867
| CreativeProtagon

«Πέρα από το Τείχος»: Η αλήθεια για την Ανατολική Γερμανία 

Protagon Team Protagon Team 28 Μαρτίου 2023, 12:36
|CreativeProtagon

«Πέρα από το Τείχος»: Η αλήθεια για την Ανατολική Γερμανία 

Protagon Team Protagon Team 28 Μαρτίου 2023, 12:36

Για τους επικριτές της η κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία δεν ήταν ποτέ μια κανονική χώρα. Θεωρούσαν ότι το υποστηριζόμενο από το Κρεμλίνο κράτος-δορυφόρος διέψευδε διαρκώς την ονομασία του, καθώς η Deutsche Demokratische Republik, η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, δεν ήταν ούτε γερμανική ούτε δημοκρατική. Μέχρι την ημέρα της ένωσής της με τη Δυτική Γερμανία το 1990, ήταν το πολύ η «ΛΓΔ» ή, ακόμη πιο περιφρονητικά, η «Ζώνη» – ονομασία που παρέπεμπε στο γεγονός πως η χώρα ήταν η υπό σοβιετική κατοχή επικράτεια της ηττημένης ναζιστικής Γερμανίας.

Μέσα σε αυτό το υποτιμητικό πλαίσιο άρχισαν να σχηματίζονται και με τον χρόνο να εδραιώνονται διάφορα στερεότυπα. Οι «Ανατολικογερμανοί» διακωμωδούνταν ως ανίδεοι, ρομποτικοί και κακοντυμένοι που στεγάζονταν σε τσιμεντένιες καλύβες με χαμηλό φωτισμό και οδηγούσαν γελοία μικρά αυτοκίνητα μάρκας Trabant με πλαστικά αμαξώματα και κινητήρες χλοοκοπτικών μηχανών, όπως αναφέρει ο Economist σε σχετικό δημοσίευμά του.

Ακόμη και τα φαγητά που έτρωγαν οι Ανατολικογερμανοί χαρακτηρίζονταν «απαίσια» από τους Δυτικογερμανούς. Οι λίγοι Δυτικοί που έπαιρναν μια γεύση Ανατολικής Γερμανίας ήταν όσοι τη διέσχιζαν για να φτάσουν στο Δυτικό Βερολίνο (της αφθονίας) ή όταν έβρισκαν φθηνή πτήση για κάποιο μακρινό προορισμό (η Κούβα ήταν ο αγαπημένος) από το θλιβερό αεροδρόμιο του Σόνεφελντ.

Πλέον, όμως, ένα νέο βιβλίο (θα κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα) με τον τίτλο «Beyond the Wall» (Πέρα από το Τείχος) ανατρέπει ή, μάλλον, εμπλουτίζει αυτήν την απλουστευτική εικόνα με «βάθος, υφή και χρώμα» σύμφωνα με το έγκριτο βρετανικό έντυπο. Το υπογράφει η ιστορικός (επισκέπτρια ερευνήτρια στο King’s College του Λονδίνου) και δημοσιογράφος (γράφει για τα The Spectator, The Washington Post, UnHerd και Die Welt) Κάτια Χόιερ.

Ραχοκοκαλιά του βιβλίου είναι «μια ολοζώντανη πολιτική ιστορία του κομμουνιστικού γερμανικού κράτους. Οι άνθρωποι που το ίδρυσαν ήταν λείψανα, επιζώντες των σταλινικών εκκαθαρίσεων που εξάλειψαν τα τρία τέταρτα των εξόριστων κομμουνιστών που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ενωση τη δεκαετία του 1930», μας πληροφορεί ο Economist, και, όπως γράφει η συγγραφέας στο βιβλίο της, αυτοί οι άνθρωποι, δηλαδή ο Βάλτερ Ούλμπριχτ, ο σκληρός ηγέτης του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος, και οι ακόλουθοί του, γλίτωσαν από τις εκκαθαρίσεις μόνο και μόνο επειδή «αποκήρυξαν την ηθική».

Αυτό το «ιδεολογικό κατακάθι» σκληροπυρηνικών οπαδών αναπαρήγαγε αποφασιστικά το σοβιετικό σύστημα που λάτρευε. Η ανατολικογερμανική ηγεσία καλούνταν να αντιμετωπίσει έναν πληθυσμό τραυματισμένο από την ήττα –«και τους μαζικούς βιασμούς από σοβιετικούς στρατιώτες» δεν παραλείπει να αναφέρει ο Economist– μαζί με μια οικονομία ακρωτηριασμένη από τις αμείλικτες απαιτήσεις για αποζημιώσεις. Οι σκληρές οικονομικές συνθήκες προκάλεσαν την εξέγερση των εργατών το 1953, που, όμως, κατεστάλη αιματηρά από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι διέλυσαν έτσι και κάθε ψευδαίσθηση περί διακυβέρνησης της χώρας στο όνομα και προς όφελος των εργατικών μαζών.

