Τη στιγμή που αρκετές χώρες στην Ευρώπη ετοιμάζονται ή ήδη έχουν άρει κάποια από τα μέτρα περιορισμού, ο φόβος αναζωπύρωσης της νόσου ή ενός δεύτερου κύματος είναι ορατός και προκαλεί τρόμο. Πώς θα εξελιχθεί η πανδημία, κανείς δεν γνωρίζει, το μόνο που «κοιτούν» οι επιστήμονες, προσπαθώντας να προβλέψουν κάποια δεδομένα, είναι το παρελθόν και παρόμοιες καταστάσεις με τις οποίες μπορούν να γίνουν συσχετίσεις.
Δεύτερο κύμα
Η κάθε πανδημία που έχει προκληθεί από μεταδοτικά νοσήματα «συμπεριφέρεται» διαφορετικά, όμως η πανδημία της γρίπης του 1918, που σκότωσε περισσότερους από 50 εκατομμύρια ανθρώπους, είναι το παράδειγμα πανδημίας που εκδηλώθηκε με πολλαπλά κύματα, με το τελευταίο να είναι πιο σοβαρό από το πρώτο. Το ίδιο έχει συμβεί, αλλά πιο ήπια, στις πανδημίες γρίπης που ακολούθησαν. Και είναι τρομακτικό σε αυτή τη φάση να ακούμε ότι το τελευταίο κύμα θα είναι πιο τρομακτικό από το πρώτο.
Οι πανδημίες γρίπης που είχαν ξεσπάσει το 1957 και το 1968 είχαν διαφορετικά κύματα. Η πανδημία του στελέχους Η1Ν1 της γρίπης Α το 2009 ξεκίνησε στην Ευρώπη τον Απρίλιο, συνεχίστηκε στις ΗΠΑ και το βόρειο εύκρατο ημισφαίριο και ακολούθησε το δεύτερο κύμα το φθινόπωρο, σύμφωνα με τον Guardian.
Το γιατί προκαλούνται οι εστίες αναζωπύρωσης και γιατί δημιουργούνται τα εποχικά κύματα έχουν αποτελέσει πεδίο πολλών επιδημιολογικών μελετών, ώστε να αποτραπούν και οι δύο περιπτώσεις.
Στις μελέτες αυτές έχουν εξεταστεί οι περισσότεροι παράγοντες, όπως οι κοινωνικές αποστάσεις, οι πολιτικές υγείας που πρέπει να ακολουθηθούν, η ανοσία του πληθυσμού που πρέπει να δομηθεί (ανοσία αγέλης), τα φάρμακα, τα εμβόλια, οι δομές υγείας κ.ά.
Και ενώ το δεύτερο κύμα και οι δεύτερες αναζωπυρώσεις είναι τελείως διαφορετικά πράγματα, η ανησυχία είναι η ίδια, καθώς για τους πολίτες η νόσος απλώς «επανέρχεται».
Υπάρχουν δεδομένα ότι η νόσος επιστρέφει;
Αυτό είναι κάτι που παρακολουθούν ιδιαίτερα προσεκτικά οι επιστήμονες. Δίχως εμβόλιο και χωρίς ευρεία ανοσία στον πληθυσμό, με την Covid-19 η κατάσταση μπορεί να μην εξελιχθεί όπως θα θέλαμε. Το παράδειγμα της Σιγκαπούρης είναι κάτι που δημιουργεί έντονους προβληματισμούς και φόβο.
Καθώς η χώρα ήταν από τις πρώτες που επέβαλε πρώιμο lockdown και πολλές χώρες έσπευσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και να την επαινέσουν για τον μικρό αριθμό μολύνσεων λόγω των μέτρων, μόλις άρχισε να άρει τα μέτρα, η επιδημία αναζωπυρώθηκε.
Βέβαια, πολλά από τα 1.426 νέα περιστατικά στη χώρα καταγράφηκαν κυρίως σε κλειστές δομές φιλοξενίας. Ωστόσο είναι κάτι που δείχνει την ικανότητα του κορονοϊού να «χτυπάει» όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι άνθρωποι σε κοντινή απόσταση και την ικανότητά του να εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε αδυναμία έχουν στα συστήματα δημόσιας υγείας για την αντιμετώπισή του.
Μικρή αύξηση στα τέλη της περασμένης εβδομάδας εμφανίστηκε και στη Γερμανία, η οποία είναι από τις χώρες που χειρίζεται την επιδημία μέσω ενός συστήματος εξετάσεων στον γενικό πληθυσμό, ώστε να έχει πλήρη εικόνα της εξάπλωσης.
Στην Κίνα, παρά την πρωτοφανή επιτυχία στον έλεγχο της επιδημίας στην επαρχία Χουμπέι, αύξηση παρατηρήθηκε στον Βορρά της χώρας.
Τη στιγμή που στην κινεζική πόλη Χαρμπίν, που βρίσκεται κοντά στα ρωσικά σύνορα, τα νέα περιστατικά σχεδόν είχαν μηδενιστεί, υπήρξε αναζωπύρωση και έτσι επιβλήθηκε νέο lockdown.
Ολες αυτές οι περιπτώσεις εγείρουν ερωτήματα για το πώς και πότε θα καταφέρουν οι χώρες να ανοίξουν τις πόρτες τους στους πολίτες, αλλά παράλληλα να αποφευχθεί η εμφάνιση ενός δεύτερου κύματος.
Τι περιμένουν οι ειδικοί
Μπορεί η υπομονή των πολιτών σε όλες τις χώρες να εξαντλείται και οι οικονομίες να κινδυνεύουν με κατάρρευση, όμως το εμβόλιο βρίσκεται μήνες μακριά και η πραγματική γνώση μας για το ποσοστό ανοσίας του πληθυσμού βασίζεται απλώς σε εκτιμήσεις. Αρα, ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά υψηλός.
Σε γενικές γραμμές, η αναλογία ευπαθών και άνοσων ατόμων σε έναν πληθυσμό στο τέλος κάθε κύματος καθορίζει το πιθανό μέγεθος του επόμενου.
«Οι επιδημίες είναι σαν τις φωτιές. Οταν υπάρχει εύφορο πεδίο να κατακάψουν, μαίνονται ανεξέλεγκτες. Οταν δεν υπάρχει κάτι να κάψουν, σιγοκαίνε σε μικρές εστίες», είχε γράψει στην Washington Post ο Τζάστιν Λέσλερ, καθηγητής επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Jopkins.
Οι επιδημιολόγοι αποκαλούν την ένταση της επιδημίας «δύναμη μόλυνσης» και το «καύσιμο» που την οδηγεί είναι η ευαισθησία του πληθυσμού στον παθογόνο παράγοντα, δηλαδή τον ιό. Το πρόβλημα όμως σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι δεν ξέρουμε αν έχουμε ακόμη αρκετά καύσιμα για τον κορονοϊό και ποιος θα μπορούσε να «μετατραπεί» σε καύσιμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News