«Θεωρώ πως θα καταφέρουμε να παρουσιάσουμε τι συνέβη κατά τη δολοφονία και ποιος ήταν ο υπεύθυνος. Στόχος μου είναι έως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους είτε να απαγγείλουμε κατηγορίες εις βάρος κάποιου είτε να κλείσουμε τη υπόθεση», αποκάλυψε, μιλώντας πρόσφατα στην κρατική σουηδική τηλεόραση o επικεφαλής εισαγγελέας των ερευνών που διεξάγονται (ακόμη έπειτα από δεκάδες χρόνια) με στόχο την διαλεύκανση της δολοφονίας του πιο χαρισματικού και φημισμένου πολιτικού ανδρός της σύγχρονης Σουηδίας.
Πριν από 34 χρόνια και λίγους μήνες, το πρωί της 1ης Μαρτίου του 1986, ο Γιαν Μπόντεσον, ένας νεαρός φοιτητής Ιατρικής εκείνη την περίοδο, κατέβηκε από το δωμάτιό του στο σαλόνι της οικογενειακής κατοικίας και βρήκε τη μητέρα του να στέκεται έντρομη σε μια γωνία και να επαναλαμβάνει μηχανικά τη φράση: «Σκότωσαν τον Πάλμε! Σκότωσαν τον Πάλμε». Μιλώντας προσφάτως στους λονδρέζικους Times ο Γιαν Μπόντεσον εξήγησε πως οι γονείς του είχαν συγκλονιστεί από το τραγικό γεγονός, όχι γιατί ήταν θαυμαστές του Πάλμε, αλλά επειδή στο μυαλό τους η εν ψυχρώ δολοφονία ενός πρωθυπουργού στην φιλελεύθερη, εύπορη, προοδευτική Σουηδία ήταν κάτι αδιανόητο.
Ενδεχομένως να ήταν αδιανόητο και για τον ίδιο τον Ούλοφ Πάλμε, δεδομένου ότι ο σουηδός ηγέτης συνήθιζε να κυκλοφορεί στους δρόμους της Στοκχόλμης και ολόκληρης της Σουηδίας άνευ αστυνομικής συνοδείας. Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου, μερικά λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα, όταν έπεσε νεκρός από τα πυρά αγνώστου που τον πυροβόλησε πισώπλατα από κοντινή απόσταση, ο πρωθυπουργός επέστρεφε στο σπίτι του από τον κινηματογράφο μαζί με τη σύζυγό του Λίσμπετ Πάλμε η οποία επίσης τραυματίστηκε από έναν δεύτερο πυροβολισμό του εκτελεστή του ανδρός της, αλλά ελαφρά.
Παρότι έχουν περάσει περισσότερα από 34 χρόνια κατά τα οποία ύποπτοι θεωρήθηκαν (μεταξύ πολλών άλλων) τοξικομανείς, κούρδοι αντιστασιακοί και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών από καμιά δεκαριά χώρες, οι σουηδικές αρχές εξακολουθούν να αναζητούν τον δολοφόνο.
Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, οι εισαγγελείς εμφανίζονται ιδιαίτερα αισιόδοξοι και παρότι οι ίδιοι δεν αποκαλύπτουν καμιά σχετική πληροφορία, εκτιμάται πως οι έρευνές τους πιθανώς να πήραν αναπάντεχα θετική τροπή χάρη σε ένα αποδεικτικό στοιχείο, ένα «γουόκι τόκι» σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Times, το οποίο είχε βρεθεί κοντά στο σημείο της δολοφονίας αλλά παραδόθηκε στην αστυνομία μόλις πριν από έναν χρόνο. Δίνοντας βάση, οπότε, στα λεγόμενά τους ενδέχεται το μυστήριο επιτέλους να λυθεί ακόμη και έως το τέλος του επόμενου μήνα.
Ποιος, όμως, ήταν ο Ούλοφ Πάλμε και γιατί η δολοφονία του συγκλόνισε όχι μόνον τη Σουηδία αλλά ολόκληρη την Ευρώπη;
Γεννήθηκε το 1927 στους κόλπους μιας ζάπλουτης αριστοκρατικής οικογένειας αλλά σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να απαρνηθεί τις κοινωνικές και πολιτικές πεποιθήσεις των γονιών του και να στραφεί, έπειτα από ένα προπαρασκευαστικό έτος στις ΗΠΑ, στην πολιτική και στην Αριστερά.
«Ηταν ένας αριστοκράτης που προσήλθε στο εργατικό κίνημα. Ανήκε πραγματικά στο ανώτατο κλιμάκιο της σουηδικής κοινωνίας, στο κορυφαίο 1%, και σε μια πολύ συντηρητική οικογένεια με σαφή προσανατολισμό προς τη Δεξιά. Υπό αυτήν την έννοια υπήρξε ένας αποστάτης», εξήγησε στους Times o Χένρικ Μπέργκσεν, ιστορικός και βιογράφος του Πάλμε.
