνο. Αυτή η ρουτίνα θα επαναλαμβανόταν συνήθως και το απόγευμα. Ο Σπίλμπεργκ συνήθιζε να επιστρέφει στο σπίτι στις 7 μμ έχοντας γυρίσει ίσως μόνο ένα πλάνο. Και μερικές φορές κανένα.
Αν μη τι άλλο, ήταν κουραστικό, θυμάται ο Σπίλμπεργκ. «Τα κουνούπια έφταναν από 12 μίλια μακριά μόνο και μόνο για να σε τσιμπήσουν» (όπως είπε στη συνέντευξη που έδωσε στον Ρίτσαρντ Σίκελ για το βιβλίο του). Στο μεταξύ, πίσω στο στούντιο οι υπεύθυνοι άρχισαν να παρατηρούν ότι το κόστος αυξανόταν. Και στον τόπο των γυρισμάτων αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες για την αντικατάσταση του Σπίλμπεργκ.
Η ελπίδα που είχε, τώρα πια, ο Σπίλμπεργκ για να κρατήσει τη δουλειά του και να τελειώσει την ταινία, ήταν ότι ο «Μπρους», όπως είχε ονομαστεί ο καρχαρίας, θα μπορούσε να αποδώσει «όπως η Εστερ Ουίλιαμς». Την 38η ημέρα των γυρισμάτων —ήταν Κυριακή— ο «Μπρους» ήταν έτοιμος για το πρώτο του δοκιμαστικό με την κάμερα. Με τον Ζανούκ και τον Μπράουν στη βάρκα μαζί με τον Σπίλμπεργκ, ανέβασαν τον καρχαρία στην επιφάνεια. Υποτίθεται ότι θα έσκιζε τα νερά, πράγμα που έκανε.
«Βγήκε τέλεια. Αλλά μετά το κεφάλι κάπως κατέβηκε, σαν υποβρύχιο. Κατόπιν έπεσε η ουρά του από την άλλη πλευρά, έγινε μια έκρηξη από φυσαλίδες και άλλη μια, και ακολούθησε τρομερή ησυχία. Στην πραγματικότητα παρακολουθούσαμε τον καρχαρία να βυθίζεται στον ωκεανό», λέει ο Σπίλμπεργκ. Γεμάτοι αισιοδοξία οι παραγωγοί υπέθεσαν ότι ο καρχαρίας θα είχε επισκευαστεί μέχρι το επόμενο πρωί. Αλλά στην πραγματικότητα δεν θα ήταν έτοιμος για το κοντινό πλάνο του πριν περάσουν τρεις – τέσσερις εβδομάδες.
Ηταν καιρός για το Plan B, γράφουν οι βρετανικοί Times, στο απόσπασμα που δημοσιεύουν από το βιβλίο του Σίκελ, «Steven Spielberg : A Retrospective». Αλλά ο Σπίλμπεργκ δεν είχε ετοιμάσει εκ των προτέρων ένα Plan B. Μέχρι τη Δευτέρα ωστόσο έφτιαξε ένα, «που βασικά υπονοούσε τον καρχαρία χωρίς να τον δείχνει ολόκληρο, ούτως ή άλλως» Επρόκειτο για ένα πτερύγιο εδώ, μια ουρά εκεί, ένα ρύγχος κάπου αλλού, σε συνδυασμό με το θαυμάσιο μουσικό θέμα του Τζον Ουίλιαμς. Το κοινό δεν έχει πλήρη εικόνα του πράγματος έως ότου ο Ρόι Σάιντερ πάει πολύ κοντά και εμφανίζεται η τερατώδης δόξα του. Ωστόσο, «δεν θα πάθαινες αυτό το σοκ αν ο καρχαρίας είχε χρησιμοποιηθεί πολύ συχνά και πολύ καθαρά πριν από αυτή τη σκηνή».
Ολα καλά σε τελική ανάλυση, πράγμα που όμως ήταν ακόμη πολύ μακριά το καλοκαίρι του 1974. Αυτό που έκανε ο Σπίλμπεργκ ήταν διακριτικό, φίνο και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από την μουσική της ταινίας και το έξυπνο μοντάζ της Βέρνα Φιλντς.
