Σικάγο. Δεκαετία του 1930, Μεγάλο Κραχ. Η μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας έχει γονατίσει τους πάντες εκτός από τους μεγαλοαπατεώνες και τους διεφθαρμένους αστυνομικούς. Δύο κομπινδόροι, ο Τζόνι Χούκερ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ), που ξαφρίζει περαστικούς στήνοντας μικροαπάτες στους δρόμους, και ο μεγαλύτερός του Χένρι Γκόντορφ (Πολ Νιούμαν), θρυλικός μετρ της απάτης, καταστρώνουν ένα πολύπλοκο σχέδιο για να εκδικηθούν τον Ντόιλ Λόνεγκαν (Ρόμπερτ Σόου), έναν αρχιμαφιόζο που ευθύνεται για την εκτέλεση ενός φίλου τους και μέντορα του Χούκερ. Στήνουν ένα αριστοτεχνικό κόλπο με κούρσες αλόγων και ψεύτικα στοιχήματα, παρασύρουν τον Λόνεγκαν και καταφέρνουν να του βουτήξουν μέχρι και το τελευταίο του δολάριο.
Το «Κεντρί» του Τζορτζ Ρόι Χιλ βγήκε στους κινηματογράφους τα Χριστούγεννα του 1973 (μια ημέρα πριν από τον «Εξορκιστή») και έσκισε, κυριολεκτικά. Με προϋπολογισμό μόλις 5,5 εκατ. δολάρια μέσα σε μόλις έναν χρόνο απέφερε 160 εκατ. δολάρια, έλαβε διθυραμβικές κριτικές και προτάθηκε για 10 Οσκαρ κερδίζοντας εφτά (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Πρωτότυπου Σεναρίου, Μοντάζ, Μουσικής Επιμέλειας, Κοστουμιών, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης). Επιπλέον, το 2005, το «Κεντρί» χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» ταινία και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μισό αιώνα μετά την πρώτη προβολή της, εξάλλου, εξακολουθεί να είναι φρέσκια και δροσερή κάνοντάς σε να χαμογελάς από την αρχή μέχρι το τέλος. Κατά έναν περίεργο τρόπο, μάλιστα, το σκηνικό της εποχής της Μεγάλης Υφεσης κάνει το φιλμ να φαίνεται πολύ λιγότερο παλιό από άλλες ταινίες του 1973, ενώ οι δύο σταρ που πρωταγωνιστούν δεν έχουν χάσει ούτε ένα φωτόνιο της λάμψης τους, όπως επισημαίνει ο Τάι Μπερ στην Washington Post. Ο Νιούμαν απεβίωσε το 2008 σε ηλικία 83 ετών και ο Ρέντφορντ, στα 87 του σήμερα, έχει σε μεγάλο βαθμό αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Ωστόσο, οι νεότεροι εαυτοί τους θα ζουν για πάντα μαζί στην ίδια φυσαλίδα χάρη στο ασύλληπτο ταλέντο τους. Γιατί αυτή είναι η μαγεία του σινεμά.
Το «Κεντρί» ήταν η δεύτερη ταινία που γύρισαν μαζί οι δύο σταρ. Είχαν προηγηθεί οι «Δύο Ληστές» (1969), εξίσου επιτυχημένη ταινία που περιγράφει την αληθινή ιστορία των ληστών Μπουτς Κάσιντι (Πολ Νιούμαν) και Σάντανς Κιντ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ), οι οποίοι έδρασαν στην Αμερική περί τα τέλη του 19ου αιωνα. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά τα δύο φιλμ είναι μοναδικά στον κατάλογο των buddy movies (ταινίες με φίλους). Γιατί είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του Χόλιγουντ, που δύο σταρ εξίσου μεγάλοι και σημαντικοί και με το ίδιο σεξαπίλ μοιράστηκαν την οθόνη ως ομάδα.
Τότε και τώρα, είναι πιο σπάνιο από ό,τι φαίνεται, για λόγους εγωισμού, κασέ, προγραμματισμού και μιας αφηγηματικής δομής που έχει ενσωματωθεί στο DNA μας, γράφει ο Μπερ στην Washington Post. Το κοινό ενδιαφέρεται για ιστορίες μοναχικών ηρώων, που αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις. Ακόμη και όταν στο κέντρο μιας ιστορίας υπάρχουν περισσότεροι από ένας ηγέτες, η ιεραρχία είναι δεδομένη. Θυμηθείτε τον Βασιλιά Αρθούρο και τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης (1975). Τον Ρομπέν των Δασών (1993) και τους αστείους άντρες του. Τον Τόνι Σοπράνο (1999) και τους μαφιόζους του. Εξάλλου, μια από τις μεγάλες απολαύσεις της «Συμμορίας των 11» (2001), ριμέικ της ομότιτλης ταινίας του 1960, είναι ότι η ίδια η ιεραρχία γίνεται πηγή κωμωδίας: Οσο κι αν προσπαθήσει, ο Λάινους (Ματ Ντέιμον) δεν θα είναι ποτέ στο ίδιο υψηλό επίπεδο ύπαρξης με τον Ντάνι (Τζορτζ Κλούνεϊ) ή τον Ράστι (Μπραντ Πιτ).
