Ο «πολύς» Φεντερίκο Φελίνι συνήθιζε να λέει για τις ταινίες του Σέρτζιο Λεόνε (3 Ιανουαρίου 1929 – 30 Απριλίου 1989) πως «μοιάζουν με μια κατασκευή που απαιτεί απίστευτη υπομονή και εμμονή στην λεπτομέρεια, σαν εκείνα τα μικρά καραβάκια που φτιάχνονται για να στολίσουν το εσωτερικό γυάλινων μπουκαλιών».
Και ο σκηνοθέτης της «Γλυκιάς Ζωής» είχε πετύχει διάνα: καθένα από τα μόλις επτά έργα που πρόλαβε να σκηνοθετήσει στην μακρόχρονη καριέρα του αποτελούσε και μια ωδή στην τέχνη της κινηματογραφικής λεπτομέρειας, με αποκορύφωμα το κύκνειο άσμα του, το επικό «Κάποτε στην Αμερική».
Ο Λεόνε, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη, άρχισε να δουλεύει στον κινηματογράφο σε ηλικία 18 ετών, στην χρυσή εποχή του ιταλικού νεορεαλισμού, σαν βοηθός σκηνοθέτη σε γνωστές Χολιγουντιανές παραγωγές που γυρίστηκαν στα περίφημα στούντιο της Τσινετσιτά, μεταξύ των οποίων τα «Κβο Βάντις» (1951) και «Μπεν Χουρ» (1959).
Το 1959 στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας» ο βασικός σκηνοθέτης Μάριο Μπονάρντ αρρώστησε βαριά και οι παραγωγοί ζήτησαν από το Λεόνε, που εργάζονταν σαν βοηθός σκηνοθέτη, να ολοκληρώσει την ταινία.
Δυο χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε τον «Κολοσσό της Ρόδου»… επιβάλλοντας ουσιαστικά εαυτόν και τον κινηματογραφικό του όραμα στο ιταλικό σινεμά, που γνώριζε μεγάλη άνθηση λόγω Φελίνι.
Το 1964, στα 35 του χρόνια, θα γνωρίσει για πρώτη φορά την γεύση της (πρωτοφανούς) επιτυχίας, όταν η ταινία του «Για Μια Χούφτα Δολάρια» (Per un pugno di dollari) ουσιαστικά έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα στο κινηματογραφικό είδος του «σπαγγέτι γουέστερν», με χαρακτηριστικό τους την ύπαρξη περισσότερης δράσης και βίας σε σχέση με τα γουέστερν του Χόλιγουντ.
Βασισμένο στο γιαπωνέζικο ιστορικό έπος του Ακίρα Κουροσάβα «Γιοζίμπο» (1961), προκάλεσε νομικές διαμάχες με τον ιάπωνα auteur και έμεινε στην ιστορία ως η ταινία όπου πρωτοεμφανίστηκε ο, άγνωστος μεχρι τότε, Κλιντ Ίστγουντ.
Η συνέχεια ήταν θριαμβευτική: Ηθοποιοί όπως ο Λι Βαν Κλιφ, ο Τσαρλς Μπρόνσον, ο Τζέιμς Κόμπερν, ο Κλάους Κίνσκυ και ο Τζέισον Ρόμπαρντς έγιναν διάσημοι πρωταγωνιστώντας στα δυο επόμενα «σπαγγέτι γουέστερν» του ιταλού μετρ, τα «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» (1965) και «Ο Καλός, Ο Κακός και ο Aσχημος» (1966), οι οποίες ολοκλήρωσαν την τριλογία που είχε εξαρχής στο μυαλό του ο Λεόνε.
Τη μουσική και στις τρεις αυτές ταινίες υπογράφει ο (σχεδόν μόνιμος συνεργάτης του σκηνοθέτη) Ένιο Μορικόνε.
Το 1967 ο Λεόνε κλήθηκε στην Αμερική προκειμένου να σκηνοθετήσει αυτό που ήλπιζε να αποτελέσει το αριστούργημα του, το «Κάποτε στη Δύση», για λογαριασμό της Paramount Pictures. Οι υπεύθυνοι της εταιρείας όμως δεν έμειναν ευχαριστημένοι από το τελικό αποτέλεσμα και ξαναμοντάρισαν την ταινία πριν τη διανομή της στις αίθουσες με αποτέλεσμα την εμπορική της αποτυχία στις ΗΠΑ.
Το 1971 ο Λεόνε σκηνοθέτησε την ταινία «Giù la testa» (Κάτω τα Κεφάλια) ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά ο μύθος τον φέρνει στη θέση να απορρίπτει την πρόταση της Paramount να μεταφέρει στο σινεμά το γκανγκστερικό best seller του Μάριο Πούτσο «Ο Νονός», για χάρη μιας άλλης, παρόμοιας ιστορίας που είχε διαβάσει μερικά χρόνια πριν.
Δεν γνωρίζουμε το αν μετάνιωσε για το «όχι» που είπε στο «Νονό» (τον οποίο γύρισε ως γνωστόν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα θριαμβεύοντας στα Οσκαρ), ωστόσο σίγουρα δεν μετάνιωσε στιγμή για την φιλόδοξη μεταφορά στο σελιλόιντ του βιβλίου του Χάρι Γκρέι «The Hoods».
Το «Κάποτε στην Αμερική» (1984) θεωρείται δικαίως έως σήμερα ως το magnum opus του, ένα τετράωρο έπος που εξιστορούσε τη ζωή τεσσάρων εβραϊκής καταγωγής γκάνγκστερ στη Νέα Υόρκη της εποχής του Μεσοπολέμου έως το 1968.
Έχοντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και ένα καστ αξιόλογων ηθοποιών όπως τον Τζέιμς Γουντς, την Ελίζαμπεθ Μακ Γκόβερν, και τον Τζο Πέσι, η ταινία αποτέλεσε τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική επιτυχία.
Ενόσω έκανε τις προετοιμασίες για μια πολεμική ταινία με θέμα την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Ναζί και ενόσω έβλεπε τηλεόραση στο σαλόνι του σπιτιού στη Ρώμη, πέθανε από έμφραγμα του μυοκαρδίου στις 30 Απριλίου του 1989.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News