Στο νέο βιβλίο του με τίτλο «Supercommunicators» ο δημοσιογράφος Τσαρλς Ντούχιγκ γράφει ότι μια από τις πιο κοινές πηγές συγκρούσεων των ζευγαριών είναι η ασυμφωνία για το είδος της συνομιλίας που έχουν. Μερικές συζητήσεις είναι πρακτικές, γράφει στο Atlantic ο Ντέρεκ Τόμπσον παρουσιάζοντας το βιβλίο, του τύπου «ας λύσουμε ένα πρόβλημα μαζί». Αλλες είναι συναισθηματικές: «Ας μιλήσουμε για τα συναισθήματά μας και ας τα κατανοήσουμε». Αλλά πολλοί καβγάδες μπερδεύουν τις πρακτικές με τις συναισθηματικές συζητήσεις, και το αντίστροφο.
Για παράδειγμα, ένα βράδυ ο σύντροφός σας γυρίζει στο σπίτι ύστερα από μια πολύ δύσκολη μέρα στη δουλειά και θέλει να εκτονωθεί. «Το αφεντικό μου είναι κόπανος», σας λέει, «και νιώθω ότι κανένας από τους συναδέλφους μου δεν με συμπαθεί». «Εχω μια ιδέα», του απαντάτε και του προτείνετε να οργανώσει μια έξοδο «happy hour» (για ποτά μετά τη δουλειά), που διώχνει τις εντάσεις. Εκείνος αντιδρά: «Δεν ακούς. Το αφεντικό μου είναι κόπανος, απλά και ξάστερα. Προσπάθησα να είμαι καλός, αλλά είναι αδύνατον μαζί της. Κανείς στο γραφείο δεν υφίσταται τέτοιου είδους μεταχείριση».
«Σε ακούω. Απλώς προσπαθώ να βοηθήσω» επιμένετε. «Σταμάτα να προσπαθείς να με βοηθήσεις να διορθώσω το πρόβλημα και σε παρακαλώ απλώς άκουσέ με» λέει ο σύντροφός σας. Τώρα είναι η σειρά σας να αναστατωθείτε. Επειδή ακούτε, σκέφτεστε. Κάθε λέξη! Αυτό δεν κάνουν οι καλοί σύντροφοι; Αλλά το μόνο που καταφέρατε είναι να ξεκινήσετε έναν καβγά…
Στο παραπάνω σενάριο ο ένας σύντροφος θέλει να μοιραστεί τα συναισθήματά του, να τα επιβεβαιώσει και να τα επικυρώσει. Ο δεύτερος παραλείπει το συναισθηματικό κομμάτι και προχωράει αμέσως σε λύσεις. Η σύγκρουση που προκύπτει δεν αφορά την έλλειψη αγάπης ή φροντίδας. Ο δεύτερος σύντροφος απλώς δεν κάνει ένα βήμα πίσω για να δει τη μορφή της συνομιλίας, που δεν ήταν «ένα brainstorming ιδεών για την επίλυση του προβλήματος, αλλά μια ανταλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων».
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι καλύτεροι συνομιλητές είναι οι πιο γρήγοροι στα λόγια ή οι πιο ταλαντούχοι στην κατασκευή επιχειρημάτων ή οι πιο έξυπνοι στο να κάνουν ερωτήσεις για να συγκεντρώσουν νέες πληροφορίες. Αλλά ο Ντούχιγκ λέει ότι τίποτε από όλα αυτά δεν είναι πραγματικά βασικό για την τέχνη των δύσκολων συζητήσεων. Πολύ πιο σημαντικό είναι να γνωρίζετε τη διαφορά ανάμεσα σε μια συναισθηματική και μια πρακτική ανταλλαγή.
Στη δεκαετία του 1970, μια ομάδα αμερικανών ψυχολόγων θέλησαν να καταλάβουν πώς αντιμετωπίζουν τις συγκρούσεις οι παντρεμένοι. Γνωστοί ως «Ψυχολόγοι της Αγάπης», βιντεοσκόπησαν συνεντεύξεις συζύγων όπου μιλούσαν σχεδόν για τα πάντα –δουλειές, παιδιά, φίλους, σεξ– και κατέγραψαν σε βίντεο περισσότερα από 1.000 σχόλια.
