Στα τέλη του Ιανουαρίου το «έσοδο-ανά-κλικ» (revenue-per-click), η στρατηγική που ακολουθούσαν επί χρόνια τα ψηφιακά Μέσα όλου του κόσμου, «κηρύχθηκε νεκρή», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Guardian σε εκτενές ρεπορτάζ του, καθώς κορυφαίοι εκπρόσωποι ενός κλάδου που πριν από μερικά χρόνια πολλοί πίστευαν πως θα καθορίσει το μέλλον της δημοσιογραφίας, ανακοίνωσαν την περικοπή εκατοντάδων θέσεων εργασίας.
Το 2005 ο 31χρονος μεταπτυχιακός φοιτητής στο Media Lab του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (MIT) Τζόνα Περέτι συμμετείχε στην ιδρυτική ομάδα της Huffington Post ενώ την επόμενη χρονιά ίδρυσε το BuzzFeed (το οποίο εξακολουθεί να διευθύνει), δύο πειραματικά, εκείνην την περίοδο, sites τα οποία προέβαλαν ένα εναλλακτικό μοντέλο ενημέρωσης. Μέσα σε σύντομο διάστημα κατέληξαν να διαβάζονται από δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους και να αξίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, συμβάλλοντας, έτσι, στην αλματώδη ανάπτυξη του κλάδου της εναλλακτικής ψηφιακής πληροφόρησης.
Τότε οι επενδυτές, θεωρώντας πως είναι πιο «σπιρτόζικα» και ανταποκρίνονται καλύτερα – σε σχέση με τα παραδοσιακά ΜΜΕ – στις ανάγκες των αναγνωστών της εποχής του Διαδικτύου, έτρεχαν να αγοράσουν μετοχές τους. Πριν από μερικές ημέρες, ωστόσο, ο Τζόνα Περέτι ανακοίνωσε, μέσω μιας επιστολής με την επικεφαλίδα «Difficult Changes» (Δύσκολες Αλλαγές) πως το προσωπικό του BuzzFeed θα πρέπει να μειωθεί κατά 15% ώστε να μπορέσει η εταιρεία να παραμείνει βιώσιμη. Την προηγούμενη εβδομάδα απολύθηκαν οι πρώτοι από τους 250 δημοσιογράφους (σε σύνολο 1.100 ανά τον κόσμο) που εκτιμήθηκε πως επιβαρύνουν ένα από τα πιο γνωστά sites παγκοσμίως. Την ίδια ώρα, κατά 7% ανακοινώθηκε πως θα μειωθεί και το προσωπικό της Verizon Media, περί τους 800 δημοσιογράφους, δηλαδή, που εργάζονται σε ενημερωτικά sites όπως η HuffPost και η AOL.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της έγκριτης αμερικανικής δημοσιογραφικής επιθεώρησης Columbia Journalism Review, αυτός ο τελευταίος γύρος απολύσεων αναδεικνύει με ανησυχητικό τρόπο πως η βιομηχανία της ψηφιακής ενημέρωσης βιώνει μια πολύ σοβαρή κρίση, η οποία αφορά εξίσου και τα παραδοσιακά και τα εναλλακτικά ΜΜΕ, ανεξάρτητα από το μέγεθος και την απήχησή τους. Γιατί σε περικοπές προβαίνουν ψηφιακά Μέσα με δεκάδες εκατομμύρια επισκέπτες, αναγνωρίζοντας πως τα έσοδα από τις ψηφιακές διαφημίσεις είναι κατά πολύ κατώτερα των προσδοκιών τους.
