Βρίσκεται όντως σε απόγνωση η πάλαι ποτέ κραταιά Γερμανία, γράφει ο Economist. Το ότι ο τρικομματικός συνασπισμός «φανάρι» ήταν δυσλειτουργικός το γνωρίζαμε εδώ και καιρό, ενώ η αποπομπή του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς βύθισε τη χώρα σε μια πολιτική/κυβερνητική κρίση. Ωστόσο το πρόβλημα ενδέχεται να είναι πολύ πιο βαθύ.
Οι έγνοιες των Γερμανών είναι πολλές, ωστόσο ο μεγάλος φόβος είναι εκείνος της αποβιομηχάνισης. Ο Economist επικαλείται σχετικά τον Ντάνιαλ Μπαγιάζ, τον υπουργό Οικονομικών του νότιου γερμανικού κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης, έδρας βιομηχανικών κολοσσών όπως η Bosch, η Mercedes και η ZF Friedrichshafen, ο οποίος φοβάται πως η Γερμανία σπατάλησε «το μέρισμα της παγκοσμιοποίησης, υποχρηματοδοτώντας τον δημόσιο τομέα σε μια εποχή χαμηλών επιτοκίων. Τώρα, δεδομένων των ενεργειακών πιέσεων, του αυξανόμενου ανταγωνισμού με την Κίνα και του ενδεχομένου ο Τραμπ να επιβάλει δασμούς 10-20% στις εισαγωγές, το επιχειρηματικό μοντέλο της χώρας καταρρέει».
Ο γερμανός πολιτικός λυπάται για την αδυναμία της Γερμανίας να αντιμετωπίσει τη νέα τεχνολογία, παρότι εξακολουθεί να διαπρέπει στη βασική έρευνα και στη μηχανική. Μιλώντας στο βρετανικό έντυπο σημείωσε ότι η τελευταία επιτυχημένη μεγάλη γερμανική startup ήταν η SAP, μια εταιρεία λογισμικού που ιδρύθηκε πριν από περισσότερο από μισό αιώνα, το 1972, όταν Φραντς Μπεκενμπάουερ οδήγησε την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Δυτικής Γερμανίας στην κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου.
Εξίσου ενδεικτικό όσον αφορά την τεχνολογική υστέρηση της Γερμανίας είναι το γεγονός πως, παρότι ο πληθυσμός της είναι τουλάχιστον 60πλάσιος από τον πληθυσμό της Εσθονίας, η χώρα έχει μόλις 15 φορές περισσότερους «μονόκερους» (ιδιωτικές νεοφυείς επιχειρήσεις αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων) από το μικρό κράτος της Βαλτικής.
«Η γερμανική βιομηχανία […] επικεντρώθηκε στη σταδιακή καινοτομία δίχως να προετοιμαστεί για τεχνολογικά σοκ, όπως η εμφάνιση των ηλεκτρικών οχημάτων. Οι φιλικοί δεσμοί μεταξύ των επιχειρήσεων, των τραπεζών και των πολιτικών ευνόησαν τον εφησυχασμό και την αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις. Η δογματική τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων οδήγησε σε σκουριασμένες γέφυρες, σχολεία που καταρρέουν και καθυστερήσεις στα δρομολόγια των τρένων.
»Η ανάπτυξη στις ξένες αγορές συνέβαλε στην αύξηση των εταιρικών κερδών (και των κρατικών εσόδων) για λίγο καιρό, αλλά αυτό το καθοδηγούμενο από τις εξαγωγές μοντέλο άφησε τη Γερμανία εκτεθειμένη όταν οι άνεμοι της παγκοσμιοποίησης άρχισαν να ψυχραίνουν» συνοψίζει ο Economist. Οσον αφορά το παρόν, «η Γερμανία, που πέρυσι αντικατέστησε την Ιαπωνία ως η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, θερίζει ό,τι έσπειρε».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η τελευταία φορά που σημειώθηκε καθαρή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Γερμανίας ήταν πριν την πανδημία. Οι προβλέψεις είναι λίγο καλύτερες, αν και δεν λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες ενός εμπορικού πολέμου με τον Τραμπ. Η Volkswagen, η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης, εξετάζει για πρώτη φορά στην 87χρονη ιστορία της το ενδεχόμενο να κλείσει εργοστάσιά της, εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια έως και 30.000 θέσεων εργασίας. Επιπλέον, αυξάνεται και η ανεργία (αν και από χαμηλή βάση).
Το υψηλό ενεργειακό κόστος, ειδικά αφότου η Γερμανία αναγκάστηκε να απεξαρτηθεί απότομα από το ρωσικό φυσικό αέριο μετά την εισβολή στην Ουκρανία, αποτελεί πρόβλημα για τις περισσότερες επιχειρήσεις, σε μια χώρα όπου η μεταποίηση εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το 20% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο της Γαλλίας.
