Ηταν η Ιrene Papas στα χολιγουντιανά «Κανόνια του Ναβαρόνε», στο εμβληματικό «Ζ» του Κώστα Γαβρά, στον αρχετυπικό «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ηταν η Ειρήνη Παπά των μεγάλων τραγωδιών, η γήινη, μεσογειακή ομορφιά της Ελλάδας, μια «απάντηση» της χώρας μας στις Ιταλίδες, η Ελληνίδα που σαγήνευσε τον Μάρλον Μπράντο και μπορούσε να πείσει με το πείσμα της τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η γυναίκα σύμβολο μιας ολόκληρης χώρας που επιχειρούσε τα πρώτα της δειλά βήματα στο διεθνές στερέωμα μετά τα τραύματα του πολέμου και του Εμφυλίου.
Αυτή η γυναίκα, η παγκόσμια Ειρήνη Παπά, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών.
Η μεγάλη αυτή ηθοποιός μάς άφησε. Η αλήθεια είναι ότι μας είχε αφήσει καιρό –χτυπημένη εδώ και πολλά χρόνια από το Αλτσχάιμερ.
Είχε προλάβει όμως να μας κληροδοτήσει ως ανεκτίμητο θησαυρό την ερμηνευτική πορεία της, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να την… ερμηνεύσεις. Μπορείς, μόνο, να προσπαθήσεις να την καταγράψεις, αφήνοντας απέξω –λόγω της τεράστιας διαδρομής της– πολλές στιγμές, λεπτομέρειες σημαντικές που σκιαγράφησαν το πάθος της και τον χαρακτήρα της μέσα από ρόλους ζωής. Μπορείς, λοιπόν, μόνο να φωτίσεις κάποια βήματά της στον χώρο, εκεί όπου άφησε ανεξίτηλα τα χνάρια της, στα σημεία από όπου πέρασε και τα στιγμάτισε για μια ζωή. Μπορεί και για δύο…
Εγινε γνωστή ως Ειρήνη Παπά, αν και το πραγματικό της όνομα ήταν Ειρήνη Λελέκου. Γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1926 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, εκεί όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Είχε τρεις αδελφές και οι γονείς της ήταν δάσκαλοι. Η μητέρα της είχε αναπτυγμένη τη μυθοπλασία και, έτσι, της έλεγε παραμύθια, όπως και άλλες φανταστικές ιστορίες. Γι’ αυτό, λοιπόν, η Ειρήνη είχε αρχίσει από τότε να αναπτύσσει τη φαντασία της, να πλάθει υποθετικούς διαλόγους, με ανέλπιστους ήρωες. Αντίστοιχα, στις ιστορίες που έφτιαχνε η ίδια, στο παιδικό μυαλουδάκι της και στα όνειρά της, πρωταγωνιστούσε. Ηταν κοριτσάκι, αλλά το είχε πάρει απόφαση πως, όταν μεγάλωνε, θα ζούσε μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο, θα ανέπνεε από την Τέχνη. Ηδη μικρή, άλλωστε, έγραφε ποιήματα, επινοούσε ιστορίες και είχε ως συμπρωταγωνίστριες τις κούκλες της, σχηματοποιούσε τους ήρωές της από ξύλα του δάσους και τα έντυνε με κουρέλια από χρησιμοποιημένα υφάσματα. Οσο μεγάλωνε, η ιδέα αποτυπώθηκε μέσα της και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Τόσο απλά και τόσο σύνθετα.
Μετά το Χιλιομόδι, ήρθε η μετακόμιση στην πολύβουη Αθήνα, στην οδό Ξενοκράτους. Αμέσως μετά, η εφηβεία της. Η εσωτερική της ανάγκη να ασχοληθεί με την υποκριτική είχε βγάλει ρίζες και κλαδιά στην καρδιά της. Το είπε στη μητέρα της, αλλά δεν πήρε την απάντηση που θα ήθελε –το αντίθετο– αφού η αντίδρασή της ήταν σαν ράπισμα στην ψυχή της. Αντάλλαξαν λόγια βαριά, τα οποία μετάνιωσαν ύστερα από πολύ νερό που κύλησε στο αυλάκι της ζωής τους. Αντίστοιχα, είχε πει για τον πατέρα της, σε μια συνέντευξή της: «Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως υπάρχει μόνο μία αριστοκρατία, του πνεύματος. Δεν υπάρχουν κύριοι και επίσημοι, αλλά άνθρωποι. Με έμαθε ότι ο σεβασμός με υποτιμάει, ενώ η αγάπη με εξυψώνει».
