Η πρόσφατη επίσκεψη του Κιμ Γιονγκ Ουν στην ρωσική Απω Ανατολή, όπου έφτασε σιδηροδρομικώς (με το δικό του τρένο) και συναντήθηκε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν για να συζητήσουν το ενδεχόμενο να αρχίσει να αγοράζει το Κρεμλίνο βορειοκορεατικά όπλα, ήταν αναμφίβολα αξιοσημείωτη και αποκαλυπτική: σίγουρα όσον αφορά τις προθέσεις και τις διαθέσεις του ρώσου προέδρου και του βορειοκορεάτη δικτάτορα, αλλά και για την άκρως προσοδοφόρα παγκόσμια βιομηχανία όπλων, στους κόλπους της οποίας παρατηρούνται σημαντικές ανακατατάξεις.
«Στους πέντε μεγαλύτερους πωλητές όπλων στον κόσμο (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Κίνα και Γερμανία) αντιστοιχεί ποσοστό άνω του 75% επί των εξαγωγών. Αλλά οι ανερχόμενοι κατασκευαστές όπλων ανταγωνίζονται σκληρά την παλιά φρουρά. Αξιοποιούν στο έπακρο τις ευκαιρίες που δημιουργούνται από μετατοπίσεις της γεωπολιτικής ισχύος και επωφελούνται από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία» συνοψίζει ο Economist σε εκτενές δημοσίευμά του.
Οσον αφορά τη Βόρεια Κορέα, το ταξίδι του Κιμ στη Ρωσία πραγματοποιήθηκε έπειτα από μια επίσκεψη του Σεργκέι Σοϊγκού στην Πιονγκγιάνγκ, τον περασμένο Ιούλιο. Ο ρώσος υπουργός Αμυνας μετέβη εκεί για να διαπιστώσει εάν η Βόρεια Κορέα θα μπορούσε παράσχει στη Μόσχα εξοπλισμό με στόχο την ενίσχυση των ρωσικών δυνάμεων που πολεμούν –παραπαίοντας, πλέον, σύμφωνα με τον Economist– στην Ουκρανία.
«Η Βόρεια Κορέα θα ήθελε πολύ να βρει αγοραστές για το οπλοστάσιό της. Και λίγα καθεστώτα είναι πρόθυμα να πουλήσουν στη Ρωσία όπλα» αναφέρει το βρετανικό έντυπο, θυμίζοντας πως από το ξέσπασμα του πολέμου έως σήμερα όπλα στο Κρεμλίνο έχουν πουλήσει μόνο οι Ιρανοί, περίπου 2.400 drones-καμικάζι Shahed (προς το παρόν οι Κινέζοι αποτρέπονται να παρέχουν στη Ρωσία κάτι παραπάνω από τσιπ διπλής χρήσης, αν και θα μπορούσαν να προμηθεύουν τη Μόσχα με πιο επικίνδυνα εξαρτήματα μέσω της Βόρειας Κορέας).
Η Πιονγιάνγκ διαθέτει μια μεγάλη ποικιλία όπλων και θα μπορούσε να προσφέρει στη Μόσχα αυτοκινούμενα οβιδοβόλα και πυραυλικά συστήματα πολλαπλής εκτόξευσης, πέρα από μη επανδρωμένα αεροσκάφη, πυραύλους, βλήματα και ρουκέτες.
Η Ρωσία αγοράζει όπλα από την Πιονγιάνγκ και την Τεχεράνη επειδή τα καθεστώτα αμφότερων των χωρών έχουν ήδη πληγεί τόσο πολύ από τις διεθνείς κυρώσεις που δεν έχουν τίποτε να χάσουν – αντιθέτως, έχουν πολλά να κερδίσουν συναλλασσόμενα με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Economist, Ιράν, Βόρεια Κορέα και Ρωσία δεν είναι οι δυνάμεις ενός νέου «άξονα του κακού». Περισσότερο αποτελούν «μια αγορά παριών».