Ολα αυτά εξαιτίας του «δυοπωλίου» (Duopoly) που έχουν στήσει οι συνήθεις ύποπτοι, η Google και το Facebook, στα ταμεία των οποίων έως το 2020 αναμένεται πως θα καταλήγουν περισσότερα από τα μισά από τα χρήματα που θα ξοδεύονται παγκοσμίως για διαφημιστικούς σκοπούς. Έως τότε το μερίδιο αγοράς των δύο κυριάρχων του Διαδικτύου αναμένεται να αυξηθεί κατά 75% (την περίοδο 2017 -2020) ενώ τα υπόλοιπα ψηφιακά Μέσα θα περιοριστούν στο 15%. Αναζητώντας απεγνωσμένα εναλλακτικές πηγές εσόδων το Vice ένωσε πρόσφατα τις δυνάμεις του με την HBO ενώ το BuzzFeed εξέτασε αλλά εγκατέλειψε τελικά, το ενδεχόμενο συνεργασίας του με το Netflix. Συνεχίζει, ωστόσο, να πουλά τη δική του σειρά προϊόντων εξοπλισμού κουζίνας (!) μέσω των χιλιάδων καταστημάτων της Walmart.
Ο νέος, μετά τις περικοπές του 2017, κύκλος απολύσεων ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια «νοικοκυρέματος» με στόχο την πώληση (ή τη συγχώνευση) του BuzzFeed, πιθανώς από (ή με) κάποιον από τους κύριους ανταγωνιστές του, το Vox ή το Vice. Συγχρόνως, όμως, αποδεικνύει πως η λογιστική πραγματικότητα είναι ισχυρότερη από τις όποιες προσδοκίες. Και αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα όχι μόνον για τη βιωσιμότητα των ψηφιακών μέσων ενημέρωσης, αλλά για το μέλλον της ψηφιακής δημοσιογραφίας.
«Τι θα γίνει εάν πραγματικά δεν υπάρχει ένα επιχειρηματικό μοντέλο που να είναι κερδοφόρο για τα ψηφιακά Μέσα; Ή κανένα που να είναι κατάλληλο για όσα δεν χαίρουν ούτε του ισχυρού αναγνωστικού κοινού ούτε του ονόματος των New York Times;», διερωτήθηκε ο Κρις Χέιζ του MSNBC, εκφράζοντας τις ανησυχίες της πλειονότητας των ψηφιακών εκδοτών, μεγάλων και μικρών. Οι οποίοι, ταυτόχρονα, πρέπει να αποδεχτούν το γεγονός πως «στο σύγχρονο κόσμο της κινητής κατανάλωσης, τα περισσότερα sites αποτελούν απλά και μόνον μία ακόμη μορφή περισπασμού», όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Τζιμ Γουάτερσον, media editor του Guardian. Αυτό σημαίνει πως «ο ανταγωνισμός δεν αφορά μόνον την αποκάλυψη σημαντικών ειδήσεων αλλά ένα τεράστιο οικοσύστημα διασκέδασης, διαμερισμού δεδομένων και κοινωνικής δικτύωσης».
«Είναι ξεκάθαρο πως έχει δημιουργηθεί μια ψηφιακή φούσκα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περικοπές θέσεων εργασίας θα συνεχιστούν τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα ψηφιακά Μέσα», προειδοποίησε από την πλευρά του και ο Κλάις Νίλσεν. Σύμφωνα με τον διευθυντή του Reuters Institute for the Study of Journalism στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μέρος της κρίσης έγκειται στο γεγονός ότι οι επενδυτές που στήριξαν αρχικά τα εναλλακτικά ψηφιακά Μέσα θεώρησαν πως επενδύουν σε τάχιστα αναπτυσσόμενες τεχνολογικές επιχειρήσεις και όχι σε κάτι εφάμιλλο με τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
«Κατά κάποιο τρόπο για να είναι επιτυχής και επιχειρηματικά η δημοσιογραφία, χρειάζεται υπομονετικούς επενδυτές που αρκούνται στη σταδιακή ανάπτυξη και τις περιορισμένες αποδόσεις». Γεγονός που ενδεχομένως να εξηγεί γιατί σημαντικό μέρος των εσόδων που αποκομίζουν παραδοσιακά Μέσα, όπως οι New York Times (και οι Financial Times και η Washington Post) προέρχεται, πλέον, από τις συνδρομές των ολοένα και περισσότερων ψηφιακών αναγνωστών τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News