Οι παραγγελίες είναι μειωμένες, οι προγραμματισμένες επενδύσεις είτε αναβλήθηκαν είτε μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό, ενώ ο διευθύνων σύμβουλος της Thyssenkrupp, μιας ζημιογόνου χαλυβουργικής εταιρείας, είπε ότι η Γερμανία βρίσκεται «εν μέσω αποβιομηχάνισης». Πέρα, όμως, από τις βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις, πλήττονται ακόμη και οι λιανοπωλητές. Ο Economist αναφέρει ενδεικτικά ότι μετά τη ρωσική εισβολή, ο Ραούλ Ρόζμαν, διευθυντής μιας οικογενειακής αλυσίδας φαρμακείων με έδρα κοντά στο Ανόβερο, περιόδευσε στα υποκαταστήματά του αναζητώντας, δίχως όμως να βρει, τρόπους εξοικονόμησης ενέργειας.
Ζήτημα αποτελεί επίσης η έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων, καθώς η Γερμανία γερνάει, ενώ η γραφειοκρατία (μεγάλο μέρος της οποίας προέρχεται από τις Βρυξέλλες) κοστίζει στη γερμανική οικονομία 146 δισ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με το ifo Institut στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Μια κρίσιμη εξέλιξη, σύμφωνα με τον Ζάντερ Τόρντουαρ, ανώτερο οικονομολόγο στο Centre for European Reform, είναι η μεταβαλλόμενη σχέση με την Κίνα. Τις δεκαετίες του 2000 και του 2010 η Γερμανία βρισκόταν σε ιδανική θέση για να ικανοποιεί τις κινεζικές ορέξεις για τα αυτοκίνητά της, τα χημικά της και τα μηχανικά εξαρτήματα ακριβείας. Ετσι, μεταξύ 2015 και 2020 οι εξαγωγές αγαθών στην Κίνα αυξήθηκαν κατά 34%, παρότι οι εξαγωγές προς άλλες χώρες μειώθηκαν.
Μόλις το 2020 η Κίνα ήταν καθαρός εισαγωγέας αυτοκινήτων, αλλά πέρυσι έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο. «Οι κινεζικές εταιρείες μεταμορφώνονται από πελάτες σε ανταγωνιστές. Ερχονται για να φάνε το φαγητό όχι μόνο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η παραβολή του αυτοκινήτου είναι ενδεικτική, αλλά το ζήτημα αφορά επίσης τις μηχανές και τα χημικά» ανέφερε ο Ζάντερ Τόρντουαρ. Πλέον, οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα αντιστοιχούν μόλις στο 6% επί του συνόλου των γερμανικών εξαγωγών.
«Βαθιές δομικές δυνάμεις καθορίζουν τις αλλαγές στο βιομηχανικό μοντέλο της χώρας. Το να πειστούν οι Γερμανοί ότι υπάρχει εναλλακτική στο να είναι “exportweltmeister” (παγκόσμιος πρωταθλητής εξαγωγών) είναι δουλειά ετών και όχι μηνών» γράφει ο Economist.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως ένα πιο εύχρηστο εργαλείο για την εξυγίανση της οικονομίας θα ήταν η μεταρρύθμιση ενός άλλου πυλώνα του γερμανικού μοντέλου, ο οποίος μάλλον δεν είναι πια κατάλληλος για αυτόν τον σκοπό: το φρένο χρέους, μια ιδιαιτερότητα του Συντάγματος που περιορίζει το ετήσιο διαρθρωτικό έλλειμμα του προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο 0,35% του ΑΕΠ.
Οπως ανέφερε στον Economist ο Μαξ Κράχε του Dezernat Zukunft, ενός κέντρου μελετών που εδρεύει στο Βερολίνο, το φρένο χρέους είναι δημιούργημα μια άλλης εποχής, τότε που η Γερμανία βασιζόταν σε άλλες χώρες που είχαν ελλείμματα για να τονώσει την οικονομία της. Σε έναν κόσμο όπου η παγκοσμιοποίηση έχει σταματήσει, αυτό το μοντέλο δεν αποδίδει πλέον.
Εν τω μεταξύ, οι δημόσιες επενδυτικές ανάγκες της Γερμανίας –σύμφωνα με μια από τις επικρατέστερες εκτιμήσεις ανέρχονται σε 600 δισ. ευρώ σε διάστημα 10 ετών– έχουν διογκωθεί υπερβολικά ώστε να μη λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον, θα πρέπει να βρεθούν νέα κεφάλαια για την Αμυνα: φέτος η Γερμανία, επιτέλους, πέτυχε τον νατοϊκό στόχο του 2% του ΑΕΠ, αλλά μόνο χάρη σε ένα ειδικό ταμείο που θα κλείσει σύντομα, και είναι πιθανό να χρειαστούν ακόμη περισσότερα για να κατευναστεί η επερχόμενη νέα κυβέρνηση Τραμπ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News