Ξεπερνώντας τον… σκόπελο της μητέρας της, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στην Εθνική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η Ειρήνη ήταν μόνο 15 ετών αλλά ήδη δούλευε ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια. Η ενηλικίωσή της τη βρήκε να παντρεύεται τον συγγραφέα Αλκη Παπά, αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Πέραν της απεριόριστης εκτίμησης που ένιωθε για εκείνον για τις στιγμές που της χάρισε και κράτησε μέσα της, κράτησε και το επίθετό του – με το οποίο έγινε γνωστή στα πέρατα της οικουμένης.
Εχουμε φτάσει στο 1948, όπου γνώρισε τον Σακελλάριο. Διένυε τον τελευταίο χρόνο στη σχολή της, έπαιζε Μάκβεθ, την είδε ο Αλέκος και της πρότεινε να βγει στην Επιθεώρηση. Αν και είχε κλασική παιδεία ως ηθοποιός, εκείνη του απάντησε «ναι». Αμέσως μετά, ο ίδιος, την οδήγησε στον Φίνο για να της δώσει την ευκαιρία να κάνει το ντεμπούτο της στην ταινία «Χαμένοι άγγελοι». Βασικά, έδωσε το έναυσμα να αρχίσει να επεκτείνει τον μύθο της.
Λεπτομέρεια ουσίας: Οταν ο Σακελλάριος την πήγε στον Φίνο, του είχε πει: «Πρέπει να δεις μια σύγχρονη Καρυάτιδα». Σε όρους πολιτιστικού μάρκετινγκ είχε δίκιο. Η Παπά υπήρξε ένα τέτοιο εξαγώγιμο προϊόν της μικρής εγχώριας βιομηχανίας του θεάματος.
Τρία χρόνια μετά, το 1951, σειρά παίρνει η «Νεκρή πολιτεία», του Φρίξου Ηλιάδη, με συμπρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα. Δεν ήταν μόνο ότι η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών, αλλά το ότι όλοι έβλεπαν μια υποκριτική αξεπέραστη, ένα υπέροχο πρόσωπο με ακέραια αποστάγματα αρχαϊκής λιτότητας, αλλά και δωρικής, μια λυρικότητα βυζαντινή, δυο μάτια από τα οποία ξεπηδούσε ένα άσβεστο πάθος. Πώς να μην υποκλιθούν μπροστά στην Παπά οι Κάννες; Ηταν, πια, 1952 και ποιος θα φανταζόταν ότι η Ρηνούλα από το Χιλιομόδι θα έκανε ερμηνευτικά σεργιάνια εκεί όπου άλλες ηθοποιοί δεν θα πατούσαν ποτέ;
Ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί, όταν η μητέρα της είχε αρνηθεί την κλίση της προς την ηθοποιία, ότι θα γινόταν διάσημη για τις ερμηνείες της σε έργα όπως η «Μήδεια» ή η «Ηλέκτρα», το 1962, με τον Μιχάλη Κακογιάννη, συμπρωταγωνίστρια του Γιάννη Φέρτη, της Αλέκας Κατσέλη και του Μάνου Κατράκη; Ολα αυτά για μια ταινία που, συνολικά, αποκόμισε 24 βραβεία και διακρίσεις. Αυτή η συνεργασία με εκείνον τον σκηνοθέτη συνεχίστηκε το 1971 με τις «Τρωάδες» και έξι χρόνια αργότερα με την «Ιφιγένεια». Εκεί, στις «Τρωάδες» –με διαλόγους στα Αγγλικά και με καστ ξένων ηθοποιών– η Παπά γνώρισε τη συμπρωταγωνίστριά της Κάθριν Χέπμπορν, που είχε ενσαρκώσει την Εκάβη, και έγιναν φίλες από καρδιάς. Αναφερόμαστε στη Χέπμπορν που είχε πει δημόσια πως «η Ειρήνη είναι μια από τις καλύτερες ηθοποιούς του σινεμά».