Οι σχέσεις με το Κρεμλίνο ήταν κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνης, ενώ η σοβιετική ηγεσία θα θυσίαζε πρόθυμα τους συντρόφους της στο Βερολίνο εάν επρόκειτο έτσι να εξασφαλίσει μια ουδέτερη και αποστρατιωτικοποιημένη Γερμανία. Στη Μόσχα δεν άρεσαν επίσης οι στενοί, εγκάρδιοι δεσμοί μεταξύ των δύο Γερμανιών, παρότι εν τέλει η ανατολικογερμανική οικονομία παρέμενε ζωντανή χάρη στα χρήματα των Δυτικογερμανών.

«Ωστόσο, παρά τις μηχανορραφίες των μεγάλων δυνάμεων, οι Ανατολικογερμανοί ήταν αληθινοί άνθρωποι, όχι χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων από ένα ψυχροπολεμικό κόμικ. Ζούσαν όσο καλύτερα μπορούσαν μέσα σε ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα που λειτουργούσε κατά το πλείστον αναποτελεσματικά και σκληρά. Τα επιτεύγματά τους —πολιτιστικά, αθλητικά και βιομηχανικά— γεννούσαν πραγματική υπερηφάνεια», αναφέρει ο Economist. «Υπήρχε καταπίεση και βαρβαρότητα», αλλά και «ευκαιρίες και μια αίσθηση του ανήκειν», γράφει η συγγραφέας, η οποία μπορεί, πλέον, να είναι μια βρετανίδα ακαδημαϊκός, αλλά γεννήθηκε στην Ανατολική Γερμανία.

«Το βιβλίο της είναι γεμάτο χρονογραφήματα και ανέκδοτα που ζωντανεύουν αυτή τη μισοξεχασμένη πλευρά της γερμανικής Ιστορίας», αποφαίνεται ο Economist, σημειώνοντας ότι ο συντάκτης της βιβλιοκρισίας ήταν ξένος ανταποκριτής στην Ανατολική Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και παντρεύτηκε Ανατολικογερμανίδα.

Στο βιβλίο αμφισβητείται επίσης η δυτική υπεροχή. Η κοινωνική κινητικότητα ήταν πολύ πιο εδραιωμένη στην Ανατολική Γερμανία, παρά στη Δυτική, ενώ πολύ περισσότεροι ήταν και οι άνθρωποι που σπούδαζαν στην κομμουνιστική χώρα. Η μέριμνα για το παιδί ήταν ανώτερη, ενώ τότε, σε αντίθεση με τη Δυτική Γερμανία, οι γυναίκες στην Ανατολική Γερμανία, σε αντίθεση με τη Δυτική, μπορούσαν να είναι αξιωματικοί στον στρατό. Αλλά όταν η χώρα τους έπαψε να υπάρχει, απολύθηκαν όλες αμέσως.

Επιπρόσθετα, η Δυτική Γερμανία χρειάστηκε δεκαετίες για να απαλλαγεί από εναπομείναντες Ναζί, μαστιζόταν από την πολιτική διαφθορά και τελούσε υπό κεκαλυμμένη αμερικανική κηδεμονία, όπως αναφέρει η συγγραφέας, ενώ σχεδόν έφτασε στο σημείο να υιοθετήσει τακτικές αστυνομοκρατίας κατά της τρομοκρατίας τη δεκαετία του 1970.

Σε καμία περίπτωση, όμως, η ζωή δεν ήταν ρόδινη στην Ανατολική Γερμανία. Η φθηνή ρωσική ενέργεια μετρίαζε τις αποτυχίες στην οικονομία, ενώ πέρα από τους πράκτορες της Στάζι υπήρχαν και περίπου 350.000 σοβιετικοί στρατιώτες. Και κατά τα περισσότερα χρόνια της ύπαρξής της η Ανατολική Γερμανία δολοφονούσε όσους προσπαθούσαν να μεταβούν στη Δύση.

«Αυτά τα χαρακτηριστικά της ζωής στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν ουσιαστικά, όχι τυχαία, και στη δεκαετία της ακμής της, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, και κατά την επιθανάτια παρακμή της τη δεκαετία του 1980. Η Χόιερ ορθώς υπογραμμίζει τα κενά στην κατανόηση από την πλευρά της σύγχρονης Γερμανίας όσον αφορά τις τέσσερις δεκαετίες καταπίεσης στην ανατολική επικράτειά της και τις πικρίες που της κληροδότησε. Αλλά ο συναισθηματισμός και ο σχετικισμός διαστρεβλώνουν την αξιολόγησή της για μια απεχθή δικτατορία», συμπεραίνει ο συντάκτης της κριτικής.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...