Στους πολέμους, κανένας δεν έχει την αποκλειστικότητα στη βαναυσότητα και κανένας δεν είναι αθώος. Ο Χίτλερ κατέστη συνώνυμο του απόλυτου Κακού και ο Στάλιν του απόλυτου τρόμου, αλλά τη Δρέσδη την ισοπέδωσαν οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, ενώ την πρώτη ατομική βόμβα δεν την έριξαν οι Ιάπωνες αλλά οι ΗΠΑ. Ειδικά στο πλαίσιο ενός πολέμου, η βία συνεπάγεται βία και η φρίκη φέρνει φρίκη, και το μοναδικό που διαφοροποιεί τους δράστες είναι ο λόγος για τον οποίο πολεμούν.
Ωστόσο, μετά τη σφαγή στην Μπούτσα και τα όσα φρικιαστικά αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, λαμβάνοντας υπόψη τη δράση του στρατού του Πούτιν στην Τσετσενία και, πιο πρόσφατα, στη Συρία, πολλοί διερωτώνται, πλέον, εάν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις είναι επιρρεπείς στην ακραία βία. «Ο στρατός της Ρωσίας έχει μια κουλτούρα βαρβαρότητας και περιφρόνησης για τους νόμους των ενόπλων συγκρούσεων που έχει τεκμηριωθεί εκτενώς στο παρελθόν», γράφει σε ανταπόκρισή του από το Λβιβ ο Νέιθαν Χοτζ του CNN.
Το είχε επισημάνει σχεδόν έναν μήνα πριν από τη ρωσική εισβολή η Ανιές Καλαμάρ, η γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας. «H ιστορία των στρατιωτικών επεμβάσεων της Ρωσίας –είτε στην Ουκρανία είτε στη Συρία ή στο εσωτερικό της, στην Τσετσενία– είναι κηλιδωμένη με κατάφωρη περιφρόνηση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Ο ρωσικός στρατός έχει επανειλημμένα αψηφήσει τους νόμους του πολέμου, αποτυγχάνοντας να προστατεύσει αμάχους, ακόμη και βάλλοντας άμεσα εναντίον τους. Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν εξαπολύσει επιθέσεις αδιακρίτως, έχουν χρησιμοποιήσει απαγορευμένα όπλα και κάποιες φορές, προφανώς εσκεμμένα, στόχευσαν αμάχους και αστικές υποδομές – και αυτό αποτελεί έγκλημα πολέμου», είχε πει η γαλλίδα ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε σοκαρισμένη τις ρωσικές δυνάμεις εισβολής να σφυροκοπούν πόλεις της Ουκρανίας, βάλλοντας και κατά μη στρατιωτικών στόχων, όπως μια φορά ένα ρωσικό μαχητικό στη Συρία έπληξε σχολεία και νοσοκομεία.
Ωστόσο η φρίκη που αποκαλύφθηκε στην Μπούτσα, μετά την αποχώρηση των Ρώσων, υπενθύμισε στη διεθνή κοινότητα το βεβαρημένο παρελθόν των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο της εκστρατείας που διεξήγαγε η Μόσχα κατά των τσετσένων αυτονομιστών.
Ειδικά κατά τη διάρκεια του Β’ Πολέμου της Τσετσενίας, που συνέπεσε με την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία, τα ρωσικά στρατεύματα προέβαιναν συστηματικά σε καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 2000, για παράδειγμα, ερευνητές του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τεκμηρίωσαν την εκτέλεση τουλάχιστον 60 αμάχων σε δύο προάστια του Γκρόζνι.
Στην Τσετσενία εντοπίστηκαν μαζικοί τάφοι, ενώ αξιωματούχοι διεθνών οργανισμών που μετέβησαν στην περιοχή και διεξήγαγαν επιτόπιες έρευνες, προέβησαν σε ανησυχητικούς ισχυρισμούς για εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες και άλλα εγκλήματα με δράστες μέλη του ρωσικού στρατού – εγκλήματα που πρόλαβε να τεκμηριώσει η Αννα Πολιτκόφσκαγια πριν δολοφονηθεί.
Ωστόσο η βάναυση εκστρατεία της Μόσχας με στόχο την «ειρήνευση» της Τσετσενίας συνεχίστηκε κανονικά. Οπως κανονικά συνεχίζεται και η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» με στόχο την «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας.
