Παιδί μεταναστών από την Αφρική, ο Ασάν Ντιόπ, τον οποίο υποδύεται ο τεράστιος και γοητευτικός σενεγαλέζος Ομάρ Σι, θαυμάζει απεριόριστα τον Αρσέν Λουπέν, που μπορούσε να μεταμορφώνεται συνεχώς χωρίς ποτέ να γίνεται αντιληπτός και να κάνει τρομερές ληστείες, αλλά πάντα με μια χροιά ιδιότυπης δικαιοσύνης. Ανεργος, σε διάσταση (αλλά που η πρώην γυναίκα του εξακολουθεί να τον αγαπάει) και πατέρας ενός μικρού παιδιού, ο Ασάν αποφασίζει να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, γνωρίζοντας ότι η πλούσια οικογένεια Πελεγκρινί, της οποίας ήταν οδηγός, τον είχε εμπλέξει εν αγνοία του, σε ένα έγκλημα που δεν είχε κάνει. Ως άλλος Λουπέν, λοιπόν, ο Ασάν, οργανώνει την θεαματική ληστεία ενός κολιέ αμύθητης αξίας (εκείνου που δεν είχε κλέψει ο πατέρας του) με σκοπό κατ΄ αρχάς να εκθέσει τους Πελεγκρινί.
Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η υπόθεση του «Λουπέν» της γαλλικής σειράς του Netflix, η οποία έγινε αμέσως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία της πλατφόρμας streaming (η δεύτερη σύμφωνα με τα στοιχεία της) με πάνω από 76 εκατ. θεάσεις μέσα σε μόλις τέσσερις εβδομάδες από την πρεμιέρα της τον Ιανουάριο του 2021, ξεπερνώντας επιτυχημένες σειρές όπως το «Γκαμπί της βασίλισσας» και το «Bridgerton».
Το «Λουπέν» δεν είναι διασκευή των μυθιστορημάτων του Μορίς Λεμπλάν με τις περιπέτειες του αριστοκράτη λωποδύτη Αρσέν Λουπέν (άρχισαν να εκδίδονται το 1905). Ωστόσο με το καμουφλάζ του κομψού θρίλερ, η σειρά αποτίει φόρο τιμής στον ήρωα του γάλλου συγγραφέα ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει τις ταξικές και φυλετικές ανισότητες της Ευρώπης. Ο 43χρονος ηθοποιός, διάσημος στην πατρίδα του εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, αλλά πλέον και στο Χόλιγουντ, απέδειξε μάλιστα, ότι ακόμη και ένας σταρ του δικού του βεληνεκούς (και του δικού του όγκου), πλην όμως έγχρωμος, μπορεί να είναι αόρατος στη χώρα που μεγάλωσε.
Αόρατος… αφισοκολλητής
Εχοντας ξεμείνει από ιδέες, οι παραγωγοί του «Λουπέν» αποφάσισαν να δοκιμάσουν μια ασυνήθιστη ιδέα για το μάρκετινγκ της σειράς. Φορώντας εργατική φόρμα και μάσκα, αναγκαστικά εξαιτίας της πανδημίας, ο Ομάρ Σι άρχισε να κολλάει γιγαντοαφίσες του… εαυτού του στο κέντρο του Παρισιού. Αλλά οι Παριζιάνοι όχι μόνο δεν τον αναγνώρισαν, στη θέα του εξαφανίστηκε και το χαμόγελο τους: «Οι άνθρωποι ήταν… ας πούμε αγενείς; Και μου απέδειξαν αυτό που λέμε στη σειρά. Οτι, κάποιες φορές, στην κοινωνία μας, μπορείς να γίνεις αόρατος εξαιτίας της δουλειάς σου», λέει ο Σι σε συνέντευξή του στον Guardian, και συμπληρώνει: «Με γύρισε πίσω σε κάτι που είχα βιώσει στην παιδική μου ηλικία, όταν εμφανιζόμουν στο Παρίσι κι έβλεπα τον κόσμο να με κοιτάζει μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο».
