Χαμένες μέσα στην πλημμύρα των αρχιτεκτονικών τάσεων του τελευταίου αιώνα βρίσκονται οι προκάτ κατασκευές στέγασης που άνθισαν στην ανατολική Ευρώπη τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 – αλλά λίγο και στη χώρα μας, τη δεκαετία του ’70. Μπορεί το ύφος των συγκεκριμένων συγκροτημάτων κατοικιών σοβιετικού τύπου να ήταν ομοιογενές, αλλά η ταχύτητα με την οποία χτίζονταν ενέπνευσε ένα κίνημα στις ΗΠΑ των αρχών της δεκαετίας του 1970.
Το «Operation Breakthrough» (Επιχείρηση Ανακάλυψη), που ανακοινώθηκε το 1969 στις ΗΠΑ, ήταν μια βιομηχανοποιημένη στεγαστική πρωτοβουλία που οδήγησε στην κατασκευή περίπου 3.000 προκάτ οικιστικών μονάδων μεταξύ 1971 και 1973. Η λογική της, σύμφωνα με τους New York Times, ήταν η αύξηση της προσφοράς κατοικιών με γοργό ρυθμό, που θα μείωνε τις τιμές αγοράς τους για όλους.
Εν μέσω μιας τεράστιας στεγαστικής κρίσης που αντιμετώπιζε η χώρα στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο εμπνευστής της πρωτοβουλίας, υπουργός Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης της κυβέρνησης Νίξον, Τζορτζ Ρόμνι (πατέρας του Μιτ Ρόμνι, υποψηφίου Ρεπουμπλικανού προέδρου το 2012), πίστευε ότι έπρεπε να κτιστούν 26 εκατομμύρια σπίτια σε 10 χρόνια –τριπλάσια από όσα είχαν κτιστεί την προηγούμενη δεκαετία– και ο μόνος τρόπος ήταν η βιομηχανοποίηση των κατασκευών.
Με την παραγωγικότητα στον κλάδο της οικοδομής –τον όγκο εργασίας κάθε εργαζομένου ανά ώρα– να μειώνεται, σε αντίθεση με όλους τους άλλους βιομηχανικούς κλάδους, ο Ρόμνι γνώριζε ότι οι κατασκευαστικές εταιρείες δεν θα επένδυαν στα μηχανήματα και στα γενικά έξοδα που απαιτούνται για τη βιομηχανοποίηση, καθώς οι ποικίλοι τοπικοί κώδικες κτιρίων και ζωνών καθιστούσαν αδύνατη την κλιμάκωσή της.
Το «Operation Breakthrough» πρότεινε τη χρήση της τεράστιας αγοραστικής δύναμης της ομοσπονδιακής αμερικανικής κυβέρνησης για την εξασφάλιση μιας μεγάλης αγοράς και, στην πορεία, την τεκμηρίωση και αλλαγή των ρυθμιστικών φραγμών προς την εκβιομηχάνιση. Το πρόγραμμα επέλεξε εννέα τοποθεσίες σε όλη τη χώρα, κατασκευάζοντας πειραματικά προκάτ κτίρια για ηλικιωμένους στις Πολιτείες του Μίσιγκαν και της Τζόρτζια.
Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια το πρόγραμμα δημιούργησε δημόσιες κατοικίες στο Μέμφις και 58 αρχοντικά στο κέντρο του Σιάτλ για ενοικιαστές χαμηλών εισοδημάτων, με κουπόνια στέγασης. Αλλά το 1976 το Κογκρέσο αποφάσισε ότι ήταν πολύ δαπανηρό και το υπουργείο δεν θα έπρεπε να χρηματοδοτεί έργα επίδειξης. Λιγότερο από μία δεκαετία μετά την ανακοίνωσή του, το «Operation Breakthrough» ήταν κλινικά νεκρό – αλλά όχι πριν προσφέρει 3.000 προκάτ κτίρια.
Ανάμεσα στις επιτυχίες του βραχύβιου προγράμματος ήταν και η δημιουργία ενός εθνικού κώδικα που ρύθμιζε και επέκτεινε σημαντικά τον τομέα των κατοικιών με ρυμουλκούμενα, ο οποίος ήταν μέχρι τότε παράνομος – και σήμερα αντιπροσωπεύει το 10% των μονοκατοικιών στις ΗΠΑ. Απέδειξε, με άλλα λόγια, ότι τα εμπόδια στη γρήγορη οικοδόμηση δεν ήταν αποκλειστικά τεχνολογικά, αλλά κατά βάση θεσμικά.
