Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν παγιδευμένος σε μια δικαστική αίθουσα για το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου μήνα, χωρίς να μπορεί να κάνει αρκετές προεκλογικές συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. Ωστόσο, οι νέες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η δίκη δεν έπληξε την προσπάθεια επανεκλογής του το 2024, ούτε βοήθησε τον Μπάιντεν. Πώς είναι δυνατόν να μην επηρεάζουν τους ψηφοφόρους τα νομικά του προβλήματα;, αναρωτιέται η Αλέξι ΜακΚάμοντ στην Washington Post.
Οι νέες δημοσκοπήσεις είναι πιθανό να δείχνουν τρία πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τα νομικά ζητήματα του Τραμπ. Το δεύτερο είναι η αντιδημοφιλία του Μπάιντεν. Το τρίτο είναι ένας συνδυασμός των δύο προηγουμένων.
Οι Αμερικανοί δείχνουν να προτιμούν έναν άνθρωπο που κατηγορείται ότι πλήρωσε μια πορνοστάρ για να αποσιωπήσει τη σεξουαλική τους σχέση από τον εν ενεργεία πρόεδρό τους. Αυτό, σύμφωνα με τον αρθρογράφο της Post Γιουτζίν Ρόμπινσον, οφείλεται στη λογική δυσαρέσκεια προς τον Μπάιντεν, επειδή κυβερνά, αλλά αυξάνεται εκθετικά λόγω της ηλικίας του και της Γάζας. «Οι ψηφοφόροι δείχνουν να πιστεύουν ότι η κατάσταση θα είναι καλύτερη υπό τον Τραμπ» συμπληρώνει η επίσης αρθρογράφος της Post Αλεξάντρα Πέτρι.
Πράγματι, πολλοί ψηφοφόροι φαίνεται να συνδέουν τον Τραμπ με την εποχή πριν την πανδημία: τα επιτόκια ήταν χαμηλά και η οικονομία πήγαινε καλά. Τα πράγματα άλλαξαν με τον κορωνοϊό, αλλά κανείς δεν δείχνει να καταλαβαίνει ότι γι’ αυτό δεν φταίει ο Τζο Μπάιντεν.
Σε μια δημοσκόπηση των PBS NewsHour/NPR/Marist στις αρχές αυτού του μήνα, μόνο το 45% των ερωτώμενων έδινε προσοχή στη δίκη του Τραμπ, ενώ αυτή δεν απασχολεί καθόλου το 55%. Η ίδια δημοσκόπηση διαπίστωσε επίσης ότι περίπου το 64% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων γνωρίζουν τον υποψήφιο που ψηφίζουν.
Αυτό που μπορεί να στρέψει το ενδιαφέρον του κόσμου στη δίκη είναι η πιθανή φυλάκιση του Τραμπ, έστω και για μία νύχτα, κάτι που ο ίδιος δείχνει να επιδιώκει με τον τρόπο που μιλάει στον δικαστή Χουάν Μέρτσαν. Μια τέτοια εξέλιξη είναι πιθανό να αυξήσει το ποσοστό όσων θεωρούν ότι ο Τραμπ είναι θύμα συνωμοσίας ή, έστω, αδικίας.
Η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα όσα συμβαίνουν στη δίκη δεν δείχνει τόσο την αδιαφορία του κόσμου για όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά το γεγονός ότι οι περισσότεροι έχουν ήδη μια παγιωμένη άποψη για τον Τραμπ –θετική ή αρνητική–, επισημαίνει η Post. Αυτό φάνηκε και από τη μεγάλη δυσκολία εντοπισμού αμερόπληπτων ενόρκων.
Ενας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας ώστε να εξηγηθούν όσα συμβαίνουν είναι η αποκοπή του πολιτικού συστήματος από τους νέους ψηφοφόρους, συνεχίζει το άρθρο της Post. «Τα πολιτικά μας κόμματα δεν είναι συγχρονισμένα με τους ψηφοφόρους. Αν η Ιστορία δείχνει κάτι, αυτό είναι ότι τελικά θα προσαρμοστούν. Αλλά μέχρι τότε τα πράγματα θα είναι δύσκολα» γράφει ο Ρόμπινσον.
Ο Στίβεν Α. Σμιθ, δημοφιλής αθλητικός σχολιαστής, είχε διατυπώσει τη δική του άποψη για τη δίκη του Τραμπ πριν καν ξεκινήσει: «Είναι κακή για τους Δημοκρατικούς» είχε πει στο Fox News τον περασμένο μήνα. «Μπορεί να μην είμαι υποστηρικτής του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά θέλω να χάσει με τον σωστό τρόπο και για τους σωστούς λόγους. Θέλω να χάσει γιατί οι Δημοκρατικοί έχουν καλύτερες ιδέες και επειδή τις παρουσιάζουν στον αμερικανικό λαό καλύτερα από εκείνον. Γι’ αυτό θέλω να χάσει. Δεν θέλω να χάσει με τον τρόπο που προσπαθούν να τον κάνουν να χάσει».
Υπάρχουν και οι αντίθετες απόψεις. Ο πρώην αντικυβερνήτης της Τζόρτζια, ο Ρεπουμπλικανός Τζεφ Ντάνκαν, αποφάσισε να στηρίξει τον Μπάιντεν. Οπως έγραψε σε ένα άρθρο για το Atlanta Journal-Constitution, «σε αντίθεση με τον Τραμπ, ανήκω στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα όλη μου τη ζωή. Αυτόν τον Νοέμβριο θα ψηφίσω για ένα αξιοπρεπές άτομο με το οποίο διαφωνώ σχετικά ως προς την πολιτική που ακολουθεί, αντί για έναν κατηγορούμενο εγκληματία χωρίς ηθική πυξίδα. Η εναλλακτική είναι μια ακόμη θητεία του Τραμπ, ενός ανθρώπου που έχει απαξιώσει τον ίδιο του τον εαυτό με τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του. Τα πρωτοσέλιδα φλέγονται με τη δίκη του. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν θα ξαναχτιστεί ποτέ μέχρι να λήξει η εποχή Τραμπ».
Φαίνεται όμως ότι ο Τζο Μπάιντεν θα χρειαστεί περισσότερα από όλα αυτά για να κερδίσει. Οπως έγραψε ο Κρις Σμιθ στο Vanity Fair, «οι επιτελείς του Μπάιντεν έχουν ισχυρές, λεπτομερείς και πολύ λογικές απαντήσεις για κάθε πιθανή κριτική. Υπάρχει μόνο ένα μέρος της όλης διαδικασίας που είναι πολύ ανησυχητικό: το τεράστιο ποσοστό της που εξαρτάται από τους ψηφοφόρους. Αυτή η ανησυχία επιδεινώνεται από τα διακυβεύματα. “Αν χάσουμε αυτές τις εκλογές”, λέει ένας υψηλόβαθμος Δημοκρατικός, “μπορεί να μην υπάρξουν άλλες”».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News