Η περιπέτεια «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» («Die Hard»,1988) έκλεισε τα 35, με άλλα λόγια είναι μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερη από την ηλικία του Μπρους Γουίλις, όταν έπαιξε τον «πολύ σκληρό» αστυνομικό Τζον ΜακΚλέιν. Παρά τα χρονάκια του, όμως, το φιλμ αντέχει και είναι ιδιαίτερα αγαπητό ειδικά την περίοδο των Χριστουγέννων. Μάλιστα, όπως έγραψε στην Telegraph η Μάντελιν Γκραντ, είναι μια από τις καλύτερες χριστουγεννιάτικες ταινίες… Μα είναι δυνατόν; Και όμως είναι.
Στο μέτρο του δυνατού, βέβαια, αφού γίνεται κακός χαμός, όταν –παραμονή Χριστουγέννων- ο σκληροτράχηλος Τζον ΜακΚλέιν, βέρος νεοϋορκέζος μπάτσος, ταξιδεύει στο Λος Αντζελες για να συναντήσει τη γυναίκα του στο χριστουγεννιάτικο πάρτι της εταιρίας Nakatomi και σπάει λαιμούς τρομοκρατών που την κρατούν όμηρο μαζί με άλλους υπαλλήλους, και τα μυαλά του Τζόζεφ Τακάγκι, στελέχους της ιαπωνικής εταιρίας, πετάγονται σε μια πόρτα γραφείου, όταν τον πυροβολεί ο αρχηγός των γερμανών τρομοκρατών Χανς Γκρούμπερ…
Πολλοί αρνούνται να δεχτούν ότι η ταινία του Τζον ΜακΤίρναν -που γνώρισε απροσδόκητη επιτυχία στα τέλη της δεκαετίας του 1980- προσφέρει τη συναισθηματική «θαλπωρή» μιας έστω μεσαίας χριστουγεννιάτικης ταινίας. Ωστόσο υπάρχει κάτι σε αυτό τον συνδυασμό αιματοχυσίας και χριστουγεννιάτικης διακόσμησης, που κάνει πραγματικά κλικ σε πολλούς θεατές, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, παρατηρεί στην Telegraph ο κριτικός κινηματογράφου Τιμ Ρόμπι.
«Ισως είναι ό,τι πιο κοντινό σε μια τέλεια ταινία δράσης», πιστεύει ο κωμικός Κρις Ράμσεϊ, που έχει κολλήσει και την βλέπει κάθε χρόνο ενώ τυλίγει τα χριστουγεννιάτικα δώρα του: «Εχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου», λέει μιλώντας στην Telegraph. Και υποστηρίζει ότι ναι, είναι χριστουγεννιάτικη ταινία. Ο Πολ Τσάουντρι, πάλι, συνάδελφός του Ράμσεϊ, επίσης κωμικός (stand up), έχει αντίθετη άποψη. Δεν είναι χριστουγεννιάτικη, λέει. Η πρεμιέρα της, εξάλλου, έγινε καλοκαίρι.
Σε κάθε περίπτωση, φέτος τα Χριστούγεννα η ταινία επιστρέφει στη μικρή οθόνη με μια μοναδική ανατροπή. Το «The Unofficial Science of Die Hard», το τηλεοπτικό αφιέρωμα των Ράμσεϊ και Τσάουντρι, υπόσχεται μια ανάλαφρη και εκπαιδευτική αποδόμηση των εμβληματικών επικίνδυνων σκηνών της ταινίας, με ένα συναρπαστικό μείγμα Φυσικής, χιούμορ και γιορτινής απόλαυσης.
Πρόκειται για τη συνέχεια της σειράς κωμικών ντοκιμαντέρ «The Unofficial Science of …» του βρετανικού καναλιού Sky, με τη συμμετοχή της μηχανικού υλικών Ζόι Λόκλιν, που άρχισε το 2022 με την αντίστοιχη αποδόμηση του «Μόνος στο Σπίτι» και αναμένεται να συνεχιστεί με το «The Unofficial Science of Indiana Jones».
Η φετινή εορταστική αποστολή των Ράμσεϊ και Τσάουντρι –σε ένα ντοκιμαντέρ ιδανικό για παιδιά και ελαφρά μεθυσμένους ενήλικες- είναι να διερευνήσουν με χιουμοριστικό τρόπο τα κατορθώματα του Τζον ΜακΚλέιν κατά τη διάρκεια του ατυχούς χριστουγεννιάτικου πάρτι στο Nakatomi Plaza, που μετατρέπεται σε μακελειό. Στόχος τους είναι να δουν αν μπορούν να αναπαραστήσουν τις επικίνδυνες σκηνές της ταινίας χωρίς να… πεθάνουν.
Σε πόσες από αυτές τις καταστάσεις θα μπορούσε, ρεαλιστικά, να έχει επιβιώσει ο Τζον ΜακΚλέιν; Απάντηση: όχι σε πολλές. «Τα περισσότερα πράγματα θα τον είχαν σκοτώσει», δηλώνει ο Τσάουντρι, ωμά. Εκαναν, για παράδειγμα, ένα τεστ δένοντας έναν σωλήνα πυρόσβεσης γύρω από τη μέση μιας κούκλας και την πέταξαν από την κορυφή ενός γερανού, στο στυλ του άλματος του ΜακΚλέιν που αψηφούσε τον θάνατο, από την κορυφή του κτιρίου Nakatomi Plaza. Τα αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό. Ο εύκαμπτος σωλήνας διαπέρασε τον κορμό του ανδρεικέλου και τα κομμάτια του έπεσαν στο δάπεδο.
