Ενίοτε τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους και λένε περισσότερα από τις πιο εμπεριστατωμένες αναλύσεις. Την αλήθεια αυτή υπενθυμίζει σε άρθρο του ο Λούκα Καράτσολο, αρθρογράφος της ιταλικής Repubblica, σχολιάζοντας το απροσδόκητο τέλος του προέδρου του Ιράν, Εμπραχίμ Ραϊσί.
Η παλαιότητα του αεροσκάφους και η έλλειψη γνήσιων ανταλλακτικών (λόγω του εμπάργκο) ενισχύει την επίσημη εκδοχή της «τεχνικής βλάβης», τουλάχιστον στο μυαλό εκείνων που δεν υποκύπτουν στις όποιες θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν, με τον ιταλό δημοσιογράφο να σημειώνει ότι, μεταξύ πολλών άλλων, τις προηγούμενες ημέρες υποστηρίχθηκε ακόμη και πως ένας από τους πιλότους του μοιραίου ελικοπτέρου ήταν πράκτορας της Μοσάντ.
Ομως το γεγονός ότι ο ιρανός πρόεδρος, δηλαδή ο δεύτερος ανώτατος ηγέτης της χώρας μετά τον αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, σκοτώθηκε σε ένα αεροπορικό δυστύχημα ενώ πετούσε, υπό άσχημες καιρικές συνθήκες, με ένα πεπαλαιωμένο ελικόπτερο, καταρχάς συμβολίζει –σύμφωνα, πάντα, με τον ιταλό δημοσιογράφο– «την κρίση του μεγαλεπήβολου επαναστατικού σχεδίου που άρχισε το 1979 με τον Χομεϊνί».
Το ίδιο γεγονός, δηλαδή ότι κρίθηκε ασφαλές ο πρόεδρος της χώρας να πετάξει υπό αυτές τις συνθήκες με το συγκεκριμένο μέσο, καταδεικνύει, τουλάχιστον εμμέσως, ότι μάλλον δεν μετρούσε πολύ για το ίδιο το καθεστώς. Επίσης, η χαρά ορισμένων («όχι και τόσο ιδιωτικά») στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Ραϊσί, γνωστού ως «χασάπη της Τεχεράνης» μεταξύ των επικριτών του, δείχνει πως ο βαθμός νομιμοποίησης του καθεστώτος είναι χαμηλός.
Ο Καράτσολο θεωρεί πως το αεροπορικό δυστύχημα που κόστισε τη ζωή στον πρόεδρο της χώρας δεν πρόκειται να αλλάξει την πορεία του Ιράν. «Αλλά δεν θα την αλλάξει επειδή το Ιράν ήδη αλλάζει», γράφει.
Σε στρατηγικό επίπεδο, ο πόλεμος στη Γάζα (με τις προεκτάσεις του που επηρεάζουν ολόκληρο το τόξο επιρροής της Τεχεράνης) τερμάτισε τη σιωπηρή κατανόηση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που έως σήμερα απέτρεπε μια άμεση σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν την ισραηλινή επίθεση στις εγκαταστάσεις της πρεσβείας του Ιράν στη Δαμασκό –η πυραυλική επίθεση που εξαπέλυσε η Τεχεράνη κατά του Ισραήλ και τα περιορισμένα ισραηλινά αντίποινα– χαρακτηρίστηκαν (και υποβιβάστηκαν) ως ελεγχόμενες αντιδράσεις, ως μετρημένες απαντήσεις που έπρεπε να δοθούν από αμφότερες τις πλευρές.
«Αυτό είναι αλήθεια σήμερα. Αύριο, όμως; Με συμβολικούς όρους –οι οποίοι σε αυτά τα μέρη είναι ζωτικής σημασίας–, αυτή η τριπλέτα γεγονότων αναγγέλλει το τέλος της εξίσωσης ασφαλείας δια της οποίας οι δύο τέλειοι εχθροί είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο ενός απευθείας πολέμου. Για να αποκαταστήσουν τη χαμένη αποτρεπτική ισχύ τους, ή για να πιστέψουν πως το κάνουν, το Ισραήλ και το Ιράν πέρασαν την κόκκινη γραμμή, προσέχοντας, προς το παρόν, να μην πληγωθούν πολύ. Δεν έχουν ορίσει ακόμη μια νέα κόκκινη γραμμή, αλλά η παλιά ανήκει στο παρελθόν, ή μάλλον, χειρότερα, ανυψώθηκε σε πυρηνικό βαθμό» γράφει ο Καράτσολο, θυμίζοντας πως το Ισραήλ είναι εδώ και καιρό μια αδήλωτη πυρηνική δύναμη, ενώ και το Ιράν θα μπορούσε να καταστεί πολύ σύντομα.
Συνυπολογίζοντας την κρίση που κλονίζει την κυβέρνηση Νετανιάχου και την αβεβαιότητα όσον αφορά το μέλλον του καθεστώτος των αγιατολάδων, διαπιστώνεται πως μια πυρηνική σύρραξη στη Μέση Ανατολή εξακολουθεί να αποτελεί ακραία υπόθεση, η οποία όμως δεν μπορεί πλέον να μη λαμβάνεται υπόψη.
Σε αυτό το πλαίσιο εξηγείται και ο διπλωματικός ακτιβισμός των ΗΠΑ σε αμφότερα τα μέτωπα. Οι διαφωνίες με το Ισραήλ και οι πιέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν, στα όρια της ανοιχτής σύγκρουσης, προς την κυβέρνηση Νετανιάχου είναι γνωστές. Ωστόσο οι Αμερικανοί διατηρούν ανοιχτό έναν δίαυλο επικοινωνίας και με την Τεχεράνη (ο δημοσιογράφος της Repubblica αναφέρεται σε εμπιστευτικές συνομιλίες ιρανών και αμερικανών αξιωματούχων ασφαλείας στο Ομάν) με στόχο να αποτραπεί η απόλυτη και οριστική σύνδεση του Ιράν με τον σινορωσικό άξονα (ο Πούτιν και ο Σι ήρθαν αμέσως σε επαφή με τον μεταβατικό πρόεδρο Μοχαμάντ Μοχμπέρ), αλλά και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής κλιμάκωσης στην ευρύτερη περιοχή.
Η μέρα της κρίσεως για το καθεστώς των αγιατολάδων θα είναι η μέρα των προεδρικών εκλογών. Επί δεκαετίες οι ηγέτες του Ιράν επικαλούνταν τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές ως νομιμοποιητικά του πολιτικού συστήματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Αυτό, ωστόσο, πλέον δεν ισχύει, καθώς έχουν μειωθεί δραματικά τα ποσοστά των Ιρανών που εξακολουθούν να πηγαίνουν να ψηφίσουν.
Στις προεδρικές εκλογές του 2021, για παράδειγμα, μέσω των οποίων κέρδισε την προεδρία ο Εμπραχίμ Ραϊσί, η συμμετοχή υποχώρησε στο 48,5%, από 73,3% που ήταν το 2017 και 72,7% το 2013. «Η (ελεγχόμενη) αναμέτρηση για τη διαδοχή του Ραϊσί δεν αφορά την κατάκτηση ενός αξιώματος. Επηρεάζει τη νομιμότητα του καθεστώτος. Θα μας προσφέρει την αυτοπροσωπογραφία ενός καθεστώτος άρρωστου μεν, αλλά με αυξανόμενες στρατηγικές φιλοδοξίες» συνοψίζει ο Λούτσο Καράτσολο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News