Είχε και τους υποστηρικτές του, φυσικά. Οι παραγωγοί Ζανούκ και Μπράουν είχαν απειλήσει ότι θα εγκατέλειπαν την ταινία αν ο Σπίλμπεργκ απολυόταν. Τότε, ο διευθύνων σύμβουλος των Universal Studios, Σιντ Σάινμπεργκ, έκανε μια επίσκεψη στην τοποθεσία των γυρισμάτων. Κάθισε τον Σπίλμπεργκ στα σκαλιά του ξενοδοχείου όπου διέμενε το συνεργείο και του είπε: «Κοίτα, είναι μια καταστροφή. Δεν ξέρω τι να κάνω, εκτός από το ότι θα μπορούσαμε να βγάλουμε την ταινία από την πρίζα τώρα. Θα μπορούσαμε να αναλάβουμε τις απώλειές μας. Θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε όλοι στο Λος Αντζελες και να μην κάνουμε ποτέ ξανά ταινία με τίτλο “Jaws”. Θα μπορούσαμε, ίσως, να κάνουμε μια περιοδεία με τον καρχαρία στο πίσω μέρος του φορτηγού και να κερδίσουμε λίγα δολάρια».
Του είπε ακόμη, «Θα σε αφήσω να το κάνεις. Μπορείς να σταματήσεις αυτή τη στιγμή και κανείς δεν θα σε αντικαταστήσει. Δεν θα απολυθείς. Απλώς θα ακυρώσω ολόκληρη την παραγωγή, γιατί όλο αυτό μπορεί να είναι αδύνατο. Μπορεί να είναι η μοναδική ταινία που είναι αδύνατο να γίνει. Ή μπορείς να συνεχίσεις και θα σε στηρίξω 100%».
Χωρίς δισταγμό, ο Σπίλμπεργκ απάντησε ότι θα συνεχίσει. Νομίζω ότι το ένστικτο του σκηνοθέτη τού έλεγε ότι είχε βρει επιτέλους τον σωστό δρόμο, γράφει ο Σίκελ στο απόσπασμα του βιβλίου του που δημοσιεύουν οι Times. Το θέμα δεν ήταν απλώς να κρατηθεί το τέρας περιορισμένο στη σκιά. Εξίσου σημαντικό ήταν επίσης, όταν τελικά εμφανιζόταν, οι εμφανίσεις του να είναι σύντομες. «Νομίζω ότι το να μην λειτουργεί ο καρχαρίας όταν τον χρειαζόμασταν, πρόσθεσε πιθανώς 175 εκατ. δολάρια στο box office, γιατί το τρομακτικό στην ταινία είναι το αόρατο, όχι αυτό που βλέπουμε», λέει στον Σίκελ.
Τα συνεργεία έφυγαν τελικά από το Μάρθας Βίνγιαρντ στις αρχές του φθινοπώρου του 1974 με τη δουλειά να μην έχει ολοκληρωθεί. Η Φιλντς είχε να κάνει το μαγικό της μοντάζ. «Θα έκοβε», λέει ο Σπίλμπεργκ, «χειρουργικά ένα κομμάτι από το κεφάλι του καρχαρία και ένα από την ουρά του και αυτά τα κομμάτια έκαναν τη διαφορά ανάμεσα σε έναν καρχαρία που θα έμοιαζε με θηρευτή μήκους 8 μέτρων ή με μια κουράδα μήκους 8 μέτρων»…
Αλλά, επιτέλους -πάνω από εκατό ημέρες πέρα από το χρονοδιάγραμμα και ριζικά πάνω από τον προϋπολογισμό- τα «Σαγόνια του Καρχαρία» ολοκληρώθηκαν. «Είναι μια πολύ καλή ιστορία, μια τέλεια δομή», λέει ο Σπίλμπεργκ, και σε αυτή τη σπλαχνική έλξη ανταποκρίθησε ο Τύπος όταν άρχισε να προβάλλεται η ταινία στις αρχές του καλοκαιριού του 1975.
Αν ο καρχαρίας είναι μια τέλεια μηχανή φαγητού, τα «Σαγόνια του Καρχαρία» έμελλαν να μετατραπούν σε μια τέλεια μηχανή κερδοφορίας. Από αυτή την άποψη, η ταινία βοηθήθηκε και από μια ασυνήθιστη για εκείνη την εποχή μέθοδο μάρκετινγκ. Δεν ήταν ασυνήθιστο, τότε, να βγει μια ταινία σε 50 κόπιες για ολόκληρες τις ΗΠΑ. Τα «Σαγόνια», όμως, κυκλοφόρησαν σε 400 κόπιες. Η ταινία παιζόταν παντού το πρώτο Σαββατοκύριακο της κυκλοφορίας της.
