952
| CreativeProtagon

Πώς κερδίζεται ένα Οσκαρ: Νικηφόρες εκστρατείες και μεγάλες ήττες

Protagon Team Protagon Team 8 Μαρτίου 2024, 12:10
|CreativeProtagon

Πώς κερδίζεται ένα Οσκαρ: Νικηφόρες εκστρατείες και μεγάλες ήττες

Protagon Team Protagon Team 8 Μαρτίου 2024, 12:10

«Είναι δύσκολο να μην μπερδευτείς από έναν κινηματογραφικό θεσμό που δεν βράβευσε ποτέ τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ και τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, τιμώντας, αντιθέτως, γκροτέσκα αποτελέσματα όπως τον “Ερωτευμένο Σαίξπηρ”, κατ’ αρχάς, τη “Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν” και τη “Λεπτή Κόκκινη Γραμμή”, το “Κοινοί Ανθρωποι” και το “Οργισμένο Είδωλο”», γράφει σε άρθρο του στη La Repubblica ο Αντόνιο Μόντα.   

«Ωστόσο, παρά τον σνομπισμό με τον οποίο κρίνονται εκτός Ηνωμένων Πολιτειών, τα Οσκαρ αποτελούν με διαφορά τα πιο πολυπόθητα κινηματογραφικά βραβεία και είναι σωστό να θυμόμαστε ότι το παλμαρέ του φεστιβάλ πιστοποιεί παρόμοιες παρεκτροπές», προσθέτει ο ιταλός συγγραφέας, σκηνοθέτης και καθηγητής στη Tisch School of the Arts του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.  

Μας πληροφορεί ότι τα βραβεία Οσκαρ, που θεσπίστηκαν πριν από 96 χρόνια με στόχο τον εορτασμό της 7ης Τέχνης, αύξησαν πρόσφατα –με κριτήριο τη διαφορετικότητα– τον αριθμό των μελών τους, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουν δικαίωμα ψήφου 10.772 άτομα.  

Ο αντίκτυπος αυτής της αλλαγής κατέστη σαφής με τις δύο συναπτές νίκες δύο σκηνοθετριών, της Κλόι Ζάο το 2021 για το «Nomadland» και της Τζέιν Κάμπιον το 2022 για την «Εξουσία του Σκύλου» ενώ τα προηγούμενα 93 χρόνια του θεσμού είχε βραβευτεί μόνο μία σκηνοθέτρια, η Κάθριν Μπίγκελοου για το «The Hurt Locker» το 2010. 

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αύξηση των βραβεύσεων μη λευκών ηθοποιών, αναμφιβόλου ταλέντου όπως η Βαϊόλα Ντέιβις και ο Μαρχεσάλα Αλις, και πιο επίμαχων υποψηφίων, σύμφωνα πάντα με τον Αντόνιο Μόντα, όπως η Μισέλ Γιο και ο Κε Χουί Κουάν που βραβεύτηκαν για τις ερμηνείες τους στην ταινία «Τα Πάντα Ολα». 

Σημαντικό δείκτη αλλαγής αποτελεί και το ενδιαφέρον της αμερικανικής ακαδημίας κινηματογράφου για διαφορετικές, μη αμερικανικές κινηματογραφικές ματιές, με τον ιταλό ειδικό να αναφέρεται στο γεγονός ότι φέτος υποψήφιες για το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας είναι μεταξύ άλλων οι ταινίες «Ανατομία μιας Πτώσης», «Περασμένες Ζωές» και «Ζώνη Ενδιαφέροντος».    

Πώς, όμως, κερδίζεται ένα Οσκαρ; διερωτάται ο Αντόνιο Μόντα, λίγες ημέρες πριν από την 96η τελετή απονομής των βραβείων που θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Κυριακή (ξημερώματα Δευτέρας στην Ελλάδα) 10η Μαρτίου.   

«Το Χόλιγουντ είναι το εργοστάσιο των ονείρων και το βιομηχανικό στοιχείο συμβαδίζει με το καλλιτεχνικό: κάθε επιλογή προκύπτει από στρατηγικές μάρκετινγκ, επενδύσεις σε ένα έργο ή σε ένα ταλέντο, προσοχή στις αλλαγές στην κοινωνία και στρατηγικές μάχες, όπως αυτή μεταξύ των studios και των streamers, που βλέπουν (…) την Universal με το “Oppenheimer”, τη Fox με το “Poor Things”, τη Warner Bros με την “Barbie” να ανταγωνίζονται (επίσης για το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας) την Apple με το “Killers of the Flower Moon”, την Amazon με το “American Fiction” και το Netflix με το “Maestro”», εξηγεί.  

«Για έναν Ευρωπαίο μπορεί να φαίνεται ανησυχητικό το να αποτελεί αφετηρία η εταιρεία παραγωγής, αλλά στο Χόλιγουντ είναι απολύτως φυσιολογικό και η ποιότητα των ταινιών δεν είναι απαραίτητα ο καθοριστικός παράγοντας. Χωρίς να αφαιρούμε τίποτα από την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η Fox Searchlight ανήκει πλέον στην κραταιή Disney», προσθέτει, αναφερόμενος ειδικά στην υποψηφιότητα του ήδη πολυβραβευμένου «Poor Things».  