Αλλες σκηνές, δυνητικά λιγότερο απειλητικές για τις ζωές του Τσάουντρι και του Ράμσεϊ, επαναλαμβάνονται από τους ίδιους προσωπικά. Ακόμη και την επική πτώση του Γκρούμπερ (Αλαν Ρίκμαν) από τον ουρανοξύστη στο τέλος, που έγινε on camera εκείνες τις ημέρες πριν από τη χρήση του CGI στις ταινίες (Εικόνες Δημιουργούμενες με Υπολογιστή), επανέλαβε ο Τσάουντρι πέφτοντας σε έναν αερόσακο από ύψος περίπου 12 μέτρων.
«Το έκανα περίπου 15 φορές», λέει ο κωμικός ηθοποιός, «Μπορώ ακόμα να το νιώσω πραγματικά. Θα κάνω φυσιοθεραπεία για το υπόλοιπο της ζωής μου, αλλά άξιζε τον κόπο». Η Ζόι Λόκλιν προσθέτει ότι ο Ρίκμαν περίμενε εκείνη την ημέρα στο πλατό μια αντίστροφη μέτρηση «τρία, δύο, ένα», αλλά ο συντονιστής της σκηνής, Τσάρλι Πισέρνι, κανόνισε να τον ρίξουν στο «δύο», έτσι ώστε το σοκ στο βλέμμα του Ρίκμαν, καθώς θα έπεφτε κατακόρυφα, να μην είναι προσποιητό.
Ακόμη, η Λόκλιν ομολογεί στην Telegraph ότι δεν είχε δει ποτέ την ταινία πριν της ανατεθεί να βάλει τους δύο κωμικούς ηθοποιούς να δείξουν πόσο καλά μπορούν να κάνουν κάτι. «Βλέποντάς τη με τα μάτια των ενηλίκων», λέει, «τη βρήκα πραγματικά συναρπαστική, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι αυτά τα πράγματα έχουν εισχωρήσει στην κουλτούρα μας. Και μπορείς να παρακολουθήσεις αυτή την επίδειξη ακόμη κι αν δεν έχεις δει την ταινία. Υπάρχει κάτι με τους ανθρώπους που πηδούν από ψηλά για να γλιτώσουν από εκρήξεις, που είναι ένα πολύ συνηθισμένο θέμα στις ταινίες και διασκεδάζουμε παίζοντας με αυτό».
Πέρα από την επιλογή του Μπρους Γουίλις για τον ρόλο του ΜακΚλέιν –που τον ανέδειξε αμέσως σε σταρ πρώτης κατηγορίας-, η μαεστρία της ταινίας στην ενίσχυση της ευπάθειας του ΜακΛέιν είναι πολύ απλή: του βγάζει τα παπούτσια. Αργότερα σε άλλη σεκάνς, προσπαθεί να φορέσει τα παπούτσια κάποιου άλλου, αλλά μόνο μία φορά, πριν παραδοθεί μαζοχιστικά στη συνέχεια σε ηρωισμούς, ξυπόλητος πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Καλά θα πεις, σε ολόκληρο πολυώροφο κτίριο γραφείων δεν υπήρχαν ούτε καν δυο μαλακές κασετίνες για μολύβια για να τις φορέσει στα πόδια του;
Ο Τσάουντρι, ωστόσο, επιχείρησε όντως την αγωνιώδη προσπάθεια του ΜακΚλέιν να περπατήσει πάνω σε σπασμένα γυαλιά, αλλά με ψεύτικα πόδια από αφρό γεμάτα με σακουλάκια αίματος… Ο Ράμσεϊ, πάλι, σαφώς μεγάλος θαυμαστής, ήταν «ανησυχητικά νέος» όταν είδε για πρώτη φορά το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» και μοιάζει σαν να έχει περάσει τη ζωή του αναδημιουργώντας πολλές ξεχωριστές στιγμές.
Η συνεχιζόμενη γοητεία της ταινίας έχει σίγουρα τις ρίζες της, εν μέρει και στη νοσταλγία για τον κινηματογράφο ζωντανής δράσης, που άρχισε να καταργείται σταδιακά υπέρ του CGI από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, γράφει στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπι. Και τώρα πια στην εποχή της Marvel, είναι δύσκολο να καταλάβεις πού σταματά το υλικό των πραγματικών λήψεων και πού ξεκινούν οι ψηφιακές τροποποιήσεις. Ωστόσο ακόμη και μια άμπεμπτη δουλειά με ειδικά εφέ μπορεί να έχει μικρότερο αντίκτυπο από ένα αληθινό κόλπο, παρατηρεί ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου. «Το μάτι μας ξέρει», συμφωνεί η Λόκλιν, «Ο εγκέφαλός μας είναι έξυπνος. Ξέρεις αν βλέπεις κάτι αληθινό», τονίζει.
Το βρετανικό κανάλι Sky, λοιπόν, που έχει φτιάξει μια μακέτα της ταράτσας του Nakatomi Plaza, προσκαλεί όλους να αντιμετωπίσουν την ταινία σαν ένα είδος παιδικής χαράς περιπέτειας, πράγμα που είναι, φυσικά. Παρ’ όλο το συγκλονιστικό θέαμα του Μπρους Γουίλις την ώρα που βγάζει θραύσματα γυαλιού από τα φτωχά του πόδια, το να βυθίζεσαι στο στόρι της ταινίας είναι ένα τελετουργικό τόσο οικείο όσο και το να φοράς ένα ζευγάρι χριστουγεννιάτικες παντόφλες. Που θα ήταν πολύ χρήσιμες, αυτή την ώρα στον Τζον ΜακΚλέιν. Διαφωνείτε;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News