Η μαζική ρωσική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2002, σόκαρε όχι μόνον τους διεθνείς παρατηρητές αλλά και τους ίδιους τους Ουκρανούς, με πάρα πολλούς να δυσκολεύονται να πιστέψουν πως μόλις είχε ξεσπάσει ένας πόλεμος. Αρχικά όλος ο κόσμος συγκλονίστηκε από την απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας ενώ στη συνέχεια από την πρωτοφανή αντίσταση που προέβαλαν ο Ουρανοί.
Κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις προέλαυναν στην Ουκρανία, ελάχιστοι θα μπορούσαν να προβλέψουν πως ο πόλεμος θα μαινόταν ακόμα περισσότερο από δεκαπέντε μήνες μετά το ξέσπασμά του. Δεδομένης της ξεκάθαρης υπεροχής της Ρωσίας, σε εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό, θεωρούταν σχεδόν σίγουρο πως οι ρωσικές δυνάμεις θα συνέθλιβαν τους αμυνόμενους Ουκρανούς, καταλαμβάνοντας τις μεγαλύτερες ουκρανικές πόλεις μέσα σε μερικές ημέρες.
Ωστόσο «ο πόλεμος συνεχίζεται και με πολύ διαφορετικό τρόπο από εκείνον που αναμενόταν», γράφει σε ανάλυσή της στο Foreign Affairs η πολυβραβευμένη καναδή ιστορικός Μάργκαρετ ΜακΜίλαν, ομότιμη καθηγήτρια Διεθνούς Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας του βιβλίου (μεταξύ άλλων) «Μια σύντομη Ιστορία του Πολέμου» (Εκδ. Ψυχογιός).
«Μια εισβολή στην Ουκρανία, πολλοί υπέθεταν, θα περιλάμβανε ταχείες προελάσεις και αποφασιστικές μάχες», γράφει, και είναι αλήθεια πως αυτό συνέβη έως έναν βαθμό, και στο πλαίσιο της ουκρανικής αντεπίθεσης στην περιοχή του Χαρκόβου στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού. «Αλλά έως τις αρχές Μαΐου, παρά τις συζητήσεις για τη μεγάλη ουκρανική επίθεση, ο πόλεμος είχε ήδη καταστεί μια σκληρή σύγκρουση κατά μήκος των ολοένα πιο οχυρωμένων γραμμών μάχης. Πράγματι, οι εικόνες που έρχονται από την ανατολική Ουκρανία – στρατιώτες βυθισμένοι μέχρι τα γόνατα στη λάσπη, οι δύο πλευρές να αντιμετωπίζουν η μία την άλλη μέσα από χαρακώματα και κατεστραμμένα κτίρια σε μια καμένη γη από τις οβίδες – θα μπορούσαν να είναι από το Δυτικό Μέτωπο το 1916 ή το Στάλινγκραντ το 1942», σημειώνει η καναδή ιστορικός.
Εξηγεί πως πριν από τη ρωσική εισβολή πολύ πίστευαν ότι οι πόλεμοι κατά τον 21ο αιώνα, πέρα από το ότι θα ξεσπούσαν πολύ δύσκολα, θα ήταν επίσης πολύ διαφορετικοί από τους πολέμους του προηγούμενου αιώνα. Προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, πως θα διεξάγονταν σε μεγάλο βαθμό στο Διάστημα και στον κυβερνοχώρο ενώ προηγμένες τεχνολογίες θα καθιστούσαν ολοένα πιο δευτερεύοντα, εάν όχι ασήμαντο, τον ρόλο των στρατευμάτων στο πεδίο. Ωστόσο τον περασμένο Φεβρουάριο ξέσπασε στην Ευρώπη ακόμη ένας διακρατικός πόλεμος τον οποίο διεξάγουν μεγάλοι στρατοί σε πολλά τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους.
Ομως η σύρραξη στην Ουκρανία παραπέμπει στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους του 20ου αιώνα και για άλλους λόγους. Η ΜακΜίλαν αναφέρει καταρχάς πως, όπως και οι δύο προηγούμενοι αυτοί πόλεμοι που αιματοκύλισαν την ανθρωπότητα, έτσι και ο πόλεμος στην Ουκρανία, «τροφοδοτήθηκε από τον εθνικισμό και μη ρεαλιστικές υποθέσεις σχετικά με το πόσο εύκολο θα ήταν να συνθλιβεί ο εχθρός». Οπως τότε έτσι και σήμερα μάχες διεξάγονται τόσο στο πεδίο όσο και σε αστικές περιοχές, ερημώνοντας πόλεις και χωριά και τρέποντας τους αμάχους σε φυγή. Εχουν προκληθεί τεράστιες απώλειες, σε ανθρώπους και πόρους, ενώ οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν κληρωτούς και, στην περίπτωση της Ρωσίας, μισθοφόρους. Επιπλέον υφίσταται ο κίνδυνος ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης ενώ ο αντίκτυπος του πολέμου γίνεται αισθητός επώδυνα σε πολλές άλλες χώρες.
