Πρόσφατα, σε μια έκθεση στο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών στο Παρίσι με τίτλο «Des cheveux et des poils», δύο γυναίκες παρατηρούσαν την περούκα του Αντι Γουόρχολ που ήταν τοποθετημένη μέσα σε μια γυάλινη προθήκη, πλάι σε πιο περίτεχνες περούκες που ανήκαν σε λιγότερο διάσημους άνδρες.
Η μια από τις δύο είχε το μαλλί της βαμμένο με ανταύγειες και κομμένο μπροστά στο ύψος του πηγουνιού με μια απότομη γωνία στο πλάι και προς τα πίσω, όπου ήταν πιο κοντό, ενώ φούσκωνε στην κορυφή της κεφαλής (Σε περίπτωση που θέλετε να το υιοθετήσετε πείτε στον κομμωτή σας κούρεμα «Speak to the Manager» και αυτός θα καταλάβει…). Η άλλη, πάλι, είχε πλούσια καστανά μαλλιά, σε ένα καλοκουρεμένο μακρύ καρέ (ή «bob», όπως συνηθίζεται να λέγεται επίσης το συγκεκριμμένο στυλ), που έπεφταν απαλά στους ώμους.
Η περούκα του Γουόρχολ ήταν κρεμασμένη πάνω από μια ετικέτα, που έλεγε ότι είχε ταξιδέψει στο Παρίσι από το Μουσείο Αντι Γουόρχολ στο Πίτσμπουργκ, και είχε μια φθηνή, συνθετική λάμψη: ένα αντικείμενο που ενώ θα έπρεπε να είναι εντελώς αβλαβές και καθόλου προσβλητικό, ξυπνούσε τόσο έντονες αναμνήσεις από την προσωπικότητα του ιδιοκτήτη του ώστε φαινόταν σαν να ήταν έτοιμο να συρθεί από την προθήκη του, να πλησιάσει μια από τις άλλες περούκες στο πλάι και να αρχίσει να κάνει υπονομευτικές παρατηρήσεις, παρατηρεί στους New York Times η κριτικός Ρόζα Λίστερ η οποία επισκέφτηκε το παρισινό μουσείο.
Η γυναίκα με τα καστανά μαλλιά ανατρίχιασε και μετά από λίγα δευτερόλεπτα προχώρησε παρακάτω, γράφει η Λίστερ, ενώ η άλλη με το κούρεμα «Μίλα στον Διευθυντή»… έμεινε για λίγο ακόμα μπροστά στην περούκα του Γουόρχολ, και αργότερα, ακούστηκε να ψιθυρίζει «Θεέ μου» μπροστά σε μία προθήκη με το ξύλινο ομοίωμα ενός ανδρικού κεφαλιού, με λαμπερά μάτια και διεκδικητικό πηγούνι.
Στο πλάι μια ετικέτα εξηγούσε ότι κάποτε ήταν η βάση για μια περούκα, που ανήκε στον βασιλιά Κάρολο Β’ της Αγγλίας, φτιαγμένη με τρίχες της ήβης των ερωμένων του, κάτι που συνηθιζόταν στους ελευθεριακούς κύκλους του 17ου αιώνα. Δυστυχώς —ή ευτυχώς, ανάλογα με τα συναισθήματά σας για την ύπαρξη ενός τέτοιου αντικειμένου— η ίδια η περούκα «μάλλον καταστράφηκε τον 19ο αιώνα». (Η ετικέτα δεν δίνει περαιτέρω εξηγήσεις για το πώς και το γιατί.)
Η έκθεση «Des cheveux et des poils», η οποία θα διαρκέσει έως τις 17 Σεπτεμβρίου, καταλαμβάνει και τους δύο ορόφους της κύριας γκαλερί του μουσείου. Εμβαθύνει στην «τριχωτή ιστορία των κομμώσεων από τον 15ο αιώνα έως σήμερα», με περισσότερα από 600 εκθέματα και έργα τέχνης, που συγκεντρώθηκαν από μουσεία σε όλο τον κόσμο, εξερευνώντας την εξέλιξη των γυναικείων χτενισμάτων, το ζήτημα της αποτρίχωσης προσώπου και σώματος ανδρών και γυναικών, τα ποστίς και τα σινιόν, τις βαφές μαλλιών, ξυράφια, πιστολάκια για τα μαλλιά, πολιτιστικές συμπεριφορές για τη φαλάκρα, τα αγορίστικα κουρέματα και το φουσκωτό χτένισμα «λάχανο» της δεκαετίας του 1960, και τα «hurluberlu» μπουκλάκια των μέσων του 17ου αιώνα.
Μπαίνοντας στον χώρο, μέσα από μια πόρτα διακοσμημένη με ένα κοντινό πλάνο στο φουντωτό τριχωτό στήθος, του Φερνάντο Φόργες ενός παίκτη του ράγκμπι από έναν πίνακα του 1912 του Εζέν Πασκό, η παρατήρηση τόσο πολλών εκθεμάτων με θέμα τα μαλλιά μοιάζει με αγγαρεία. Για πόση ώρα μπορούν άραγε να τραβήξουν την προσοχή οι σκέψεις για τα μαλλιά; Πόσο ενδιαφέροντα μπορεί να είναι στην πραγματικότητα 600 και πλέον αντικείμενα, που σχετίζονται με τρίχες;
Τα μαλλιά, όμως, και αυτό που πιστεύουμε ότι λένε για τον εαυτό μας και τους άλλους, γράφει στους New York Times η Ρόζα Λίστερ, αποδεικνύεται ότι είναι ένα από τα ενδιαφέροντα θέματα στον κόσμο και τα 600 εκθέματα σχεδόν δεν είναι αρκετά. Η έκθεση για τις τρίχες είναι επίσης μια έκθεση για την παρουσίαση και την αντίληψη του εαυτού, τη διαφορά και την ιεραρχία, τη φυλή, τη θρησκεία, τον έλεγχο, την αηδία, την παιδική ηλικία, την ενηλικίωση, την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα, παρατηρεί η αμερικανίδα κριτικός τέχνης.