Οταν κωδικοποίησαν τα δεδομένα, ξεκαθαρίστηκαν δύο πράγματα. Πρώτον, ότι όλα τα ζευγάρια τσακώνονται. Δεύτερον, ότι οι καβγάδες έχουν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικά ζευγάρια. Οι ψυχολόγοι ήθελαν να καταλάβουν γιατί για ορισμένα ζευγάρια οι καβγάδες είναι ένα δηλητήριο που καταστρέφει τη σχέση τους σε δόσεις, ενώ για άλλα οι καβγάδες μοιάζουν περισσότερο με συνεδρίες φυσικοθεραπείας: είναι μεν επώδυνοι τη στιγμή που γίνονται, αλλά με την πάροδο του χρόνου ενισχύουν τη σχέση.
Οταν έγραφε το «Supercommunicators», ο Ντούχιγκ μίλησε με αρκετούς από τους «Ψυχολόγους της Αγάπης» και διάβασε τις συνεντεύξεις τους. Οπως είπε σε ένα επεισόδιο του podcast «Plain English» του Ντέρεκ Τόμπσον, παρά την τεχνογνωσία των ψυχολόγων, όλες οι αρχικές υποθέσεις τους σχετικά με τους καβγάδες ήταν λανθασμένες.
Η πρώτη υπόθεσή τους ήταν ότι ευτυχισμένα και δυστυχισμένα ζευγάρια τσακώνονται για διαφορετικά πράγματα. Υπέθεσαν ότι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι τσακώνονται για σημαντικά πράγματα –χρήματα, υγεία, κατάχρηση ουσιών–, ενώ τα ευτυχισμένα ζευγάρια τσακώνονται για ασήμαντα πράγματα («Ποτέ δεν βάζεις τη σκούπα πίσω στη θέση της!»), που δεν αφήνουν σημάδια. Αλλά αυτή η υπόθεση ήταν λάθος. Εάν εσείς και ο σύντροφός σας τσακώνεστε για σημαντικά ζητήματα όπως η υπευθυνότητα, τα χρήματα και η ανατροφή των παιδιών, μη φοβάστε: το ίδιο κάνουν και όλοι οι άλλοι.
Υπόθεση Νο 2: Τα ευτυχισμένα ζευγάρια είναι απλώς πιο ανθεκτικά. Οι ψυχολόγοι υπέθεσαν ότι τα «καλά» ζευγάρια καταφέρνουν καλύτερα να συγχωρούν και να ξεχνούν. Και πάλι λάθος, λέει ο Ντούχιγκ. Στην πραγματικότητα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι πολλά ευτυχισμένα ζευγάρια ήταν απαίσια στο να συγχωρούν και να ξεχνούν. Εκαναν τον ίδιο καβγά ξανά και ξανά, όπως ο Σίσυφος, που κουβαλάει συνεχώς τον ίδιο βράχο στην κορυφή του βουνού. Ακολουθώντας, όμως, τη συμβουλή του Καμύ, αυτά τα σισύφεια ζευγάρια εξακολουθούσαν να φαντάζονται ότι είναι ευτυχισμένα.
Το κλειδί, γράφει ο Ντούχιγκ, δεν είναι ότι τα ευτυχισμένα ζευγάρια τσακώνονται για τα σωστά πράγματα, αλλά ότι τσακώνονται με τον σωστό τρόπο. «Αυτό που ανακάλυψαν ήταν ότι σε κακές συζητήσεις και κακούς καβγάδες, και τα δύο άτομα προσπαθούσαν να ελέγξουν ο ένας τον άλλον» λέει ο συγγραφέας του «Supercommunicators». Αυτό μπορεί να λάβει τη μορφή του «πρέπει» σε δηλώσεις όπως: «Πρέπει να σταματήσεις να μιλάς», «Πρέπει να σταματήσεις να δουλεύεις τόσο πολύ», «Λοιπόν, πρέπει να δουλεύεις περισσότερο», «Λοιπόν, πρέπει να μου μιλάς περισσότερο», «Λοιπόν, πρέπει να με ακούς περισσότερο».