Παρότι το πρόγραμμα είχε μικρό αντίκτυπο στις ΗΠΑ, επηρέασε ριζικά άλλες χώρες. Η Ιαπωνία έστειλε μια αντιπροσωπεία για να περιοδεύσει στα εργοτάξια του «Operation Breakthrough» και να μελετήσει τις εκθεσιακές κατασκευές του. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν όλα τα κτίρια στην Ιαπωνία είναι τώρα βιομηχανοποιημένα, και το 15% των σπιτιών είναι προκατασκευασμένα από χάλυβα.
Στη Σουηδία, το 45% των κατασκευών είναι βιομηχανοποιημένες. Οι οικοδόμοι εκεί κτίζουν ψηλές κατασκευές με ξύλο – το προτιμώμενο υλικό στέγασης στις ΗΠΑ, καθώς και το πιο φιλικό προς το περιβάλλον. Σήμερα οι βιομηχανικές κατοικίες αποτελούν μόλις το 3% του μεριδίου αγοράς στη χώρα. Ωστόσο οι Σκανδιναβοί επιμένουν ότι το «Operation Breakthrough» αποτελεί ιδανική στεγαστική λύση.
Η λογική της αμερικανικής πρωτοβουλίας ήταν η κατασκευή σπιτιών με τον ίδιο τρόπο –και στον ίδιο χρόνο– που οι αυτοκινητοβιομηχανίες παράγουν οχήματα. Η Lindbäcks, μια οικογενειακή κατασκευαστική εταιρεία στη Σουηδία κοντά στον Αρκτικό Κύκλο, υλοποίησε αυτό το δόγμα. Πριν ανοίξει το στεγαστικό εργοστάσιό της, το 2017, η διοίκηση της εταιρείας επισκέφθηκε τα εργοστάσια παραγωγής της Toyota και της Volvo για να δανειστεί τις καλύτερες ιδέες τους.
Το εργοστάσιο της Lindbäcks εκτείνεται σήμερα σε έναν χώρο 10 στρεμμάτων, με ένα υπόστεγο αεροσκαφών για τις πιο επιτόπιες κατασκευές του. Σε αντίθεση με τις αντίστοιχες βιομηχανοποιημένες κατασκευές που χρησιμοποιούν μία μόνο γραμμή συναρμολόγησης, τα προκάτ σπίτια του σουηδικού εργοστασίου χρησιμοποιούν πολλαπλές γραμμές στους εξωτερικά ανοιχτούς χώρους του – με αποτέλεσμα να κατασκευάζει περισσότερες μονάδες σε λιγότερο χρόνο.
Αλλά η πιο αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ ΗΠΑ και Σουηδίας, είναι, τελικά, η ρυθμιστική. Οι οικοδομικοί κώδικες στις ΗΠΑ προσπαθούν να κάνουν τα κτίρια ασφαλή, ορίζοντας ακριβώς ποια υλικά πρέπει να χρησιμοποιούνται και πώς (κανονιστικός κώδικας). Στη Σουηδία η κυβέρνηση το κάνει αυτό θέτοντας στόχους και αφήνοντας τους κατασκευαστές να βρουν έναν τρόπο για να τους επιτύχουν (κώδικας αποδοτικότητας).
Η κατασκευή ποιοτικών προκάτ κατοικιών, είτε επί τόπου είτε στο εργοστάσιο, δεν είναι πιο φθηνή από εκείνη μιας συμβατικής κατασκευής, καθώς περιλαμβάνει και το κόστος επίβλεψης της επιτόπιας κατασκευής – αλλά δεν υπάρχει σύγκριση ως προς τον χρόνο κατασκευής. Η ταχύτητα είναι ο τρόπος μέσω του οποίου η εκβιομηχάνιση επιτυγχάνει οικονομικά προσιτές τιμές, καθώς η κατασκευή περισσότερων μονάδων σε σύντομο χρόνο μειώνει τις τελικές τιμές τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News