Και, ναι, εννοείται, η Παπά ήταν τεράστια ηθοποιός. Ανάμεσα στα υπόλοιπα, επειδή σεβόταν όλα τα έργα που έπαιζε και ειδικά τις αρχαίες τραγωδίες, πήρε την τεράστια απόφαση να πάψει να υποδύεται αντίστοιχους ρόλους: «Αποφάσισα ότι δεν θα παίξω πια, διότι η τραγωδία συνεπάγεται μια τεράστια ευθύνη. Και ο φόβος ότι θα μπορούσα να μην αντεπεξέλθω, θα με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα», είχε πει σε συνέντευξή της σε εφημερίδα της Ρώμης.
Το επόμενο (τεράστιο) βήμα ήταν να φτάσει μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού –αφού οι αμερικανοί παραγωγοί ήταν απόλυτα πεπεισμένοι για τις υποκριτικές της δυνατότητες– να πατήσει γερά στο Μπρόντγουεϊ. Στο ντεμπούτο της, στο έργο «Εκείνο το καλοκαίρι» (1967) έπαιξε δίπλα στον Γιον Βόιτ, πατέρα της Αντζελίνα Τζολί. Εκεί, άρχισε ένας νέος κύκλος στην ερμηνευτική διαδρομή της, με ταινίες-σταθμούς στο παγκόσμιο σινεμά.
Ποιος μπορεί να μετρήσει πόσες ταινίες έκανε, αν ήταν 80 ή 100; Το θέμα είναι πως όλες τους, πλέον, έμειναν κλασικές στο διάβα των χρόνων. Μπορεί να πρωτοθυμηθεί κάποιος και να ξεχωρίσει μόνο μία τηλεοπτική παραγωγή της; Είναι αδύνατον. «Χαμένοι άγγελοι» (1948), «Η λίμνη των στεναγμών» (1959) ως Κυρα-Φροσύνη, «Μπουμπουλίνα» (1959) υποδυόμενη τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, «Τα Κανόνια Του Ναβαρόνε» (1961), «Αντιγόνη» (1961), «Ηλέκτρα» (1962), «Αλέξης Ζορμπάς» (1964), «Ζ» (1969), «Τρωάδες» (1971), «Το μήνυμα» (1976), «Ιφιγένεια» (1977), «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι» (1979). Ακόμα και στις πιο πρόσφατες ερμηνευτικές της απόπειρες, η μαγεία της δεν χάθηκε… «Πάνω, κάτω και πλαγίως» (1993), «Οδύσσεια» (1997), «Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» (2001), «Και το τρένο πάει στον ουρανό» (2002). Τι να θυμηθείς, αλήθεια. Πώς να περιγράψεις τη σεμνότητά της, ακόμα και όταν είχε κάνει τη μία και μοναδική γυμνή εμφάνιση της καριέρας της, το 1965, στο –ιταλικής παραγωγής– φιλμ «Ecce Homo»; Η ίδια είχε πει για τους ρόλους που επέλεγε: «Ποτέ δεν θέλησα να παίξω αισθησιακούς ρόλους ή ρόλους επιθυμητών γυναικών. Αυτό που ήθελα πάντα είναι να παίζω εμένα, δηλαδή την ανεξάρτητη αγωνίστρια».
Αναμφίβολα, όμως, η σαγήνη της ήταν διαπεραστική, η λάμψη της τύφλωνε πολλά αντρικά μάτια, την ερωτεύτηκαν πολλοί –και εκείνη το ίδιο– αλλά ήταν Κυρία και ποτέ δεν αναφέρθηκε στην προσωπική ζωή της. Και ήταν τόσο σίγουρη για την ανόθευτη ομορφιά της, που αρκετές φορές εμφανιζόταν δημοσίως αμακιγιάριστη. Ηταν σταρ, αλλά με έναν εξώκοσμο τρόπο, που έφτασε να γοητεύσει ακόμα και τον ίδιο τον Μάρλον Μπράντο – και συνέχισε να τον γοητεύει ακόμα και όταν χώρισαν.