Δέκα χρόνια πριν από το «Λουπέν», ο Ομάρ Σι είχε πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Φρανσουά Κλυζέ στην κωμωδία «Οι Αθικτοι» των Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολεντιανό. Μάλιστα ο ρόλος του Ντρις, του συνοδού – νοσοκόμου ενός πλούσιου τετραπληγικού που είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, του χάρισε το βραβείο Σεζάρ καλύτερης ανδρικής ερμηνείας το 2012. Η ταινία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη επιτυχία όλων των εποχών του γαλλικού κινηματογράφου στη Γαλλία ενώ στο εξωτερικό έγινε η πιο δημοφιλής γαλλική ταινία ξεπερνώντας και την «Αμελί», που διατηρούσε τον τίτλο για δέκα χρόνια. Και σύμφωνα με μια ετήσια δημοσκόπηση ο Σι είναι ο δεύτερος πιο δημοφιλής άντρας στη Γαλλία, μετά τον τραγουδοποιό Ζαν Ζακ Γκολντμάν, σε μια λίστα στην οποία συγκαταλέγονται επίσης οι Ζαν Ρενό, Ζαν Πολ Μπελμοντό, Ζινεντίν Ζιντάν, Ζακ Κουστό και Γιανίκ Νοά.
Με εφόδιο το χιούμορ
«Ξέρετε την έκφραση “έσπασε ο πάγος”;» ρωτάει ο Ομάρ Σι τον Τομ Λαμόντ της βρετανικης εφημερίδας The Guardian και εξηγεί: «Οταν προέρχεσαι από τα μπανλιέ [τα παρισινά εργατικά προάστια], όπου μεγάλωσα εγώ, όταν έχεις το ύψος μου, το δικό μου δέρμα, τα βλέμματα είναι παγωμένα, και αυτός ο πάγος δεν σπάει εύκολα. Νομίζω ότι αυτό με οδήγησε σε αυτό που κάνω σήμερα. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν έφηβος ήθελα να βλέπω στα πρόσωπα των ανθρώπων χαμόγελα, όχι βλέμμα καχυποψίας. Κι ένας τρόπος να το καταφέρεις αυτό, είναι το χιούμορ».
Πολύ νωρίς, λοιπόν, κατάλαβε ότι ήθελε να γίνει κωμικός. Ωστόσο όταν το ανακοίνωσε στην οικογένειά του -ήταν παρόντες και οι δέκα Σι- όλοι τον κοίταξαν έντρομοι.
Ο πατέρας του, Ντεμπά (καταγόταν από μια οικογένεια υφαντών) έφυγε από τη Σενεγάλη για τη Γαλλία το 1962, με σκοπό να κερδίσει δύο χιλιάδες φράγκα και να επιστρέψει στην πατρίδα του, για να ανοίξει μια μπουτίκ στο χωριό του, αλλά βρήκε μια καλά αμειβόμενη εργασία σε εργοστάσιο ανταλλακτικών αυτοκινήτων και κατέληξε να μείνει. Το 1974, ήρθε και η σύζυγός του, Ντιαρατού, από την άλλη πλευρά του χωριού, που ανήκει στη Μαυριτανία: «Τα σύνορα δεν αποφασίστηκαν από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί εκείνο τον καιρό» είχε πει κάποτε ο Σι. Τα σύνορα τα έφτιαξε η αποικιοκρατία.
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε ένα πρόσφατα χτισμένο συγκρότημα δημόσιων κατοικιών στο παρισινό προάστιο Τραπ. Ο Ντεμπά άρχισε να εργάζεται στα logistics μιας αποθήκης και η Ντιαρατού καθάριζε γραφεία. Μεταξύ των ετών 1968 και 1975, το ποσοστό των μεταναστών στο Τραπ υπερδιπλασιάστηκε. Και καθώς μετακόμιζαν νεοφερμένοι από την Υποσαχάρια Αφρική και το Μαγκρέμπ, οι οικογένειες των Γάλλων έφευγαν, ακολουθούμενες από παλαιότερους μετανάστες από την Ιταλία και την Πορτογαλία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε την πλειοψηφία στον δήμο από το 1944, και σύμφωνα με το «La Communauté», στο προάστιο πλανιόταν ένα «άρωμα ουτοπίας»: «Τα συγκροτήματα των κατοικιών σχημάτιζαν τετράγωνα και ορθογώνια γύρω από μικρές παιδικές χαρές, δοχεία με άμμο και δίχτυα αναρρίχησης, κοτέτσια, μερικές φορές παρτέρια με λουλούδια και λιμνούλες με χρυσόψαρα», γράφουν στο βιβλίο τους για το Τραπ οι Ραφαέλ Μπακέ και Αριάν Σεμίν.