Την ώρα, όμως, που ο πόλεμος στην Ουκρανία ενισχύει αναπάντεχα τη βιομηχανία όπλων της Βόρειας Κορέας, η όμορη και εχθρική της Νότια Κορέα κάνει χρυσές δουλειές. Οι εξαγωγείς όπλων της χώρας είχαν μεγάλα κέρδη ακόμη και πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Την πενταετία έως το 2022 η χώρα ανέβηκε στην ένατη θέση της λίστας με τους μεγαλύτερους πωλητές όπλων στον κόσμο, η οποία καταρτίζεται από το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).
Η νοτιοκορεατική κυβέρνηση φιλοδοξεί να καταστήσει τη χώρα τον τέταρτο μεγαλύτερο εξαγωγέα όπλων στον κόσμο έως το 2027. Πέρυσι πούλησε όπλα αξίας 17 δισ. δολαρίων, υπερδιπλάσια σε σχέση με το 2021. Περίπου 14,5 δισ. δολάρια προήλθαν από πωλήσεις στην Πολωνία (η oποία θεωρεί ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμής άμυνας της Ευρώπης εναντίον μιας εκδικητικής Ρωσίας).
Σχετικά με το εύρος των συμφωνιών που υπέγραψαν Βαρσοβία και Σεούλ, στο βρετανικό δημοσίευμα αναφέρεται ενδεικτικά ότι οι Πολωνοί αγόρασαν από τους Νοτιοκορεάτες 1.000 άρματα μάχης k2 Black Panther, «δηλαδή περισσότερα από όσα είναι μάχιμα στους στρατούς της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας μαζί».
Στη δεύτερη θέση, πίσω από τη Νότια Κορέα, μεταξύ των νέων, αναδυόμενων εξαγωγέων όπλων ανά την υφήλιο, βρίσκεται η Τουρκία. Το κυβερνών κόμμα AKP του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άρχισε να διοχετεύει στην αμυντική βιομηχανία χρήμα με το που ανήλθε στην εξουσία, το 2002. Ωστόσο, ο στόχος του να καταστεί η χώρα το δυνατόν αυτάρκης σε εξοπλισμό κατέστη πιο πειστικός εξαιτίας των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών κυρώσεων (κυρίως των αμερικανικών, που επιβλήθηκαν στη χώρα το 2019, μετά την αγορά των ρωσικών πυραύλων εδάφους-αέρος S-400).
Οι ερευνητές του SIPRI πιστεύουν ότι μεταξύ 2018 και 2022 οι εξαγωγές όπλων της Τουρκίας αυξήθηκαν κατά 69% σε σύγκριση με την προηγούμενη πενταετία, και ότι το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά όπλων διπλασιάστηκε. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση ενός τουρκικού βιομηχανικού φορέα, η αξία των εξαγωγών της στον τομέα της άμυνας και της αεροδιαστημικής αυξήθηκε κατά 38% το 2022 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, φθάνοντας τα 4,4 δισ. δολάρια. Ο στόχος για φέτος είναι 6 δισ. δολάρια.
Σήμερα η Αγκυρα πουλάει υποβρύχια και κορβέτες στο Πακιστάν, μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar tb2 σε περισσότερα από 20 κράτη, ενώ τον περασμένο Ιούλιο υπέγραψε συμφωνία ύψους 3 δισ. δολαρίων με τη Σαουδική Αραβία για την προμήθεια στο Ριάντ μαχητικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών Akinci (τα οποία είναι πιο προηγμένα και ισχυρά από τα Bayraktar και έχουν ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον και άλλων χωρών του Περσικού Κόλπου, μεταξύ των οποίων το Ομάν, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δηλαδή χώρες που επιθυμούν όχι μόνο να πάψουν να εξαρτώνται τόσο πολύ από τα όπλα των Αμερικανών, αλλά και να αναπτύξουν τις δικές τους αμυντικές βιομηχανίες).