Οσον αφορά τη λογική των Οσκαρ γενικότερα, υπάρχουν ορισμένες σταθερές. Τα Οσκαρ των δεύτερων ρόλων, για παράδειγμα, συνήθως απονέμονται, με λιγοστές εξαιρέσεις, σε δύο κατηγορίες ηθοποιών: είτε σε νέα ονόματα που η βιομηχανία σχεδιάζει να αναδείξει είτε σε βετεράνους της 7ης Τέχνης στους οποίους προσφέρεται το ομολογουμένως μοναδικό συναίσθημα μιας standing ovation.   

Ενίοτε η μετωπική σύγκρουση μεταξύ δύο υποψηφιοτήτων εν τέλει ωφελεί μια τρίτη: το Οσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας στον Ρομάν Πολάνσκι για τον «Πιανίστα» τo 2003 ήταν το αποτέλεσμα της διαίρεσης των ψηφοφόρων μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν τον Μάρτιν Σκορσέζε για τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» και τον Ρομπ Μάρσαλ για το «Σικάγο».

Και η Τζόαν Κρόφορντ, πρωταγωνίστρια της ταινίας «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» του 1962, άρχισε μια εκστρατεία κατά της συμπρωταγωνίστριάς της Μπέτι Ντέιβις, η οποία ήταν υποψήφια για το Οσκαρ A’ Γυναικείου Ρόλου, με αποτέλεσμα την επόμενη χρονιά, κατά την 35η τελετή απονομής των βραβείων, το Οσκαρ να καταλήξει, τελικά, στην Αν Μπάνκροφτ για την ερμηνεία της στην ταινία «Το θαύμα της Αννι Σάλιβαν». 

Ο Αντόνιο Μόντα σημειώνει ότι η συνεχιζόμενη ανανέωση του θεσμού έρχεται σε αντίθεση με την ιστορία της Ακαδημίας που τιμούσε συνεχώς στρατιωτικούς και ανθρώπους του νόμου καθώς και, με ανησυχητική συχνότητα, μάλιστα, χαρακτήρες ιερόδουλων, με οκτώ νικήτριες, συνολικά, και τρεις υποψηφιότητες το 1996, με τη Σάρον Στόουν και την Ελίζαμπεθ να είναι υποψήφιες για το Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για τις ερμηνείες τους στις ταινίες «Casino» και «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» αντίστοιχα (το Οσκαρ απονεμήθηκε τελικά στη Σούζαν Σαράντον για τον ρόλο της στην ταινία «Θα Ζήσω») και τη Μίρα Σορβίνο να διεκδικεί και να κερδίζει το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Ακαταμάχητη Αφροδίτη». 

«Πέραση» μεταξύ των μελών της Ακαδημίας έχουν επίσης οι γυναίκες που πετυχαίνουν μεν αλλά δεν καταφέρνουν να κερδίσουν την ευτυχία, όπως η Μπίλι Χόλιντεϊ της Νταϊάνα Ρος, η Φράνσις Φάρμερ της Τζέσικα Λανγκ και η Τζούντι Γκάρλαντ της Ρενέ Ζελβέγκερ. Αλήθεια είναι επίσης πως στην οθόνη ο πόνος αποφέρει περισσότερα από την ελαφρότητα, με τον Αντόνιο Μόντα να αναφέρει ενδεικτικά πως με την ερμηνεία της στο «Καλιφόρνια Οτέλ» η Μάγκι Σμιθ κέρδισε το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου το 1979, υποδυόμενη μια ηθοποιό που κάποια στιγμή δηλώνει πως «δεν κερδίζεις με την υποκριτική. Αυτό που χρειάζομαι είναι ένας ετοιμοθάνατος πατέρας». 

Λόγω της ροπής τους προς τον συναισθηματισμό, τα μέλη της Ακαδημίας εκτιμούν ιδιαίτερα και όσους υποβάλλονται σε σκληρές, σχεδόν απάνθρωπες δοκιμασίες, όπως η Σαρλίζ Θερόν στο «Monster» και ο Μπρένταν Φρέιζερ στην ταινία «Η Φάλαινα», και τους αρρώστους σε τελικό στάδιο, όπως ο Τομ Χανκς στο «Φιλαδέλφεια» και ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις στο «Αριστερό μου Πόδι».

Ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οι αλκοολικοί (Ρέι Μίλαντ στο «Το Χαμένο Σαββατοκύριακο» και Νίκολας Κέιτζ στο «Αφήνοντας το Λας Βέγκας) καθώς και οι ανάπηροι ερμηνευτές όπως ο Χάρολντ Ράσελ στο «Τα Καλύτερα Χρόνια της Ζωής μας» και η Μάρλι Μάρτιν για το «Τα Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού». 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...