Ο άνθρωπος και ο σκύλος είναι σύντροφοι εδώ και χιλιετίες. Πώς όμως μπορούν να επικοινωνούν και να συνεννοούνται μεταξύ τους δύο τόσο διαφορετικά είδη; Αν τυχαίνει να έχετε έναν υπάκουο σκύλο, μπορεί να νομίζετε ότι έχετε το πάνω χέρι. Μήπως, όμως, στην πραγματικότητα το κατοικίδιό σας είναι αυτό που σας υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνείτε μαζί του;
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση PLOS Biology από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Γενεύης και του Ινστιτούτου Ακοής, ενός κέντρου του Ινστιτούτου Παστέρ, αποκαλύπτει ότι άνθρωπος και σκύλος συναντιούνται στα μισά του δρόμου των διαφορών τους και έχουν προσαρμοστεί και οι δύο ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους. Η σύγκριση, δε, με άλλα κυνόμορφα θηλαστικά, όπως ο λύκος, η αλεπού και το τσακάλι, που δεν εξημερώθηκαν από τον άνθρωπο, αποκαλύπτει ποιες από τις γλωσσικές ικανότητες του σκύλου οφείλονται στη γενετική και ποιες στην κοινωνικοποίηση, αναφέρει δημοσίευμα στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Παστέρ.
Ενας μοναδικός ρυθμός ομιλίας αποτελεί πλεονέκτημα για ένα είδος: μπορεί να αποφεύγει τα αρπακτικά και να αναγνωρίζει τα μέλη του είδους του, συμπεριλαμβανομένων πιθανών συντρόφων. Μερικές φορές, όμως, είναι χρήσιμο να ξέρει κανείς πώς να προσαρμόζεται σε έναν ξένο ρυθμό, να μαθαίνει τι λένε οι άλλοι, είτε ανταγωνιστικά (κρυφακούγοντας), είτε συνεργατικά, όπως μεταξύ σκύλου και ανθρώπου. Στη συγκεκριμένη μελέτη οι ερευνητές έριξαν φως στην προσαρμογή των σκύλων και των ανθρώπων, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταξύ τους επικοινωνία.
Αλλάζετε τη φωνή σας όταν μιλάτε στον σκύλο σας; Αυτή είναι μια φυσική και χρήσιμη διαδικασία, υποστηρίζει η Ελοΐζ Ντεό, ερευνήτρια της Συμπεριφοράς των Ζώων και των Νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, η οποία ανέλυσε μαζί με την ομάδα της εκατοντάδες φωνές σκύλων και ανθρώπων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ερευνας, οι σκύλοι έχουν πιο αργό ρυθμό φωνητικοποίησης από τους ανθρώπους. Και όταν ένας άνθρωπος απευθύνεται σε έναν σκύλο, ο ρυθμός της ομιλίας του βρίσκεται στη μέση της διαδρομής μεταξύ των δύο. «Οι άνθρωποι επιβραδύνουν την ομιλία τους όταν απευθύνονται στα κατοικίδιά τους. Πρόκειται για μια τροποποίηση που τους φέρνει πιο κοντά στον τυπικό ρυθμό ομιλίας του σκύλου, κάτι που θα μπορούσε να διευκολύνει την κατανόηση» υπογραμμίζει η Ντεό.
Πώς εξηγείται, λοιπόν, αυτή η διαφορά μεταξύ ανθρώπων και σκύλων; Για την ερευνήτρια, η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο στην ανατομία, αλλά και στους μηχανισμούς του εγκεφάλου, πιο συγκεκριμένα στις νευρικές ταλαντώσεις, τα ηλεκτρικά μοτίβα που προκύπτουν στον εγκέφαλο από τη σύγχρονη δραστηριότητα των νευρώνων.
Οι άνθρωποι έχουν μάθει να μιλούν αργά όταν απευθύνονται σε σκύλους, υιοθετώντας «μια ομιλία που κατευθύνεται από τον σκύλο», όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς της μελέτης, πράγμα που σημαίνει ότι οι εντολές μας είναι πιο πιθανό να γίνουν κατανοητές, επειδή οι αργές εκφωνήσεις συμβαδίζουν περισσότερο με τους χαλαρούς εσωτερικούς ρυθμούς του εγκεφάλου των σκυλιών.
Οι ερευνητές ξεκίνησαν ερευνώντας τις ταχύτητες με τις οποίες εκφράζονται οι σκύλοι και οι άνθρωποι. Μια ομάδα υπό την επίβλεψη της Αν-Λιζ Ζιρό, καθηγήτριας Νευροεπιστημών και επικεφαλής του Ινστιτούτου Ακοής στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι, ανέλυσε ηχογραφήσεις ανθρώπων που συνομιλούσαν. Μελέτησαν επίσης τις «φωνητικές εκφράσεις» των σκύλων, όπως τα γρυλλίσματα, τα γαβγίσματα, τα κλαψουρίσματα, τα ουρλιαχτά και τα ροχαλητά.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ρυθμός της φωνητικοποίησης των ανθρώπων ήταν ταχύτερος, βγάζοντας συνήθως τέσσερις έως επτά διαφορετικούς ήχους το δευτερόλεπτο, ενώ οι σκύλοι παρήγαγαν μόνο δύο ήχους κατά μέσο όρο, γράφει στους Times ο Ρις Μπλέικλι, επιστημονικός συντάκτης της βρετανικής εφημερίδας.
