«Οι ευσεβείς πόθοι καθοδηγούν τη δυτική σκέψη όσον αφορά τη Ρωσία», υποστηρίζει σε ανάλυσή του ο Βόλφγκανγκ Μινχάου, αναφερόμενος στο πρόσφατο, σχεδόν πραξικόπημα του Γεβγκένι Πριγκόζιν ειδικότερα, και στον πόλεμο που εξακολουθεί να μαίνεται στην Ουκρανία γενικότερα.
O γνωστός πρώην αρθρογράφος των Financial Times και νυν διευθυντής του EuroΙntelligence σημειώνει πως αμέσως μόλις έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του ο πραξικοπηματίας μισθοφόρος, πάμπολλοι αρθρογράφοι έσπευσαν να δηλώσουν ότι επρόκειτο για την αρχή του τέλους του Πούτιν, ενώ όταν ο ιδρυτής και ηγέτης της Ομάδας Βάγκνερ αποδέχθηκε τη συμφωνία που του πρότεινε ο λευκορώσος πρόεδρος Λουκασένκο, υποστήριξαν πως και αυτή η εξέλιξη ήταν αρνητική για τον Πούτιν.
Σύμφωνα, όμως, με τον γερμανό αναλυτή, μια πιο νηφάλια και, άρα, ασφαλής εκτίμηση είναι ότι «το επεισόδιο πιθανότατα δεν πρόκειται να έχει μεγάλη επίδραση βραχυπρόθεσμα και ότι θα μπορούσε, όπως και δεν θα μπορούσε, να υπονομεύσει τη θέση ισχύος του Βλαντίμιρ Πούτιν. Επιπλέον, δεν είναι ξεκάθαρο, από τη σκοπιά της Δύσης, εάν θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την πτώση του Πούτιν ως υπόσχεση ή ως απειλή».
Θυμίζει ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι απόπειρες πραξικοπημάτων αποτυγχάνουν και δεν έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες. Αλλά δύο απόπειρες που σημειώθηκαν στη Ρωσία τον περασμένο αιώνα είχαν. Η ενορχήστρωση της ένοπλης εξέγερσης των εργατών της Μόσχας το 1905 από τον Λένιν δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Αποτέλεσε, όμως, την αρχή της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Παρομοίως, το 1991, οι σκληροπυρηνικοί στρατιωτικοί που συνωμότησαν εναντίον του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ δεν πέτυχαν τον στόχο τους, ωστόσο η απόπειρά τους οδήγησε τον τελευταίο σοβιετικό ηγέτη στην πτώση και την ΕΣΣΔ στην κατάρρευση, την ίδια, μάλιστα, χρονιά.
Στη συνέχεια, ακολούθησε μια περίοδος εκδυτικοποίησης της Ρωσίας, από την οποία πολλοί Ρώσοι έχουν δυσάρεστες αναμνήσεις. Η ρωσική κυβέρνηση εφάρμοσε ένα πρόγραμμα μετασχηματισμού της οικονομίας, κατάληξη της οποίας ήταν η δημιουργία της κάστας των ολιγαρχών, ενώ η δεκαετία ολοκληρώθηκε με τον Πούτιν να ανέρχεται στην εξουσία, ως πρωθυπουργός το 1999 και ως πρόεδρος το 2000.
Σήμερα, 500 ημέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, πολλοί στη Δύση «ελπίζουν σε μια άλλη ιστορία θριάμβου της δημοκρατίας», γράφει ο Μινχάου, σημειώνοντας, ωστόσο, πως αυτό είναι «πολύ αφελές», ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τι συνέβη τη δεκαετία του 1990. «Εάν πέσει ο Πούτιν, πιθανότατα θα αντικατασταθεί από άλλον σκληροπυρηνικό ή ένα πολιτμπιρό», προειδοποιεί.
Ομως ευσεβείς πόθους ο Μινχάου διακρίνει και στα σχόλια και τις αναλύσεις για τον πόλεμο. Αντιθέτως οι στρατιωτικοί ηγέτες «τείνουν να είναι πιο προσεκτικοί – και λιγότερο επιρρεπείς σε γνωστικές προκαταλήψεις».
Στα απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου που διέρρευσαν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο εκφραζόταν συγκρατημένα η πεποίθηση ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία όδευε προς ένα τέλμα, ανεξάρτητα από την πολυαναμενόμενη αντεπίθεση των ουκρανικών δυνάμεων.
Για υπερβολικές προσδοκίες, οι οποίες δύσκολα θα πραγματοποιηθούν, έκανε λόγο πρόσφατα σε συνέντευξή του και ο αρχηγός του γενικού επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων της Γερμανίας, ταξίαρχος Κρίστιαν Φρόιντινγκ. Και την προηγούμενη εβδομάδα, σε συνέντευξή του, εξήγησε πως για να μπορέσει να ανακτήσει κατεχόμενα εδάφη η Ουκρανία, η απαραίτητη αριθμητική υπεροχή είναι από 3:1 έως 5:1, την οποία, όμως, δεν κατέχουν οι Ουκρανοί.