Από το Τραπ στο ISIS
Ωστόσο, αν αρχικά το Τραπ ενσωμάτωνε όλες τις υποσχέσεις των γαλλικών προαστίων, τώρα πια συμβολίζει τα προβλήματά τους: «Ηταν σαν ένας χώρος δοκιμών για όλα τα πειράματα και τις αποτυχίες της δημόσιας πολιτικής στα προάστια μας», δήλωσε η Μπακέ. Σήμερα περισσότερο από το ένα τέταρτο των κατοίκων του ζουν σε συνθήκες φτώχειας και η ανεργία είναι υψηλή. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις ειδήσεις, περισσότεροι από εξήντα κάτοικοι του Τραπ έφυγαν από τη Γαλλία για να πολεμήσουν στο Ιράκ και τη Συρία στις γραμμές του Ισλαμικού Κράτους.
Σε ένα ντοκιμαντέρ για το πώς ήταν να μεγαλώνει κανείς στο Τραπ, ο Ομάρ Σι είπε ότι οι ενήλικες προσπαθούσαν να αποθαρρύνουν τον ίδιο και τους συνομηλίκους του από το να βάζουν πολύ ψηλά τον πήχη τους, μήπως συναντήσουν εμπόδια και τελικά απογοητευτούν. Το μόνιμο ρεφρέν της παιδικής του ηλικίας ήταν «Αυτό δεν είναι για σένα». Ωστόσο, το Τραπ δεν ήταν αυτό που οι εκτός φανταζόντουσαν μερικές φορές ότι ήταν. Ο Σι, τρίτος από οκτώ αδέλφια, γεννημένος το 1978, θυμάται ένα περιβάλλον, που ήταν μεν περιορισμένο αλλά και άφθονο ταυτόχρονα. «Περνούσαμε ώρες παίζοντας ποδόσφαιρο στο γρασίδι, πηγαίναμε στο δάσος για να ψάξουμε για κάστανα και ίχνη αγριόχοιρων», είπε κάποτε, «Στο υπνοδωμάτιό μου, κοιμόμασταν τρεις. Είχα την κάτω κουκέτα. Με δίδαξε υπομονή. Ορια, επίσης».
Η οικογένεια πήγαινε στη Σενεγάλη κάθε δεύτερο καλοκαίρι, και στο σπίτι μιλούσαν τη διάλεκτο της φυλής των Χαλ Πουλάρ, γράφει στον New Yorker η Λόρεν Κόλινς, που μίλησε πρόσφατα με τον Ομάρ Σι στο Παρίσι. Οι γονείς του ήταν συντηρητικοί, με την έννοια ότι ήθελαν να μεταδώσουν στα παιδιά τους παραδοσιακές αξίες σεμνότητας και σεβασμού. «Δεν έλεγες ότι αγαπάς κάποιον, ότι τον σέβεσαι ή τον θαυμάζεις», της είπε ο Σι. «Το έδειχνες με τις πράξεις σου, γιατί αυτό ήταν διακριτικότητα, και η διακριτικότητα ήταν ευγένεια». Ο Ντεμπά και η Ντιαρατού μεγάλωσαν τα παιδιά τους σύμφωνα με τη μουσουλμανική πίστη, αλλά δεν επέμειναν να πιστεύουν και αυτά. Και όταν ο Ομάρ παντρεύτηκε την Ελέν, μια λευκή χριστιανή, η οικογένεια την καλωσόρισε. Το σπίτι τους ήταν γεμάτο μουσική: τραγούδια griot της Δυτικής Αφρικής, γαλλικά chansons και αμερικανική soul.
Ο Σι περιγράφει τον εαυτό του ως ένα ντροπαλό, προσεκτικό αγόρι. «Εκείνη την εποχή, δεν μπορούσα να κάνω ένα αστείο ή να πω μια αστεία ιστορία αν δεν ήξερα το άτομο με το οποίο μιλούσα», είπε στην Κόλινς. «Μόνο αργότερα κατάλαβα ότι μπορούσα επίσης να γνωρίσω ανθρώπους με αυτόν τον τρόπο».