Η Παπά «λύγισε» πολλούς διάσημους άντρες, όπως τον κολομβιανό συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η συνάντησή τους έγινε λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας «Ερέντιρα» – βασίστηκε στο βιβλίο του συγγραφέα. Οταν τη συνάντησε ο Μάρκες, είχε δηλώσει, δημόσια: «Είμαι αντίθετος με το ότι η Ειρήνη Παπά παίζει τον ρόλο τής άκαρδης γιαγιάς. Θα ήθελα να έπαιζε την Ερέντιρα γιατί είναι η πιο νέα, η πιο ωραία και η πιο λυγερή στην ταινία». Τελικά, όμως, η Παπά, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχτηκε, «μετέτρεψε το πρόσωπο της γιαγιάς σε κάτι άλλο».
Αυτό ήταν η Ειρήνη Παπά. Κάτι πολύ διαφορετικό από όσα γνώρισε η 7η Τέχνη. Η όποια Τέχνη. Κάτι άλλο, στην κυριολεξία. Μια τεράστια ηθοποιός, με τόσες δυνατότητες, που δεν δίσταζε να βρίσκει κάθε φορά και μια διαφορετική μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Για παράδειγμα, το 1972, τραγουδά στο πλευρό τού μεγάλου και βραβευμένου με Oσκαρ έλληνα συνθέτη, Βαγγέλη Παπαθανασίου, στη δισκογραφική δουλειά που είχε δημιουργήσει μαζί με τον Ντέμη Ρούσσο. Ο δίσκος αυτός ονομαζόταν «666» και τα μουσικά του θέματα ήταν βασισμένα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Τέσσερα χρόνια πριν, η ηθοποιός είχε συνεργαστεί με τον Μίκη Θεοδωράκη, σε έντεκα τραγούδια του. Ποιος μπορεί να ξεχάσει, το 1977, και τη συνεργασία με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, στους «Ελεύθερους πολιορκημένους»; Το 1978, με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου στις «Ωδές», και το 1982, με τον Ντέμη Ρούσσο;
Ετος 1986 και η Παπά συνεργάζεται ξανά με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, στις «Ραψωδίες». Ακόμα και το 2001 με τον Τάσο Καρακατσάνη – τότε, που «Το τρένο πάει στον ουρανό». Μια διαφορετική ερμηνεία από ό,τι ξέρουμε, μέχρι και σήμερα. Ποια θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί της;
Οι δύσκολες ώρες της
Ο Γολγοθάς της ξεκίνησε πριν από περίπου 10 χρόνια, όταν η κατάσταση της υγείας της άρχισε να χειροτερεύει. Η ηθοποιός νοσηλεύτηκε για τρεις μέρες σε ιδιωτική κλινική στον Πειραιά, σε πραγματικά άσχημη κατάσταση. Ενα ακόμη πρόβλημα, με το στομάχι της, ήταν η αφορμή για να μεταφερθεί εσπευσμένα στην κλινική. Ακολουθούσε θεραπεία και έπαιρνε φάρμακα, ενώ έπρεπε να τρώει συγκεκριμένες τροφές. Ομως, εξαιτίας τής συνολικά επιβαρυμένης υγείας της, ξεχνούσε πολλές φορές να τρώει ό,τι της είχε προταθεί.