Ο Μινχάου σημειώνει πως μια ολοκληρωτική ήττα της Ρωσίας, μια ήττα που θα την αντιλαμβάνονταν και οι ίδιοι οι Ρώσοι ως ήττα, θα ήταν αναμφίβολα καταστροφική για τον Πούτιν, καθώς θα ετίθετο ζήτημα επιβίωσής του. Ωστόσο, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, δεν είναι αυτό το πιο πιθανό σενάριο όσον αφορά τον τερματισμό του πολέμου.
Εάν η εκτίμηση του Πενταγώνου για έναν παρατεταμένο πόλεμο είναι σωστή, η σημασία της διαρκούς παράδοσης όπλων και της οικονομικής υποστήριξης της Ουκρανίας είναι τεράστια. Και αν οι ΗΠΑ περιορίσουν την υποστήριξή τους προς την Ουκρανία μετά τις επόμενες προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2024, το βάρος θα πέσει στις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες, ωστόσο, δεν είναι σε θέση να το σηκώσουν.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία, οι ΗΠΑ έχουν συνδράμει τους Ουκρανούς με 71 δισ. ευρώ συνολικά, ενώ η Βρετανία έχει προσφέρει 9,7 δισ. ευρώ και η Γερμανία 7,3 δισ. Η διαφορά είναι προφανώς τεράστια και στην περίπτωση που ηττηθεί ο Τζο Μπάιντεν από τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές, θα προκύψει ένα εξίσου τεράστιο πρόβλημα, καταρχάς για τους Ουκρανούς, αλλά και τους Ευρωπαίους. Ακόμη, όμως, και εάν ο νυν αμερικανός πρόεδρος κερδίσει την επανεκλογή του, δεν μπορεί να θεωρείται βέβαιο πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να συνδράμουν στον ίδιο βαθμό την Ουκρανία.
«Οι περισσότερες δυτικές χώρες αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές πιέσεις και έχουν ανταγωνιστικές οικονομικές προτεραιότητες. Από την επόμενη χρονιά οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπει να συμφωνούν ξανά με τους δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι έχουν ανασταλεί από την έναρξη της πανδημίας. Η λιτότητα επιστρέφει. Αυτό είναι το λιγότερο ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον για σχεδόν μόνιμες παραδόσεις στρατιωτικής βοήθειας πολλών δισεκατομμυρίων», συνοψίζει ο Μινχάου.
Ανησυχία πρέπει, επίσης, να προκαλεί το μειωμένο ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης για τον πόλεμο. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, όπως και αλλού, τη θέση της Ουκρανίας στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων πήραν τις προηγούμενες ημέρες η καταστροφή του «Τιτάνα» που κατευθυνόταν προς τον «Τιτανικό» αλλά και ο υψηλός πληθωρισμός. «Είναι δύσκολο να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του κοινού για έναν πόλεμο χαρακωμάτων, ο ρους του οποίου δεν αλλάζει πολύ από μέρα σε μέρα. Το ίδιο συνέβη και στο Αφγανιστάν. Πρώτα τα ΜΜΕ έχασαν το ενδιαφέρον τους. Η περίοδος από την ενθουσιώδη υποστήριξη προς την Ουκρανία μέχρι τη γενικευμένη έλλειψη ενδιαφέροντος υπήρξε εξαιρετικά σύντομη», αναφέρει σχετικά ο διευθυντής του EuroIntelligence.
Οσον αφορά τη συνέχεια, στην παρούσα φάση και σύμφωνα με τις όποιες μερικές πληροφορίες είναι διαθέσιμες, ο Μινχάου γράφει πως η Ουκρανία θα καταφέρει να ανακτήσει αρκετά, αλλά όχι όλα τα κατεχόμενα εδάφη της, ενώ η προθυμία της Δύσης να συνεχίσει να στηρίζει στρατιωτικά και οικονομικά το Κίεβο θα μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Αλλά και στη Ρωσία γίνεται, πλέον, λόγος στα κρατικά ελεγχόμενα ΜΜΕ για μια ενδεχόμενη διευθέτηση, πιθανώς στις αρχές του επόμενου έτους, πριν από τις εκλογές στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Ο Πούτιν, επίσης, πρέπει να ανησυχεί για την κόπωση του πολέμου.
«Δεν πρόκειται για πρόβλεψη, αλλά για ένα κάπως πιο αληθοφανές σενάριο σε σχέση με ένα αίσιο α λα γουέστερν τέλος», εξηγεί ο Μινχάου. Και ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του σημειώνει πως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου προκάλεσε μια μετάβαση στη φιλελεύθερη δημοκρατία σε ορισμένη μέρη της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας, αλλά και μια υποχώρηση στον αυταρχισμό σε άλλα. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε η σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News