1468
Από αριστερά: Νικολόπουλος, Βούλγαρης, Βαλασόπουλος | CreativeProtagon

Περί ευθύνης υπουργών: Η πρώτη «παραπομπή» πολιτικών το 1875

Ελευθερία Κόλλια Ελευθερία Κόλλια 27 Μαρτίου 2025, 19:41
Από αριστερά: Νικολόπουλος, Βούλγαρης, Βαλασόπουλος
|CreativeProtagon

Περί ευθύνης υπουργών: Η πρώτη «παραπομπή» πολιτικών το 1875

Ελευθερία Κόλλια Ελευθερία Κόλλια 27 Μαρτίου 2025, 19:41

Μόνο «παλαιά» μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την υπόθεση της ποινικής ευθύνης υπουργών. Η προανακριτική επιτροπή της Βουλής, που τόσο θόρυβο έχει προκαλέσει στο πολιτικό σκηνικό, έχει τις ιστορικές – θεσμικές ρίζες της στο σωτήριον έτος 1875, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθοριστικού για τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους, και ενώ είχαν ενταθεί οι προσπάθειες για την οργάνωσή του στα πρότυπα αναπτυγμένων κρατών. Την εποχή κατά την οποία κυρίαρχα στη δημόσια ζωή ήταν τα αστικά σαλόνια αλλά και το ληστρικό φαινόμενο.

Το Protagon εντόπισε τον Αχιλλέα Μάμαλη, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, ο οποίος έχει διενεργήσει μελέτη με επίκεντρο την πρώτη εκείνη προανακριτική, περιγράφοντας το πολιτικό σκηνικό της περιόδου, ξεχωρίζοντας τα κεντρικά πρόσωπα, ερμηνεύοντας την ένταση των ημερών. Να σημειωθεί, προς αποφυγή σύγχυσης, ότι η πρώτη προανακριτική επιτροπή καταγράφεται το 1847, πλην όμως οι εργασίες της δεν κατέληξαν σε παραπομπή πολιτικών προσώπων.

«Ηταν μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα του 1875, 26 Δεκεμβρίου» περιγράφει γλαφυρά ο κ. Μάμαλης. «Ο Υδραίος και αρβανίτικης καταγωγής πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης, ο περιβόητος “Τζουμπές”, μαζί με τους πρώην υπουργούς του Βασίλειο Νικολόπουλο (γαμπρό του Βούλγαρη), Ιωάννη Βαλασόπουλο, Δημήτριο Γρίβα, Ιωάννη Δεληγιάννη και Δημήτριο Τριγγέτα, παραπέμπονται ως κατηγορούμενοι από τη Βουλή, κατόπιν των από 5.12.1875 και 20.12.1875 σχετικών γνωμοδοτήσεων της ειδικής ανακριτικής επιτροπής αυτής (αντίστοιχης της σημερινής ειδικής επιτροπής του άρθρου 86 του ισχύοντος Συντάγματος) στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 80 του Συντάγματος του 1864, για τα – σχετιζόμενα με την άσκηση των καθηκόντων τους– αδικήματα που αφορούν εκτεταμένη χρήση αθέμιτων μέσων προς επικράτηση στις εκλογές (νοθεία και ηθική αυτουργία σε παράνομη βία κρατικών οργάνων βάσει του από 20.12.1875 πορίσματος) και αντιποίηση νομοθετικής εξουσίας (αλλοίωση της βούλησης του νομοθετικού σώματος μέσω διαφόρων τεχνασμάτων, καταστρατήγηση συνταγματικών διατάξεων σε σχέση με την απαρτία της Βουλής κ.τ.λ. βάσει του από 5.12.1875 πορίσματος)».

Σύμφωνα με τον κ. Μάμαλη, δυο παράγοντες επηρέασαν τις εξελίξεις: «Η κοινοβουλευτική Αντιπολίτευση στο “Υπουργείο” Βούλγαρη κατά την περίοδο 1874-1875, καθώς και ο λαός της Αθήνας φέρεται να διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στις διώξεις πολιτικών προσώπων, μέσω μιας σειράς επεισοδίων που βαφτίστηκαν “στηλιτικά”, όρος που παραπέμπει στην ατιμωτική αναγραφή σε στήλες των εχθρών της πόλης στην Αρχαία Αθήνα.

Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα αυτά δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποσυνδεθούν από το ιστορικό πλαίσιο και –αναντίρρητα εκρηκτικό– κλίμα της εποχής, το πολιτειακό, πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον, όπως διαμορφώθηκαν στη σκιά της έξωσης του Οθωνα το 1862, των “Φεβρουαριανών” και ιδίως των “Ιουνιανών”, όπως ονομάστηκαν τα αιματηρά επεισόδια που ακολούθησαν το 1863 και έφεραν τον χαρακτήρα εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πολιτικοστρατιωτικών παρατάξεων που σχηματίστηκαν στην μεταοθωνική Ελλάδα, των “Πεδινών” υπό τον μετέπειτα υπόδικο Δημήτριο Βούλγαρη και των “Ορεινών” υπό τον πάλαι ποτέ θρυλικό “μπουρλοτιέρη” της Επανάστασης του 1821, Κωνσταντίνο Κανάρη. Ηδη από την εποχή των Μηδικών και του Πελοποννησιακού Πολέμου επιβεβαιώνεται μονότονα η μελαγχολική φράση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου σχετικά με τη μοίρα του Εθνους μας: “Η δόξα για τους Ελληνες δεν έρχεται ποτέ της μόνη, αλλά σέρνει πίσω της τη διχόνοια”. Στα θύματα (σ.σ.: σκοτώθηκε) του διχασμού της περιόδου 1862-1864 συγκαταλέγεται και ο Αριστείδης Κανάρης, γιος του Κωνσταντίνου…».

Ποιες ήταν, όμως, οι συντεταγμένες του νομικού πλαισίου της εποχής; Ο κ. Μάμαλης εντάσσει «τις ποινικές διώξεις εντός του ρυθμιστικού πλαισίου των άρθρων 80 και 81 του Συντάγματος του 1864». Ειδικότερα, το άρθρο 81 όριζε ότι: «Μέχρι της εκδόσεως του ειδικού περί ευθύνης υπουργών νόμου, η Βουλή δύναται να κατηγορή αυτούς και το κατά το ανωτέρω άρθρον δικαστήριον να τους δικάζη ένεκεν εσχάτης προδοσίας, καταχρήσεως δημοσίας περιουσίας, παρανόμου εισπράξεως, και πάσης παραβάσεως των όρων του Συντάγματος και των νόμων κατά την ενέργειαν των καθηκόντων τους». Ο πρώτος τέτοιος εκτελεστικός της οικείας συνταγματικής διάταξης νόμος ψηφίσθηκε από τη Βουλή και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 22.12.1876 (ΦΠΣτ/22.12.1876) επί πρωθυπουργίας Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου, όπερ σημαίνει ότι η παραπομπή του Δημητρίου Βούλγαρη και των λοιπών ως άνω υπουργών στο Ειδικό Δικαστήριο έλαβε χώρα προτού ψηφισθεί και τεθεί σε ισχύ ο εν λόγω νόμος. Πρόκειται για την πρώτη στην ιστορία του ελληνικού κράτους παραπομπή πρωθυπουργού και υπουργών στο Ειδικό Δικαστήριο.

«Το παρελθόν και ενεστώς»

Οι λεπτομέρειες θέλουν –πάντα, κατά την έρευνα Μάμαλη– την ανακριτική επιτροπή της Βουλής να συγκροτείται στις 29 Οκτωβρίου 1875, κατόπιν υποβολής της σχετικής πρότασης κατηγορίας από μέρους των βουλευτών Γερ. Ζωχιού, Δ. Βουλπώτου, Αρ. Βαλέττα και Τιμολέοντος Φιλήμονος. Ξεκίνησε τις εργασίες της στις 15 Νοεμβρίου 1875 και τις ολοκλήρωσε στις 20 Δεκεμβρίου 1875, με την έκδοση του πορίσματος αναφορικά με τις παραβιάσεις της εκλογικής νομοθεσίας, έχοντας στο μεταξύ εξετάσει 60 μάρτυρες.