Οι μισοκαμένες σοροί με τα πόδια και τα χέρια δεμένα και μια σφαίρα στο κεφάλι, που εντοπίστηκαν στην Μπούτσα, επιβεβαιώνουν με τον πλέον φρικαλέο τρόπο ότι η βαναυσότητα αποτελεί ίδιον των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. «Παρότι η ρωσική κυβέρνηση διατείνεται ότι έχει κάνει βήματα για την “επαγγελματοποίηση” των δυνάμεών της, στον ρωσικό στρατό εξακολουθεί να εφαρμόζεται ένα βάναυσο σύστημα εκφοβισμού και κακομεταχείρισης, γνωστό ως “dedovshchina”, στο πλαίσιο του οποίου οι παλιοί ενθαρρύνονται να ξυλοκοπούν, να κακοποιούν ή ακόμα και να βιάζουν νεοσύλλεκτους», αναφέρει ο δημοσιογράφος του CNN.
Εως ότου διαπιστωθεί τι ακριβώς συνέβη στην Μπούτσα και ποιοι φέρουν την ευθύνη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν, θα περάσουν ημέρες, ενδεχομένως και εβδομάδες, ενώ όσον αφορά το ενδεχόμενο να λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη οι δράστες, κρίνοντας από το παρελθόν, υπάρχουν λίγες πιθανότητες.
Πέρα, όμως, από την ειδίκευση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στη βαναυσότητα, φαίνεται ότι ο Πούτιν έχει μετατρέψει συγκεκριμένες τακτικές σε στρατηγική. «Η καταστροφή είναι μια μέθοδος κατάκτησης, η εξόντωση είναι μια μέθοδος υποταγής ενός λαού», υπενθυμίζει σε άρθρο της στην ιταλική La Stampa η ρωσίδα δημοσιογράφος Αννα Ζαφέσοβα.
Οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν στην Μπούτσα και στη Μαριούπολη διαψεύστηκαν από τη Μόσχα, «όπως διαψεύστηκε η σφαγή των πολωνών αξιωματικών στο Κατίν και αποδόθηκε στους Γερμανούς. Οπως διαψεύστηκαν το 2000 οι “zachistke”, οι επιχειρήσεις εκκαθάρισης κατά των Τσετσένων, στο πλαίσιο των οποίων εξαφανίζονταν από τα χωριά όλοι οι άνδρες, βασανίζονταν σε στρατόπεδα ή εκτελούνταν στους δρόμους με συνοπτικές διαδικασίες, όπως στην Μπούτσα. Οπως διαψεύστηκαν η χρήση χημικών όπλων στη Συρία, οι δηλητηριάσεις αντιφρονούντων και τα βασανιστήρια στις φυλακές».
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι διερωτάται πώς μπόρεσαν οι ρωσίδες μητέρες να αναθρέψουν «δολοφόνους, πλιατσικολόγους και χασάπηδες». Η Αννα Ζαφέσοβα εντοπίζει μια απάντηση «σε εκείνη τη λατρεία του πολέμου που εξισώνει τη δύναμη και τη βία και θεωρεί το μεγαλείο ως δικαίωμα επιβολής και υποταγής».
Το ότι οι δικτατορίες επιβιώνουν για δεκαετίες δεν οφείλεται μόνο στο ότι καταστέλλουν τη διαφωνία: «Δημιουργούν μια πυραμίδα βίας, στην οποία ο καθένας συμφωνεί να τον κακομεταχειρίζεται ο ανώτερός του, με αντάλλαγμα το δικαίωμα να κακομεταχειρίζεται εκείνος τους υφισταμένους του. Αυτή είναι η κοινοτοπία του κακού των αυταρχικών καθεστώτων».
Δεν ήταν η περικύκλωση από το ΝΑΤΟ, υποστηρίζει η ρωσίδα δημοσιογράφος, που απώθησε τη Ρωσία μακριά από την Ευρώπη, «αλλά η απόρριψη (από τη Μόσχα) ενός συστήματος στο πλαίσιο του οποίου η εξουσία δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι μπορείς να σφάζεις αντιπάλους ατιμώρητα». Οπως στο Γκρόζνι, στο Χαλέπι, στη Μαριούπολη, στην Μπούτσα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News