Υπέρμαχος της κοινωνικής δημοκρατίας, του κράτους πρόνοιας και των αναδιανεμητικών πολιτικών, ο Πάλμε κατάφερε να ισορροπήσει μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού, συμβάλλοντας όσο κανένας άλλος στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της σύγχρονης Σουηδίας.
Πρώτη φορά χρέη πρωθυπουργού ανέλαβε το 1969 αλλά έπειτα από μια επταετία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του απώλεσε την εξουσία για πρώτη φορά από το 1932. Μεταξύ των δυσαρεστημένων με την κυβέρνηση τους Σουηδών συγκαταλέγονταν μεταξύ άλλων ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν και η Αστριντ Λίντγκρεν. Αφότου συνελήφθη από δύο αστυνομικούς με πολιτικά ως ύποπτος φοροδιαφυγής, ο κορυφαίος σουηδός κινηματογραφιστής αποφάσισε να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Οσον αφορά τη συγγραφέα των περιπετειών της «Πίπης Φακιδομύτης» κλήθηκε μια χρονιά να πληρώσει παραπάνω από το 100% του εισοδήματός της σε φόρους.
Το ότι ο Πάλμε ήταν ιδιαίτερα ισχυρογνώμων και υποστήριζε με πάθος τις απόψεις του, τον καθιστούσε έως και αντιπαθή στα μάτια πολλών Σουηδών. «Ο τρόπος που ασκούσε πολιτική ήταν ασυνήθιστος για τη Σουηδία. Η κοινωνία της είναι ιδιαίτερα συναινετική. Το κλίμα στο σουηδικό κοινοβούλιο ήταν πολύ επίσημο και αυστηρό. Ο Πάλμε λάτρευε τις αντιπαραθέσεις και ήθελε να εκφράζει με πάθος τις απόψεις του. Σε κάποιους άρεσε αυτό και σε κάποιους όχι. Τον συνέκριναν με τον Ροβεσπιέρο», εξήγησε ο βιογράφος του.
Ομως ο Πάλμε ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, μαχητικός και στη διεθνή σκηνή. Υπήρξε, για παράδειγμα, ένας από τους πρώτους επικριτές του πολέμου των Αμερικανών στο Βιετνάμ, στη διάρκεια μιας περιόδου που το κυρίαρχο ρεύμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς εξακολουθούσε να τηρεί φιλοαμερικανική στάση. Και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου δεν δίστασε να βάλει κατά αμφοτέρων των αντιπάλων ιδεολογιών, χαρακτηρίζοντας το κομμουνιστικό καθεστώς τής πρώην Τσεχοσλοβακίας «κάστρο της δικτατορίας» και συγκρίνοντας τον βομβαρδισμό του Ανόι από τους Αμερικανούς με το ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα.
Τελικά ανήλθε ξανά στην εξουσία το 1982 αλλά, τέσσερα χρόνια μετά, κατά τις πρώτες εβδομάδες του 1986, κυκλοφορούσαν ήδη φήμες και διαδόσεις περί της πρόθεσης του να αποσυρθεί οριστικά από την πολιτική, έχοντας γιορτάσει στις 30 Ιανουαρίου τα 59 γενέθλιά του. Δυστυχώς, λιγότερο από έναν μήνα μετά, ήταν νεκρός.
Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου ο Ούλοφ και η Λίσμπετ Πάλμε αποφάσισαν να πάνε στον κινηματογράφο, μαζί με τον γιο τους Μάρτιν και τη σύντροφό του. Μερικά λεπτά μετά το τέλος της προβολής, γύρω στις έντεκα και μισή, το πρωθυπουργικό ζεύγος της Σουηδίας περπατούσε (δίχως συνοδεία) κατά μήκος της Sveavagen, της πιο κεντρικής και πολυσύχναστης λεωφόρου της Στοκχόλμης. Χάζευαν, μάλιστα, τις βιτρίνες έως τη στιγμή που ένας άνδρας εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω τους και τους πυροβόλησε, σκοτώνοντας τον Πάλμε και τραυματίζοντας τη γυναίκα του.