«Από τον κατάλογο των μαρτύρων», λέει ο συνομιλητής του Protagon, σταχυολογώντας ονόματα, «ξεχωρίζουν ο Παύλος Καλλιγάς, διακεκριμένος νομομαθής και καθηγητής της Νομικής, ο οποίος κατέθεσε στην επιτροπή όσα είχε γνωμοδοτήσει προς τον τότε πρωθυπουργό σχετικά με το ζήτημα της απαρτίας της Βουλής, ενόψει συγκεκριμένων συνεδριάσεων που τέθηκαν υπό εξέταση, ο Σωκράτης Γορτύνιος, πρωτοδίκης στη Ζάκυνθο, ο οποίος κατέθεσε περί των συνθηκών διενέργειας των εκλογών του 1874 στο νησί, ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο μακροβιότερος έλληνας πρωθυπουργός του 19ου αιώνα, ο οποίος ανέλυσε το περιεχόμενο καταγγελτικού του άρθρου της 6ης Ιουλίου 1874 με τίτλο “Το παρελθόν και ενεστώς”, με το οποίο έθιγε τους κλυδωνισμούς του συνταγματικού πολιτεύματος, εξαιτίας των πρακτικών του μονάρχη και της κυβέρνησης, και ο Δημήτριος Ράλλης, μετέπειτα πρωθυπουργός σε διάφορες περιόδους και δη το 1920, ως μετριοπαθής αντιβενιζελικός, μετά τη μοιραία για το Εθνος εκλογική αναμέτρηση της 1ης Νοεμβρίου 1920, ο οποίος αναφέρθηκε εκτενώς στις αθέμιτες παρεμβάσεις κρατικών παραγόντων και οργάνων της τάξης στις εκλογές του 1874 στην Αττική.

»Από τους κατηγορουμένους, ο Δημήτριος Βούλγαρης αρνήθηκε να απολογηθεί, δηλώνοντας αυτολεξεί τα εξής: “Ηκουσα την κατηγορίαν. Επί τη χαλκευθείση ταύτη κατηγορία, φρονώ, ότι δεν είναι αναγκαίον, να προτείνω επί του παρόντος δικαιολογήσεις. Αρμοδίως δε και καταλλήλως, θέλω πράξει τούτο, εάν η χροία το καλέση, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου”. Οι λοιποί κατηγορούμενοι αρνήθηκαν κοφτά πάσα κατηγορία. Εξ αυτών ο Γρίβας ισχυρίστηκε –σχετικά με την κατηγορία περί αντιποίησης της νομοθετικής εξουσίας– ότι τελούσε σε καλή πίστη έχοντας συνείδηση ότι εφαρμόζει το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.

»Τα σχετικά πορίσματα μετά των αποφάσεων παραπομπής των κατηγορουμένων στο Ειδικό Δικαστήριο υπέγραψαν ο πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής Κανάρης και τα μέλη της Χρηστόπουλος, Φλωριάς, Πήλληκας, Μανέτας (με επιφύλαξη κατά δήλωσή του), Ρουσσόπουλος (με επιφύλαξη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των αποδιδόμενων πράξεων), ενώ μειοψήφησαν ζητώντας την παραπομπή των κατηγορουμένων πέραν όλων των άλλων και για το αυτοτελές αδίκημα της πλαστογραφίας οι Αναγνωστόπουλος, Κατσίνας και Μαυρομάρας».

Η δίκη του «Υπουργείου» Βούλγαρη

Συνεκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό, τις 60 μαρτυρίες βουλευτών κατά τα κρίσιμα διαστήματα και των λοιπών προσώπων, που ως εκ της θέσης τους είχαν γνώση των επίμαχων παραβάσεων, καθώς και τις ουσιαστικές αρνήσεις των κατηγορουμένων –πλην του Γρίβα– να απολογηθούν, η ανακριτική επιτροπή κατέθεσε τις προτάσεις παραπομπής που επικυρώθηκαν, ακολούθως, από τη Βουλή.