Εκείνος που είχε μιλήσει για την κατάσταση της υγείας της δημόσια ήταν ο Γιώργος Λιάνης, όταν, καλεσμένος στην τηλεοπτική εκπομπή «Καρντάσιανς», είχε αναφερθεί στις δύσκολες στιγμές που περνούσε η ηθοποιός: «Λείπει η Μελίνα Μερκούρη, αλλά υπήρχε και μια μεγάλη Ελληνίδα που ζει και πάντα τη σκέφτομαι μαζί με τη Μελίνα, η Ειρήνη Παπά. Η Ειρήνη δεν χρησιμοποίησε σε καμία της συνέντευξη ότι αυτή έκανε κάτι. Καλή της ώρα, είναι στην Πλάκα τώρα και κάνει βόλτες στον πεζόδρομο. Της εύχομαι να είναι πάντα γερή γιατί περνάει δύσκολα η Ειρήνη, αλλά έχει τόση μεγαλοπρέπεια, όπως μεγαλοπρεπώς έζησε, έτσι και μεγαλοπρεπώς έχει αποσυρθεί. Κανένας δεν ξέρει τίποτα. Περνάει δύσκολα, είναι χτυπημένη πάρα πολύ σοβαρά στην υγεία της. Αλλά με αδυσώπητη αξιοπρέπεια περνάει. Την είδα χθες, μέχρι που με αναγνώρισε, μου είπε “Γιώργο” και έπεσε στην αγκαλιά μου. Εχει πρόβλημα μεγάλο, αλλά έχει κοντά της ανθρώπους που την αγαπάνε».
Η αγάπη που έπαιρνε η Παπά από ανθρώπους που τη χειροκροτούσαν όλα αυτά τα χρόνια, ήταν εκείνο που την κρατούσε δυνατή στα δύσκολα της ζωής της, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Μαύρες μουντζούρες, κόντρα στο απόλυτο φως, την υπέρτατη αναγνώριση. Ποιος μπορεί να μη συνυπολογίσει τα βραβεία, το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας-σκηνοθεσίας και σεναρίου, το 1969, για το «Ζ», του Κώστα Γαβρά; Ο τίτλος της «Γυναίκας της Ευρώπης», το 2000, ήταν δικός της, δίπλα στον «Χρυσό Λέοντα» της Μπιενάλε Θεάτρου Βενετίας ή το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος – διά χειρός Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλου. Ή το «Βραβείο Ρώμη», μέσα στο αρχαίο θέατρο της «Οστια Αντίκα», το 2008. Εκείνη που ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣτ’ προσκάλεσε στην Καπέλα Σιξτίνα για να της ζητήσει –μαζί με άλλους 259– να μεταδώσουν με την Τέχνη τους το μήνυμα του Θεού. Ολα αυτά για την επίτιμη διδάκτορα του Πανεπιστήμιου της Ρώμης και, βασικά, για τη γυναίκα, για την Ελληνίδα που μπόρεσε όχι μόνο να σταθεί δίπλα σε ηθοποιούς παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά να τους κοιτάξει στα μάτια και να τους χαρίσει λίγη από την ερμηνευτική μαγεία της.
Ποιο ήταν το μεγαλύτερο βραβείο στη ζωή της; Ο καθένας μας μπορεί να ονοματίσει και κάτι διαφορετικό, ανάλογα με την παιδεία, την κουλτούρα ή τα βιώματά του. Η Irene Papas, η Bella Greca, η Ελένη στις «Τρωάδες», η Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια» του Κακογιάννη, εκείνη για την οποία μιλούσαν με σεβασμό οι Φελίνι, Χέπμπορν, Μπράντο, που χειροκρότησε όρθιο το Μπρόντγουεϊ, που ερμήνευε και ράγιζαν τα αρχαία θέατρα όλου του ντουνιά, ήταν τόσο μοναδική. Η Ρηνούλα, για τους δικούς της, το γλυκό κορίτσι από το Χιλιομόδι Κορινθίας, εκείνη που θα μπορούσε να είναι συγγενής σου. Τόσο απλή και τόσο υπέρλαμπρη, χωρίς κανένα σκόντο στη λέξη.
Εκείνη που κατάφερε να διαβεί τα εθνικά μας σύνορα και να κάνει διεθνή καριέρα, να γίνει η «σταρ των 5 ηπείρων», η «ζωντανή Καρυάτιδα», μία από τις «σπουδαιότερες ηθοποιούς του πλανήτη», δεν είναι, πια, εδώ. Θα συνεχίσει, όμως, να υπάρχει, ως σύμβολο μιας Ελλάδας όμορφης, εξωστρεφούς, που ατένιζε ένα άλλο μέλλον.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News