Ωστόσο, αντί να προσπαθήσουν να ελέγξουν τους συντρόφους τους, τα ευτυχισμένα ζευγάρια ήταν πιο πιθανό να επικεντρώνονταν στον έλεγχο του εαυτού τους. Ηταν περισσότερο σιωπηλοί. Επιβράδυναν τον καβγά στοχαζόμενοι πριν μιλήσουν. Στηρίζονταν κυρίως σε δηλώσεις («Με έχει πληγώσει αυτό που είπες για τους γονείς μου») και όχι σε υποθέσεις («Πάντα μισούσες τη μητέρα μου»). Τα υγιή ζευγάρια προσπαθούσαν επίσης να ελέγξουν τα όρια της ίδιας της σύγκρουσης. «Τα ευτυχισμένα ζευγάρια, όταν τσακώνονται, συνήθως προσπαθούν να κάνουν τον καβγά όσο το δυνατόν πιο μικρό, να μην τον αφήσουν να συνεχιστεί σε άλλους καβγάδες» είπε στον Ντούχιγκ ο Μπένζαμιν Κάρνεϊ, ο οποίος συνδιευθύνει το Marriage and Close Relationships Lab στο UCLA.
Το απόσπασμα του Κάρνεϊ στο βιβλίο του Ντούχιγκ, γράφει στο Atlantic ο Τόμπσον, τον σόκαρε. Πριν από αρκετά χρόνια, αναφέρει, παρατήρησε πως όποτε ένιωθε αμυνόμενος σε καβγά με τη σύζυγό του, άλλαζε πάντα θέμα, χωρίς να το καταλαβαίνει. Για παράδειγμα, όταν εκείνη του ζητούσε να απαντά στα τηλεφωνήματα ή στα μηνύματά της πιο γρήγορα, αντί να της πει «Εχεις δίκιο. Θα στέλνω μήνυμα πιο γρήγορα», άρχιζε απλώς να αμύνεται λέγοντας «Ημουν απασχολημένος». Αυτό μπορεί να οδηγούσε στο «Και γιατί δεν βλέπεις πόσο σκληρά δουλεύω;», που θα μπορούσε να τον βάλει στη συνέχεια σε έναν μονόλογο για κάποια ανεπίλυτη σύγκρουση πριν από αρκετές εβδομάδες. Αποτέλεσμα, η φράση «ανοίγουμε νέες καρτέλες», δηλαδή νέους καβγάδες, έγινε το μότο τους.
Οπως του εξήγησε, ωστόσο, ο Ντούχιγκ, το κλειδί για έναν καλό καβγά είναι να ασκούμε έλεγχο τόσο στον εαυτό μας όσο και στο θέμα της συζήτησης. Πρακτικά, η συνομιλία του Τόμπσον με τον Ντούχιγκ τον έπεισε, γράφει στο Atlantic, ότι πολλές σχέσεις θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την υποβολή τριών πολύ σύντομων ερωτήσεων στον πυρετό μιας σύγκρουσης:
- «Μήπως ανοίγουμε νέες καρτέλες;». Πάρα πολλοί καβγάδες συμβαίνουν όταν μια δύσκολη συζήτηση διακλαδίζεται σε πολλές άλλες δύσκολες συζητήσεις.
- «Μιλάμε για σκέψεις και συναισθήματα ή λύνουμε προβλήματα;» Πάρα πολλοί καβγάδες συμβαίνουν όταν ένας σύντροφος προσπαθεί να κάνει μια συναισθηματική συζήτηση αλλά νιώθει αποκλεισμένος από έναν καταιγισμό πρακτικών προτάσεων χωρίς καθόλου συναίσθημα.
- «Και αν προσπαθούσα να ελέγξω μόνο τον εαυτό μου;» Πολλοί καβγάδες επιδεινώνονται από την ανάγκη να γίνουν δηλώσεις. Αλλά οι δηλώσεις χρειάζεται να κατευθύνονται προς την εσωτερική παρόρμηση για έλεγχο.
Ο στόχος, υπενθυμίζει ο Ντούχιγκ στο Atlantic, δεν είναι να αποφευχθεί η σύγκρουση. Είναι να αναγνωρίσετε, στο υψηλότερο επίπεδο, τι είδους συνομιλία κάνετε πραγματικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News