«Η πολύκροτη δίκη του “Υπουργείου” Βούλγαρη ορίστηκε στις 19 Απριλίου 1876, αλλά αναβλήθηκε για τις 19 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους», αφηγείται ο κ. Μάμαλης. «Οπως διαβάζουμε στα Απομνημονεύματα του καθηγητή Ν.Ι. Σαρίπολου, δικηγόρου και προσωπικού φίλου του Βούλγαρη (είναι πάντα αξιοπρόσεκτες τέτοιες συντυχίες της ζωής που φέρνουν κοντά μια σκοτεινή ή, έστω, αμφιλεγόμενη πολιτική προσωπικότητα και έναν άνθρωπο του Πνεύματος, που πάντως είχε πιει και ο ίδιος το πικρό ποτήρι της παύσης από το πανεπιστήμιο επί κυβέρνησης Χαριλάου Τρικούπη, γεγονός που ενδεχομένως τον ώθησε περισσότερο προς το διωκόμενο Βούλγαρη), ο πρώην πρωθυπουργός αρνούνταν πεισματικά να παραστεί αυτοπροσώπως στη συνεδρίαση του Δικαστηρίου, θεωρώντας πως μια τέτοια εμφάνιση θα ήταν μειωτική του κύρους του.

»Ο Σαρίπολος αντέτεινε σωρεία επιχειρημάτων, επικαλούμενος μεταξύ άλλων, τον Ιησού Χριστό, τον Μιλτιάδη, τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα, τον Λουδοβίκο ΙΣτ’, τονίζοντας ότι οι κολαφισμοί και οι ταπεινώσεις που υπέστησαν τους οδήγησαν σε ηθικές νίκες, επεσήμανε δε τις υπηρεσίες που θα προσέφερε ο κατηγορούμενος στο Στέμμα της Ελλάδας διά της παρουσίας του στο ακροατήριο. Ο Βούλγαρης, εντούτοις, έμεινε αμετάπειστος. Κατόπιν τούτου, ο Σαρίπολος, παρότι πίστευε ειλικρινά στην αίσια έκβαση της δίκης για τον εντολέα του, παραιτήθηκε από την υπεράσπιση. Τον Βούλγαρη και τους λοιπούς κατηγορουμένους εκπροσώπησαν τελικά οι δικηγόροι Τυπάλδος και Κακουλίδης».

Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου

Απαντες οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν όλων των κατηγοριών, με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1876. Ειδικά από την κατηγορία της παραβίασης της εκλογικής νομοθεσίας, απαλλάχθηκαν ελλείψει ειδικής διάταξης ποινικού νόμου που να τυποποιεί τις αποδιδόμενες πράξεις και να προβλέπει συγκεκριμένη ποινή για αυτές – εξηγεί ο κ. Μάμαλης. Και συμπληρώνει: «Εντούτοις, οι Νικολόπουλος και Βαλασόπουλος καταδικάστηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, για τα λεγόμενα “σιμωνιακά”, δηλαδή την εμπλοκή τους σε υπόθεση δωροδοκίας μητροπολιτών. Ο δε Δημήτριος Βούλγαρης, περιφρονημένος και λαβωμένος ηθικά παρά την αθώωσή του, απεβίωσε περίπου έναν χρόνο μετά…

»Η μελέτη της θεσμικής και δικαιικής μας ιστορίας αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση και την ερμηνεία των οικείων συνταγματικών και άλλων διατάξεων. Επιτελεί, όμως, και ένα ρόλο σπουδαιότερο. Συμβάλλει στη θεσμική μας αυτοσυνειδησία και δίνει την αυτοπεποίθηση, σε όσους εξ ημών υπηρετούμε τη Δικαιοσύνη από διάφορα μετερίζια, ότι είμαστε “τέκνα” του Καλλιγά και του Σαρίπολου».


*Ο Αχιλλέας Μάμαλης είναι Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος του Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...