Η Νότια Κορέα και Τουρκία επωφελούνται επίσης από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κύριοι ανταγωνιστές τους. Οι εξαγωγές όπλων της Ρωσίας μεταξύ 2018 και 2022 ήταν κατά 31% μειωμένες σε σχέση την προηγούμενη πενταετία (σύμφωνα με τη SIPRI), ενώ πλέον μειώνονται περαιτέρω εξαιτίας της αφόρητης πίεσης που ασκεί ο πόλεμος στη ρωσική αμυντική βιομηχανία, της γεωπολιτικής απομόνωσης της Ρωσίας, αλλά και των προσπαθειών των δύο καλύτερων πελατών της, της Ινδίας και της Κίνας, να περιορίσουν την εξάρτησή τους από τα ρωσικά όπλα.
Η Ινδία, για παράδειγμα, ο κύριος πελάτης της Ρωσίας πριν από μερικά χρόνια, την τελευταία πενταετία μείωσε τις εισαγωγές ρωσικών όπλων κατά 37%. Φαίνεται, όμως, ότι μάλλον έπρεπε να τις είχε περικόψει πολύ περισσότερο, γιατί στην παρούσα φάση η ρωσική βιομηχανία όπλων καλείται να καλύψει τις τεράστιες ανάγκες των ενόπλων δυνάμεών της και μετά να σκεφτεί τις όποιες δεσμεύσεις προς τους πελάτες της. Αυτό σημαίνει ότι πολλά ινδικά 272 Sukhoi Su-30MKI, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της πολεμικής αεροπορίας της χώρας, δεν μπορούν να πετάξουν επειδή η Ρωσία αδυνατεί να προμηθεύσει τους Ινδούς με ανταλλακτικά.
Ζήτημα για τη ρωσική βιομηχανία όπλων αποτελεί και το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά αποδεικνύονται κατώτερα από τα αντίστοιχα του ΝΑΤΟ στα μέτωπα της Ουκρανίας, ενώ οι διεθνείς κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Μόσχα στερούν από τη χώρα εξαρτήματα απαραίτητα για την κατασκευή μαχητικών αεροσκαφών, επιθετικών ελικοπτέρων και άλλων προηγμένων θανατηφόρων οπλικών συστημάτων, τα οποία το Κρεμλίνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την κάλυψη των δικών του αυξημένων αναγκών, αλλά και για την αύξηση των εσόδων του από τις εξαγωγές όπλων. «Οσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, τόσο περισσότερο η Ρωσία θα δυσκολεύεται να ανακτήσει τη θέση της στην παγκόσμια αγορά όπλων» συμπεραίνει ο Economist.
Οσον αφορά την Κίνα, περισσότερα από τα μισά όπλα που εξήγαγε την περίοδο 2018-22 πήγαν σε μία και μόνη χώρα, στο Πακιστάν, το οποίο το Πεκίνο θεωρεί σύμμαχό του εναντίον της Ινδίας. Σύμφωνα με στοιχεία του SIPRI, σχεδόν το 80% των βασικών αναγκών του Πακιστάν σε όπλα καλύπτεται από την Κίνα, η οποία προμηθεύει το Ισλαμαμπάντ με μαχητικά αεροσκάφη, πυραύλους, φρεγάτες και υποβρύχια.
Αλλά η κινεζική βιομηχανία όπλων αντιμετωπίζει επίσης προβλήματα, σημειώνει ο Economist. Σοβαρό ζήτημα αποτελεί το γεγονός πως, παρότι αρχικά φαινόταν ότι επρόκειτο να κυριαρχήσει στην αγορά στρατιωτικών drones, έπειτα από μία δεκαετία οι πελάτες της δεν ανέχονται πλέον την κακή ποιότητα των κινεζικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών και την ακόμη χειρότερη τεχνική υποστήριξη – γεγονός που ευνοεί την Τουρκία. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας απηύδησαν από τα κινεζικά νταηλίκια τόσο πολύ ώστε να μη θέλουν να αγοράζουν πλέον τα όπλα του Πεκίνου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News