1132
Aπό αριστερά: Ερνεστ Χεμινγουέι, Κωσταντίνος Καβάφης, Λέοναρντ Κοέν και Τόμας Μαν | wikimedia Commons / Roadside Attractions, Dogwoof / Creative Protagon

Πες μου τη θάλασσα, να σου πω τον δημιουργό

Protagon Team Protagon Team 14 Αυγούστου 2024, 14:00
Aπό αριστερά: Ερνεστ Χεμινγουέι, Κωσταντίνος Καβάφης, Λέοναρντ Κοέν και Τόμας Μαν
|wikimedia Commons / Roadside Attractions, Dogwoof / Creative Protagon

Πες μου τη θάλασσα, να σου πω τον δημιουργό

Protagon Team Protagon Team 14 Αυγούστου 2024, 14:00

Είναι πόλεις, νησιά, τοπόσημα και παραλίες που συνδέθηκαν με ορισμένους από τους σημαντικότερους δημιουργούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ορισμένα από αυτά μάλιστα έγιναν εξίσου γνωστά με τα καλύτερα έργα των τελευταίων. Μαζί και το ελληνικό νησί που ταυτίζεται μια για πάντα με τον Λέοναρντ Κοέν.

Η Αβάνα του Χεμινγουέι

Δεν είναι ο μόνος τόπος που συνδέθηκε με κάποια συγκεκριμένη φάση στη ζωή του κορυφαίου αμερικανού συγγραφέα (με το Παρίσι να διεκδικεί επίσης πολλές δάφνες). Είναι, όμως, αυτός που συνδέθηκε με την ατίθαση και μποέμικη πλευρά του όσο λίγοι πάνω στον πλανήτη. Στην Αβάνα, και συγκεκριμένα στο Ξενοδοχείο Ambos Mundos ο Χεμινγουέι διέμεινε αρχικά από το 1932 έως το 1939 (το 1940 αγόρασε τελικά ένα σπίτι όπου έζησε για 20 χρόνια με τη σύζυγό του, Μάρθα). Μια ημέρα μπήκε στο μπαρ «Floridita», λίγα μέτρα πιο μακριά από το ξενοδοχείο, για να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα. Άκουσε τους θαμώνες να μιλούν για τα ντάκιρι και παρήγγειλε ένα  για να δοκιμάσει. Αυτό ήταν. Ζήτησε άλλο ένα, αυτή τη φορά, «με λιγότερη ζάχαρη και περισσότερο ρούμι». Έτσι γεννήθηκε το «Papa doble», που πήρε αργότερα το όνομά του.  Το «papa» αναφερόταν στον Χέμινγουεϊ λόγω της γκρίζας γενειάδας και το «doble» σήμαινε διπλή δόση αλκοόλ. Ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ περηφανευόταν ότι είχε πιει 17 ντάκιρι σε ένα απόγευμα. 

O Ερνεστ Χεμινγουέι στο σπίτι του στην Κούβα, τον Ιούλιο του 1940. (Lloyd Arnold/Hulton Archive/Getty Images)
Το Κάπρι του Μαλαπάρτε

Σ’ έναν απρόσιτο βράχο του Κάπρι βρίσκεται το σπίτι που απαθανάτισε μια για πάντα ο Ζακ Λικ Γκοντάρ στην «Περιφρόνηση» (1963), αξεπέραστη ταινία με τους Μπριζίτ Μπαρντό και Μισέλ Πικολί. Το σπίτι, ωστόσο, ανήκε σε έναν άλλο μεγάλο δημιουργό: τον συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε (και μόνο το «Δέρμα» να διάβαζε κανείς, θα έφτανε). Και είναι στο τρίτο μέρος του φιλμ που αναδεικνύεται η αρχιτεκτονική μαγεία της Κάζα ή Βίλα Μαλαπάρτε. Εκεί όπου θα συγκεντρωθούν όλοι οι «παίκτες» της ιστορίας. Στο κτίσμα που οραματίστηκε ο ιταλός συγγραφέας και διπλωμάτης, ο οποίος στην πραγματικότητα λεγόταν Κουρτ Ερικ Ζούκερτ, αλλά υιοθέτησε μόνος του το όνομα Μαλαπάρτε, σε αντιπαραβολή με το Μποναπάρτε (μαλ=κακός, μπον=καλός). Νεαρός είχε προσχωρήσει στο φασιστικό κόμμα της Ιταλίας, αλλά συγκρούστηκε με τον Μουσολίνι και φυλακίστηκε από το 1933 ως το 1943. Ηταν σ’ εκείνο το διάστημα που αποφάσισε να χτίσει τη βίλα του στην Πούντα Μασούλο, με θέα τον κόλπο του Σαλέρνο, σε ύψος 31 μέτρων από τη θάλασσα, χαρίζοντας στο Κάπρι ένα διαχρονικό τοπόσημο.

Η μαρίνα Grande στο Κάπρι, στην περιφέρεια της Καμπανίας, 1940-50 (Touring Club Italiano/Marka/Universal Images Group via Getty Images)
Η Νάπολη της Έλενα Φερράντε

Και να σκεφτεί κανείς ότι η συγγραφέας μίας από τις πλέον επιτυχημένες τετραλογίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας παραμένει «αόρατη». Αντιθέτως, η ιταλική πόλη αναδεικνύεται ολοζώντανη μπροστά στους αναγνώστες μέσα από τα μυθιστορήματα «Η υπέροχη φίλη μου», «Το νέο όνομα», «Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν» και «Η ιστορία της χαμένης κόρης» (όλα από τις εκδ.Πατάκη, μτφ.Δήμητρα Δότση). Η Λενού και η Λίλα γνωρίζονται σε μια φτωχογειτονιά κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Νάπολης και μεγαλώνοντας κατευθύνονται σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Ακολουθώντας τον δρόμο («stradone») το σκάνε από το σχολείο και πάνε να δουν τη θάλασσα.

Στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Η υπέροχη φίλη μου», που διαδραματίζεται στη Νάπολη τις δεκαετίες 1950 και 1960. (Home Box Office (HBO)/2020 
Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη (και άλλων) 

Η Αλεξάνδρεια δεν ανήκει μόνο στον μεγάλο ποιητή, αν και αυτός δικαιωματικά είναι που μπορεί να συστήσει τη «μυθολογία» της στους διεθνείς αναγνώστες και να την «αποχαιρετήσει», όπως προστάζει το ποίημά του. Είναι και η πόλη του Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος στη μυθιστορηματική τετραλογία «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» τοποθετεί τη δράση στην αιγυπτιακή πόλη τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, την εποχή της βρετανικής παρουσίας. Αλλά και μία από τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα μαζί με το Κάιρο και την Ιερουσαλήμ στην ομότιτλη τριλογία που γράφει (1960- 1965). Όπως φυσικά και η γενέτειρα του Αντρέ Ασιμάν («Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου»), ο οποίος στο «Έξοδος από την Αίγυπτο» (Μεταίχμιο, 2013, μτφ. Κατερίνα Σχινά) επιχειρεί μια περιπλάνηση στη μυθική Αλεξάνδρεια των αρχών του 20ού αιώνα με σταθμούς το ξενοδοχείο Σεσίλ, το ζαχαροπλαστείο Ντελίς, την περίφημη παραλιακή λεωφόρο,  Κορνίς. 

Η παραλιακή λεωφόρος Κορνίς της Αλεξάνδρειας, στη δεκαετία του 1930. (www.egyptianstreets.com/ Facebook)
Η Βενετία του Τόμας Μαν

Μια πόλη καθόλου ελκυστική, που δεν συνδέεται με τον «μύθο» του καρναβαλιού, αναδύεται μέσα από τη νουβέλα του Τόμαν Μαν «Θάνατος στη Βενετία», με την οποία κατοχύρωσε το 1912 τη φήμη του στο παγκόσμιο στερέωμα. Η ιστορία είναι γνωστή: ο μεσήλικας γερμανός συγγραφέας Γκούσταβ  Άσενμπαχ φτάνει στη Βενετία για διακοπές. Καταλύει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, στο οποίο διαμένει επίσης μια Πολωνέζα με τα παιδιά της, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο 14χρονος Τάτζιο. Ο Άσενμπαχ γοητεύεται από την ομορφιά του και βιώνει έναν παράφορο πλατωνικό έρωτα απλώς παρακολουθώντας τον έφηβο. 

Η Piazzetta, Βενετία, με τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου (αριστερά) και το Παλάτι των Δόγηδων και (στο βάθος, στο κέντρο) την εκκλησία του San Giorgio Maggiore (Alexis Vorontzoff—UNESCO)
Bonus track: Η Ύδρα του Λέοναρντ Κοέν

Δεν μπορεί να λείπει από ένα τέτοιο κείμενο, καθώς είναι και μια περίπτωση όπου «ανακαλύπτουμε» ένα δικό μας νησί μέσα από τη δημοφιλία ενός διεθνούς καλλιτέχνη. Την άνοιξη του 1960, όπως έχει αποκαλύψει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Les Inrockuptibles», μπαίνει τυχαία στο υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος στο μουντό Λονδίνο και μαθαίνει από έναν ταμία τα καλύτερα για το ελληνικό κλίμα. Αποφασίζει, λοιπόν, σε ηλικία 25 ετών να ταξιδέψει στην Αθήνα και από εκεί να περάσει στο νησάκι που θα γινόταν το καταφύγιό του. Στο παραδοσιακό σπίτι που αγόρασε -μόλις για 1500 δολάρια!- έζησε επτά χρόνια με τη σύντροφό του, τη νορβηγίδα Μάριαν, και έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια του. Χωρίς να το ξέρει βέβαια αγόραζε μεν πέντε δωμάτια σε ισάριθμα διαφορετικά επίπεδα, αλλά σε ένα κτίσμα που δεν είχε ηλεκτρισμό, υδραυλικό σύστημα και τρεχούμενο νερό.  Διόλου τυχαία, η  θρυλική «Λαγουδέρα» του Μπάμπη Μωρές είχε ανοίξει μόλις ένα χρόνο πριν την έλευση του Κοέν και χρησιμοποιούσε δίσκους και γραμμόφωνο, μιας και η μοναδική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας έδινε ρεύμα μόνο από το πρωί ως τα μεσάνυχτα. Οι μέρες και οι νύχτες του Κοέν στην Ύδρα απαθανατίστηκαν από τον φωτογράφο του περιοδικού «Life», James Burke, με ημερομηνία 16 Οκτώβρη 1960. Σε αυτές φαίνονται ο Κοέν, η παρέα του και η Μάριαν, να πίνουν κρασί και να τραγουδάνε γύρω από το δέντρο, έξω από την ταβέρνα «Ξερή Ελιά» του Ντούσκου, να απολαμβάνουν μεζέδες σε ταβερνάκι,  να κάνουν μπάνιο στις βραχώδεις ακτές του νησιού.

H Υδρα στη δεκαετία του 1950. (Official webpage of Ydra)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...