Στο «Πορτρέτο της Μαντάμ Φουλέρ» (1810) του Λουί-Λεοπόλντ Μπουαγί που εκτίθεται στην πρώτη αίθουσα, μια νεαρή γυναίκα με ένα συναρπαστικά κομψό κούρεμα —κοντό και σγουρό που αξίζει πράγματι η αναβίωσή του- κοιτάζει στο πλάι με ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Η συνοδευτική ετικέτα εξηγεί ότι το φαινομενικά αναχρονιστικό στυλ των κοντών μαλλιών της Μαντάμ Φουλέρ, γνωστό ως «Titus», είχε τις ρίζες του στους «bals des victimes», χορούς που λέγεται ότι διοργανώνονταν κατά τη Γαλλική Επανάσταση για τους συγγενείς ανθρώπων, που είχαν τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό στη γκιλοτίνα.
Υπάρχει μια περιγραφή από έναν σύγχρονο μάρτυρα, ο οποίος αφηγείται ότι σε ορισμένους χορούς οι συμμετέχοντες έπρεπε να «έχουν κομμένα τα μαλλιά τους κοντά γύρω από τον λαιμό, όπως έκοβε ο δήμιος τα μαλλιά των θυμάτων». Η Μαντάμ Φουλέρ το γνώριζε: Το κούρεμα είναι μια δήλωση.
Παρακάτω, ένας νεαρός άνδρας με πληθωρικές μπούκλες κρατημένες μακριά από το πρόσωπό του με ένα λαστιχάκι στεκόταν μπροστά στο «Desolation of the Daughters of Joy», ένα χαρακτικό του τέλους του 18ου αιώνα, του Ζαν-Μπατίστ Ουέτ, το οποίο απεικονίζει τα αποτελέσματα ενός αστυνομικού διατάγματος του 1778, που αποσκοπούσε στον περιορισμό της πορνείας: Δικαστές φορώντας περούκες στέκονται σε μια εξέδρα πάνω από ομάδες νεαρών γυναικών που κλαίνε με γυαλιστερά φαλακρά κεφάλια, που ξυρίστηκαν μετά τη σύλληψη τους από την αστυνομία στους δρόμους του Παρισιού. (Οι Γαλλίδες που κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τον εχθρό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τιμωρούντο με τον ίδιο τρόπο.)
Ενα άλλο χαρακτικό, το «Scene From the Oven» του Ζέμπαλτ Μπέχαμ από τα μέσα του 16ου αιώνα, απεικονίζει μια γυμνή γυναίκα καθισμένη σε ένα παγκάκι σε ένα δημόσιο λουτρό, προφανώς αμέσως μετά το ξύρισμα των ηβικών τριχών της από υπάλληλο του λουτρού —«είτε με ξυράφι είτε χρησιμοποιώντας ασβεστόλιθο και αρσενικό», πληροφορεί μια ετικέτα.
Μια νεαρή γυναίκα με κόκκινα μαλλιά στο χρώμα του κερασιού σταμάτησε για να μυρίσει ένα άρωμα, που δημιουργήθηκε ειδικά για την έκθεση, με σκοπό να αναπαράγει τη μυρωδιά της πούδρας για τις περούκες του 18ου αιώνα, οι οποίες ήταν έντονα αρωματισμένες για να κρύβουν τη δυσάρεστη οσμή του λίπους, που απλωνόταν στα μαλλιά. Μύριζε σαν τις αρχαίες καραμέλες που κροταλίζουν καμιά φορά στις τσάντες γιαγιάδων, περιγράφει χαρακτηριστικά στους New York Times η Ρόζα Λίστερ .
Στον επάνω όροφο, ένας φαλακρός άνδρας σταμάτησε μπροστά σε μια προθήκη με μπρούτζινα αντίγραφα μερικών από τα πιο σημαντικά στυλ που δημιούργησε ο Λοράν Γκοντεφρουά, ένας κομμωτής διασημοτήτων γνωστός ως ο «βασιλιάς του σινιόν»: απαλά, περίτεχνα σινιόν για κότσους χαμηλά στον αυχένα, που θυμίζουν την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στα καλύτερά της χρόνια σε ένα μπαρ γεμάτο κόσμο με μια πίπα στο ένα χέρι και ένα μαρτίνι στο άλλο.
«Αυτά τα πράγματα είναι για άτομα που έχουν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους», είπε στη σύντροφό του, η οποία είχε πλεξούδες που έφταναν σχεδόν μέχρι τη μέση της. Κι εκείνη έγνεψε καταφατικά. Μιάμιση ώρα αργότερα, το ζευγάρι ήταν ακόμα μέσα στο μουσείο…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News