Οι ερευνητές ανέλυσαν επίσης την ομιλία των ανθρώπων όταν απευθύνονταν σε σκύλους και διαπίστωσαν ότι είχαν την τάση να επιβραδύνουν τον λόγο τους.
Στη συνέχεια αναρωτήθηκαν αν αυτές οι παρατηρήσεις θα μπορούσαν να εξηγηθούν από το τι συμβαίνει ανάμεσα στα αυτιά ενός σκύλου. Οι εγκέφαλοί μας, και εκείνοι των σκύλων συντρόφων μας, βουίζουν συνεχώς από ηλεκτρική δραστηριότητα. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει τυχαία. Αντίθετα, διαφορετικές ομάδες κυττάρων παλμοδοτούνται με μικροσκοπικές τάσεις σε διαφορετικούς ρυθμούς, παράγοντας αυτό που είναι γνωστό ως εγκεφαλικά κύματα.
Η ερευνητική ομάδα τοποθέτησε ηλεκτρόδια στα κεφάλια 12 σκύλων. Στη συνέχεια τα κατοικίδια άκουσαν ηχογραφημένες οδηγίες των ιδιοκτητών τους, όπως «κάτσε» και «έλα», οι οποίες αναπαράγονταν σε διαφορετικές ταχύτητες. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα σκυλιά ήταν πιο πιθανό να υπακούσουν στις εντολές όταν αυτές εκφωνούνταν αργά. Είδαν επίσης ότι ήταν σημαντικές οι ίδιες οι λέξεις, όχι μόνο ο τονισμός τους.
Τέλος, τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν έδειξαν ότι τα σκυλιά βασίζονταν σε πιο αργά εγκεφαλικά κύματα, γνωστά ως κύματα Δέλτα, για να κατανοήσουν τις οδηγίες των ιδιοκτητών τους. Τα κύματα Δέλτα περιλαμβάνουν ομάδες εγκεφαλικών κυττάρων που «πυροδοτούνται» περίπου μία έως τρεις φορές το δευτερόλεπτο, κάτι που ταιριάζει με τον ρυθμό που οι σκύλοι παρήγαγαν ήχους όταν γαύγιζαν ή εκφράζονταν με άλλους φωνητικούς τρόπους.
Οι ερευνητές μπόρεσαν επίσης να δουν ότι τα κύματα προσαρμόζονταν στον εγκέφαλο των σκύλων ώστε να συγχρονίζονται με τον ρυθμό των λέξεων που άκουγαν. Πιστεύουν ότι αυτό ήταν μέρος μιας διαδικασίας που συμβαίνει και στους ανθρώπους, γνωστής ως «συλλαβοποίησης», όπου ο συγχρονισμός των εγκεφαλικών κυμάτων και του ρυθμού μιας φωνής επιτρέπει στον εγκέφαλο που ακούει να σπάσει τη γλώσσα σε μικρά κομμάτια, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να επεξεργαστούν και να γίνουν κατανοητά.
Στους ανθρώπους, ένας ταχύτερος τύπος εγκεφαλικών κυμάτων γνωστός ως ζώνη Θήτα χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της ομιλίας για τη συλλαβοποίηση. Περιλαμβάνει την πυροδότηση εγκεφαλικών κυττάρων από τέσσερις έως επτά φορές το δευτερόλεπτο, ένας ρυθμός που ταιριάζει περισσότερο με τη συνομιλία μεταξύ ανθρώπων.
Η Ελοΐζ Ντεό πιστεύει ότι τα ευρήματα ρίχνουν φως στον δεσμό ανθρώπου-σκύλου. Κατά μία έννοια, οι σκύλοι μάς έχουν μάθει να τους μιλάμε με ρυθμό τον οποίο μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλός τους: «Οι σκύλοι επεξεργάζονται μεν την ομιλία, αλλά με τρόπο που περιορίζεται από τις δικές τους, πιο αργές ικανότητες φωνητικής έκφρασης» σημειώνει.
Η πιο αργή ομιλία παρατηρείται επίσης όταν ενήλικες μιλούν σε βρέφη, οπότε είναι πιθανό οι άνθρωποι να επέκτειναν αυτή την τακτική στους σκύλους όταν τους εξημέρωσαν για πρώτη φορά, πιθανώς πριν από 20.000 έως 30.000 χρόνια. Η μελέτη δείχνει ότι αυτό εξακολουθεί να λειτουργεί και σήμερα.
«Για να προωθήσουμε την καλή λεκτική επικοινωνία με τους σκύλους, θα πρέπει να έχουμε κατά νου να χρησιμοποιούμε αργή ομιλία, ώστε να ταιριάζει με την ικανότητά τους να την αναλύουν» δήλωσε η Ντεό στους Times.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News