«Η εμπειρία ενός προηγούμενου μεγάλου πολέμου στην Ευρώπη —τον ξέρουμε ως Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο— θα πρέπει να μας υπενθυμίζει το τρομερό κόστος μιας παρατεταμένης και σφοδρής ένοπλης σύγκρουσης. Και όπως σήμερα, εκείνος ο πόλεμος αναμενόταν ευρέως να είναι σύντομος και καθοριστικός. Ωστόσο, ο κόσμος και η Ουκρανία αντιμετωπίζουν τώρα ανησυχητικά ερωτήματα. Πόσο καιρό θα συνεχίσει η Ρωσία να εμμένει στην εκστρατεία της, παρόλο που οι ελπίδες της να πανηγυρίσει τη νίκη συνεχίζουν να μειώνονται; Πόσο μεγαλύτερη καταστροφή και φρίκη θα προκληθεί στην Ουκρανία και θα πλήξει τον λαό της; Και πότε θα μπορούν εκείνες οι χώρες που επηρεάζονται περισσότερο από τη σύγκρουση, από τους γείτονες της Ουκρανίας έως τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, να σταματήσουν να ανησυχούν ότι ο πόλεμος θα ξεφύγει από τα σύνορα της Ουκρανίας;», διερωτάται η διακεκριμένη ιστορικός.
Συνεχίζοντας να επικαλείται το παρελθόν και τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρει πως «προσφέρει επίσης μια ακόμη πιο σκοτεινή προειδοποίηση—αυτή τη φορά, για το μέλλον, όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία τελειώσει επιτέλους, όπως κάνουν όλοι οι πόλεμοι. Η Ουκρανία και οι υποστηρικτές της μπορεί κάλλιστα να ευελπιστούν σε μια συντριπτική νίκη και στην πτώση του καθεστώτος Πούτιν. Ωστόσο, εάν η Ρωσία αφεθεί σε αναταραχή, πικραμένη και απομονωμένη, με πολλούς από τους ηγέτες και τους πολίτες της να κατηγορούν άλλους για τις αποτυχίες της, όπως έκαναν τόσοι πολλοί Γερμανοί στις δεκαετίες του Μεσοπολέμου, τότε το τέλος ενός πολέμου θα μπορούσε απλώς να θέσει τις βάσεις για έναν άλλο», προειδοποιεί.
Το σύνδρομο του Σεράγεβο
Στην ανάλυσή της, η ΜακΜίλαν θυμίζει πως την άνοιξη του 1914, λίγοι πίστευαν ότι ήταν δυνατός ένας χερσαίος πόλεμος μεταξύ μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη «ήταν, όπως υπέθεταν αυτάρεσκα οι πολίτες τους, πολύ προηγμένα, πολύ οικονομικά διασυνδεδεμένα —πολύ “πολιτισμένα”, στη γλώσσα της εποχής— για να καταφεύγουν σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τους». Πόλεμοι εξακολουθούσαν διεξάγονται, κυρίως στα Βαλκάνια ή σε αποικιακά εδάφη, αλλά όχι, πλέον, στην ευρωπαϊκή επικράτεια.
Μια παρόμοια πεποίθηση κυριαρχούσε στη Δύση έως τις πρώτες εβδομάδες του 2022, με τους δυτικούς ηγέτες, τους δυτικούς φορείς χάραξης πολιτικής και τη δυτική κοινή γνώμη θα θεωρούν τον πόλεμο ως κάτι αλλότριο, που συνέβαινε αλλού, με τη μορφή είτε εξεγέρσεων εναντίον αντιλαϊκών, αυταρχικών κυβερνήσεων είτε ατέρμονων εσωτερικών συγκρούσεων σε αποτυχημένα κράτη.
Παρότι η Κίνα και η Ινδία είχαν φτάσει στ σημείο να ανταλλάξουν πυρά κατά μήκος των συνόρων τους και η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο συνέχιζαν να διαπληκτίζονται για το μέλλον της Ταιβάν, έως ότου να διατάξει ο Πούτιν τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία, για τους περισσότερους στην Αμερική, στην Ευρώπη και μεγάλο μέρος της Ασίας και του Ειρηνικού ο πόλεμος ήταν κάτι που συνέβαινε πολύ μακριά, εάν δεν ανήκε οριστικά στο παρελθόν.
«Το 1914, όπως και το 2022, όσοι υπέθεταν ότι ο πόλεμος δεν ήταν δυνατός, έκαναν λάθος. Το 1914 υφίσταντο επικίνδυνες και εκκρεμείς εντάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, καθώς και μια νέα κούρσα εξοπλισμών και περιφερειακές κρίσεις, που είχαν οδηγήσει σε συζητήσεις για πόλεμο», γράφει η ΜακΜίλαν. «Παρομοίως τους μήνες πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Μόσχα είχε ξεκαθαρίσει τα παράπονά της από τη Δύση και ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είχε δώσει πολλά σημάδια για τις προθέσεις του. Αντί να βασίζονται σε υποθέσεις σχετικά με την απιθανότητα ενός πολέμου πλήρους κλίμακας, οι δυτικοί ηγέτες που αμφέβαλλαν για το ενδεχόμενο μιας ρωσικής εισβολής θα έπρεπε να είχαν δώσει περισσότερη προσοχή στη ρητορική του για την Ουκρανία», συμπληρώνει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News