Οι ρατσιστές της γειτονιάς
Θυμάται επίσης τους ρατσιστές γείτονές τους που «έστελναν τα σκυλιά τους κατά πάνω μας. Τα παίρναμε όλα σαν παιχνίδι με πολλή αθωότητα και χωρίς να βλέπουμε πραγματικά το κακό. Ετσι, διασκεδάζαμε προσπαθώντας να μη μας δαγκώσει ο σκύλος», λέει. Μερικές φορές πάλι όταν έπαιζαν κρυφτό έβρισκαν σε αποθήκες παράξενα πράγματα: όπλα, σύριγγες, δυσάρεστους ανθρώπους.
Στο γυμνάσιο σκόπευε να γίνει ψυκτικός. Ηταν καλός μαθητής θα μπορούσε να σπουδάσει αεροναυπηγός αλλά «όταν μεγαλώνεις όπως εγώ, χρειάζεται να μπορείς να βγάλεις γρήγορα λεφτά για να ζήσεις», είχε πει στην γαλλική εφημερίδα Le Monde. Και είχε σκεφτεί ότι «αν τα πράγματα δυσκόλευαν θα μπορούσε πάντα να πάει να δουλέψει στη Σενεγάλη». Δεν χρειάστηκε. Με τη βοήθεια ενός μαροκινού φίλου του, η καριέρα του άρχισε από το ραδιόφωνο. Στον σταθμό Radio Nova γνώρισε έναν νεαρό Κορσικανό, τον Φρεντ Τεστό, και οι δυο τους έκαναν ένα αχτύπητο κωμικό δίδυμο, τους «Ομάρ και Φρεντ». Μετά ήρθαν τα τηλεοπτικά σόου και κάποιοι κινηματογραφικοί ρόλοι.
Η καριέρα του εκτινάχτηκε όταν οι Νακάς και Τολεντιανό έφτιαξαν στα μέτρα του τους «Αθικτους», μια κομεντί βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία, η οποία έκοψε περισσότερα από 19 εκατ. εισιτήρια τις πρώτες 16 εβδομάδες της προβολής της, και οι κριτικοί σε όλο τον κόσμο την υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Και τότε επιτέλους οι γονείς του έπαψαν να ανησυχούν για τα οικονομικά του γιου τους.
«Οχι» σε δύο Προέδρους
Ο δεξιός πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί κάλεσε την ομάδα των «Αθίκτων» στο Ελιζέ, αλλά ο Ομάρ Σι αρνήθηκε ευγενικά. Το ίδιο έκανε και αργότερα όταν προσπάθησε και ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ. «Δεν είμαι ηγέτης» είπε στον L’Obs το 2014, προσθέτοντας ότι «είχε πολλά να μάθει» και ότι «προτιμούσε να κάνει και όχι να λέει».
Εντωμεταξύ είχε κάνει τη δική του οικογένεια που μεγάλωνε γρήγορα. Ο Σι γνώρισε τη γυναίκα του Ελέν (δημιουργός της ΜΚΟ CéKeDuBonheur, που στηρίζει τα γαλλικά νοσοκομεία παίδων και της Siyah Organics, αμερικανοσενεγαλέζικης εταιρείας βιολογικών τροφίμων) στα τέλη της δεκαετίας του 1990, παντρεύτηκαν το 2007, εγκαταστάθηκαν σε μια πιο μικρή πόλη, το Μονφόρ-λ’ Ομαρί, και απέκτησαν πέντε παιδιά.
Το 2012 ο Ομάρ Σι μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λος Αντζελες, όπου τα πράγματα ήταν δύσκολα στην αρχή ακόμα και για έναν ηθοποιό που είχε τιμηθεί με βραβείο Σεζάρ. Τα κατάφερε όμως να πάρει ρόλους στις ταινίες «X-Men: Ημέρες ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος» (2014) της Marvel, «Jurassic World» (2015), το τέταρτο σίκουελ του «Jurassic Park», και «Inferno» (2016) του Ρον Χάουαρντ με τον Τομ Χανκς.
Και τώρα επιστρέφει στις οθόνες μας με τον δεύτερο κύκλο του «Λουπέν». Στα πέντε νέα επεισόδια, ο Ασάν Ντιόπ – Ομάρ Σι, θα συνεχίσει να ρίχνει φως στην άδικη καταδίκη του πατέρα του από την οικογένεια Πελεγκρινί, ενώ θα προσπαθήσει να βελτιώσει τη σχέση του με τον γιο του και την πρώην σύζυγό του, παίρνοντας μια απόφαση ζωής που ίσως τον οδηγήσει τελικά μακριά από τον κόσμο του εγκλήματος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News