Πέρασαν περισσότερα από δύο χρόνια έως ότου αποδοθεί επίσημα σε κάποιον η ευθύνη για τη δολοφονία του Πάλμε. Ο πρώτος που κατηγορήθηκε ήταν ο Κρίστερ Πέτερσον, ένας αλκοολικός ο οποίος έφερε ήδη μια καταδίκη στην πλάτη του για ανθρωποκτονία. Αφού τον αναγνώρισε μεταξύ μιας σειράς υπόπτων που είχε συλλάβει η αστυνομία η ίδια η χήρα του Πάλμε, ο Κρίστερ Πέτερσον, έπειτα από μια δίκη διάρκειας μόλις επτά ημερών, κηρύχθηκε ένοχος τον Ιούλιο του 1989. Επειτα, ωστόσο, από την έφεση που άσκησαν οι δικηγόρου του, η απόφαση ακυρώθηκε εν μέρει γιατί οι κατήγοροι όχι μόνον δεν είχαν στη διάθεσή τους το όπλο του εγκλήματος αλλά ούτε κατάφεραν να πείσουν το δικαστήριο για τα κίνητρα του φερόμενου ως δράστη αλλά και επειδή υπήρχαν υπόνοιες ότι η όλη διαδικασία αναγνώρισής του από τη χήρα του Πάλμε δεν ήταν δίκαιη.
Λόγω της αδυναμίας των αρχών να βρουν τον πραγματικό ένοχο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών η ενασχόληση με την υπόθεση Πάλμε κατέληξε να αποτελεί τρόπον τινά εθνικό σπορ της Σουηδίας. Πριν από τον θάνατό του, το 2004, ο περίφημος σουηδός ερευνητής δημοσιογράφος και συγγραφέας Στιγκ Λάρσον, ερευνούσε μια θεωρία σύμφωνα με την οποία τη δολοφονία του Πάλμε σχεδίασαν τα μέλη μιας άτυπης συμμαχίας μεταξύ σουηδών ακροδεξιών εξτρεμιστών και μελών των μυστικών υπηρεσιών της Νότιας Αφρικής που τάσσονταν υπέρ του απαρτχάιντ.
Το 2005 ο Γιαν Μπόντεσον (ο νεαρός φοιτητής της Ιατρικής η μητέρα του οποίου έμεινε άναυδη με τη δολοφονία του Πάλμε) θέλησε να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή των γεγονότων, υποστηρίζοντας σε ένα βιβλίο που εξέδωσε πως ο σουηδός ηγέτης δολοφονήθηκε μερικές ώρες αφότου ο τότε πρεσβευτής του Ιράκ στη Στοκχόλμη τον ενημέρωσε για κάποιες παράνομες αγοραπωλησίες όπλων στις οποίες εμπλεκόταν μια σουηδική εταιρεία κατασκευής όπλων.
Το 2016 ο νυν πρωθυπουργός της Σουηδίας Στέφαν Λέβεν, σχολιάζοντας το γεγονός πως η υπόθεση της δολοφονίας του Πάλμε εξακολουθεί να εκκρεμεί, έκανε λόγο για «ανοιχτή πληγή». Ο Γιαν Μπόντεσον, ωστόσο, δεν εμφανίζεται αισιόδοξος όσον αφορά το ενδεχόμενο να κλείσει σύντομα, όπως διατείνονται οι σουηδοί εισαγγελείς. «Θεωρώ πως απλά μπλοφάρουν ούτως ώστε να εξαναγκάσουν τον δολοφόνο να ομολογήσει – το έχουν δοκιμάσει ξανά αυτό. Ενδέχεται επίσης κάποιος να αποφάσισε πως ήρθε επιτέλους η ώρα να επουλωθεί το εθνικό τραύμα της Σουηδίας, οπότε θα μπορούσαν να επιρρίψουν την ευθύνη σε κάποιον νεκρό. Οταν είσαι απελπισμένος, είσαι απελπισμένος. Θεωρώ απίθανο πως η υπόθεση θα κλείσει οριστικά».
Πάντως ολοένα περισσότεροι στη χώρα θεωρούν πως η Σουηδία πρέπει να ξεχάσει όχι τον Ούλοφ Πάλμε αλλά εκείνον ή εκείνους που τον δολοφόνησαν. «Το να έχουν δολοφονήσει τον πρωθυπουργό σου και εσύ να αδυνατείς να βρεις τον δολοφόνο ή τα κίνητρα της δολοφονίας είναι σίγουρα πραγματικό. Απασχολούμαστε αποκλειστικά με τις έρευνες για τη δολοφονία και τον εντοπισμό του δράστη και κανένας δεν σκέφτεται πια ποιος υπήρξε και τι έκανε ο Πάλμε. Εαν δεν έχεις ακόμα βρει τον δολοφόνο μετά από τριάντα τέσσερα χρόνια, τότε ενδεχομένως να πρέπει να το αποδεχθείς και να συνεχίσεις. Θεωρώ πως και ο Ούλοφ Πάλμε το ίδιο θα υποστήριζε», επισήμανε ο βιογράφος του χαρισματικού σουηδού πρωθυπουργού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News