Αυτή είναι πλέον μια κοινή πρακτική: σήμερα οι περισσότερες μεγάλες ταινίες βγαίνουν το Σαββατοκύριακο της πρεμιέρας τους στις ΗΠΑ σε 2.000 (ή περισσότερες) κόπιες με τη μοίρα τους να έχει ουσιαστικά σφραγιστεί το βράδυ της Κυριακής. Πράγμα που συνέβη με τα «Σαγόνια». Ηταν μια μεγάλη επιτυχία. Σύντομα έγινε σαφές ότι επρόκειτο να γίνει η ταινία με τις μεγαλύτερες εισπράξεις μέχρι τότε, 260 εκατ. δολάρια μόνο στις ΗΠΑ. Αυτό το ρεκόρ θα το έσπαγε, όμως, σύντομα -μόλις δύο χρόνια αργότερα- ο «Πόλεμος των Αστρων» του φίλου του Σπίλμπεργκ, Τζορτζ Λούκας, η πρώτη από τις πολλές ταινίες που θα το έκαναν.
Ωστόσο, ο Σπίλμπεργκ εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια κάπως αμφιθυμική σχέση με την ταινία: «Πιστώνω τα πάντα στα “Σαγόνια”. Είμαι απόλυτα ευγνώμων που το κοινό αγκάλιασε την ταινία και που η ταινία έγινε ένα τέτοιο φαινόμενο, το οποίο βασικά μου έδωσε αυτό που ονειρευόμουν, να είμαι σκηνοθέτης και έχω την ευθύνη του τελικού μοντάζ. Ξέρετε, [να είμαι εγώ υπεύθυνος] για την αποτυχία. Μου έδωσε ελευθερία. Και δεν έχασα ποτέ την ελευθερία μου», λέει.
Κι όμως, κατά κάποιο τρόπο, τον σημάδεψε, σίγουρα ήπια, αλλά με τρόπο αξιομνημόνευτο. «Η εμπειρία του να φτιάξω τα “Σαγόνια του Καρχαρία” ήταν φρικτή για μένα», λέει. Μέχρι τότε, οι εμπειρίες του ως νεαρού σκηνοθέτη ήταν αρκετά τυπικές, ήπιοι θρίαμβοι, ήπιες αποτυχίες, αλλά βασικά μια σταθερή ανάπτυξη. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η κλίμακα δυσκολίας με τα απρόβλεπτα προβλήματα και την αίσθηση ότι όλα τα βλέμματα ήταν πάνω του, ήταν σχεδόν συντριπτική. Πολλοί σκηνοθέτες, ίσως οι περισσότεροι, δεν αντιμετωπίζουν ποτέ τέτοιου είδους πίεση στη διάρκεια μιας καριέρας δεκαετιών. Μετά από όλα αυτά, ωστόσο, που του έδωσε η ταινία, έγινε, όχι επιφυλακτικός, αλλά προσεκτικός. Και δεν θα ξανάκανε ποτέ μια ταινία χωρίς να έχει καλύψει όλες τις βάσεις του.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1998, γράφει ο Ρίτσαρντ Σίκελ στο απόσπασμα του «Steven Spielberg : A Retrospective» που δημοσιεύουν οι Times, όταν το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου εξέδωσε την πρώτη του λίστα με τις 100 μεγαλύτερες αμερικανικές ταινίες, πέντε ταινίες του Σπίλμπεργκ βρέθηκαν ανάμεσά τους. Ο σκηνοθέτης τηλεφώνησε τότε στο Ινστιτούτο για να ρωτήσει εάν θα μπορούσαν να αποσυρθούν τα «Σαγόνια του Καρχαρία» από τη λίστα. Απλώς πίστευε ότι υπήρχαν άλλες, πιο αξιόλογες ταινίες που άξιζαν αναγνώριση και ότι ο ίδιος την εισέπραττε με το παραπάνω χωρίς να περιλαμβάνονται τα «Σαγόνια». Το αίτημα απορρίφθηκε και ο Σπίλμπεργκ το αποκαλύπτει, αρκούμενος να πει ειρωνικά: «Πιθανότατα θα έχετε προσέξει ότι δεν έχω κάνει πολλές ταινίες σε νερό μετά τα “Σαγόνια του Καρχαρία”».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News