Στις περιπτώσεις που δύο σταρ τα βρήκαν κάπου στη μέση, ο ένας είναι σχεδόν πάντα ο κωμικός χαρακτήρας ενώ ο άλλος στήνει τα αστεία, τραγουδάει ή απλά είναι ελκυστικός, όπως οι Αμποτ και Κοστέλο, Ντιν Μάρτιν και Τζέρι Λιούις, Μπομπ Χόουπ και Μπινγκ Κρόσμπι, ακόμη και το δίδυμο Τόνι Κέρτις και ο Τζακ Λέμον στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959). Οι Ολιβερ Χάρντι και Σταν Λόρελ, το εκπληκτικό δίδυμο του «Χοντρού και Λιγνού», παραμένουν μοναδικοί καταστρέφοντας με την παροιμιώδη αδεξιότητά τους ό,τι προσπαθούν να φτιάξουν. Υπάρχουν βεβαίως και άλλα κινηματογραφικά δίδυμα, που αλληλοσυμπληρώνονται, τόσο δραματικά (όπως οι Τόνις Κέρτις και Σίντνεϊ Πουατιέ στο «Οταν σπάσαμε τις αλυσίδες» του 1958, και οι Μελ Γκίμπσον και Ντάνι Γκλόβερ στη σειρά των franchise «Φονικό Οπλο») όσο και κωμικά (Τζιν Γουάιλντερ και Ρίτσαρντ Πράιορ, Νικ Νόλτε και Εντι Μέρφι).
Οπως όμως επισημαίνει ο Μπερ στην Washington Post, αυτό που κάνει το δίδυμο Νιούμαν-Ρέντφορντ τόσο ξεχωριστό είναι ότι κανένας από τους δύο ηθοποιούς δεν συμμετείχε απλά ως ελκυστικός ή ως κωμικός. Και οι δύο ήταν και τα δύο, μοναδικά απολαυστικοί τόσο στους «Δύο Ληστές» όσο και στο «Κεντρί». Η πρώτη τους κοινή ταινία καθιέρωσε, στην ουσία, τον Ρέντφορντ ως σταρ πρώτης κατηγορίας ενώ επίσης επέτρεψε στον Νιούμαν να αποκαλύψει το εξαιρετικό κωμικό του ταλέντο, μια δυναμική που συνεχίστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, με το «Κεντρί».
Το «κεντρί» του τίτλου έχει να κάνει με τη στιγμή που ο κομπιναδόρος τελειώνει το παιχνίδι και μαζεύει τα χρήματα από τους υπόλοιπους χαρτοπαίκτες. Και η απάτη του θεωρείται επιτυχημένη εφόσον οι υπόλοιποι χαρτοπαίκτες δεν έχουν καταλάβει την κομπίνα. Ο Τζόνι Χούκερ του Ρέντφορντ είναι ένας χαλαρός χαρτοπαίχτης και τζογαδόρος. Ο Νιούμαν, 11 χρόνια μεγαλύτερος από τον συμπρωταγωνιστή του, είναι ο (οριακά) πιο αξιόπιστος Χένρι Γκόντορφ, ένας τέλειος απατεώνας σε μια κακότυχη περίοδο της ζωής του.
Στα συν της ταινίας και η βραβευμένη με Οσκαρ μουσική επένδυση του Μάρβιν Χάμλις, ο οποίος διασκεύασε το μουσικό κομμάτι «The Entertainer» του Σκοτ Τζόπλιν. Η διασκευή του Χάμλις είχε τόσο τεράστια επιτυχία ώστε έκανε σταρ τον συνθέτη του ράγκταϊμ πάνω από μισό αιώνα μετά τον θάνατό του.
Ο Νιούμαν, δε, είναι εκρηκτικός. Στη σκηνή στο τρένο από τη Νέα Υόρκη προς το Σικάγο, όπου ένας φαινομενικά μεθυσμένος Γκόντορφ συντρίβει στο πόκερ τους τζογαδόρους προκαλώντας την τρομερή οργή του Λόνεγκαν, σύμφωνα με τον Τζορτζ Ρόι Χιλ «απλώς ο Πολ έκανε πράγματα που τον είχα δει να κάνει … [Ηταν] ενθουσιασμένος, δεν είχε ποτέ πριν την ευκαιρία να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, να παίξει το δικό του χιούμορ», όπως είπε ο αμερικανός σκηνοθέτης.
Εκτός οθόνης, οι δύο σταρ διατήρησαν μεταξύ τους έναν χαλαρό σεβασμό, που όμως δεν εξελίχθηκε ποτέ σε βαθύτερη φιλία. Τη μοναδική φορά που ο Ρέντφορντ και ο Νιούμαν πήγαν να περάσουν λίγο χρόνο μαζί, στο πλωτό σπίτι του Ρέντφορντ στη λίμνη Πάουελ, η ατμόσφαιρα καταστράφηκε από θαυμαστές τους που έκαναν πάρτι δίπλα τους τραγουδώντας το «Raindrops Keep Falling on My Head» από τους «Δύο Ληστές».
Στα γυρίσματα, ο Νιούμαν έκανε κριτική στον Ρέντφορντ για τη συνήθειά του να εμφανίζεται αργά και ο Ρέντφορντ γούρλωνε τα μάτια του με την ατελείωτη αναζήτηση του Νιούμαν για υποκριτικό κίνητρο. Αλλά αυτή η τόσο γοητευτική όσο και γενναιόδωρη ανυπομονησία είναι στην πραγματικότητα η πηγή της χημείας του διδύμου Νιούμαν Ρέντφορντ, σημειώνει ο Τάι Μπερ στην Washington Post. Απλώς, υπήρχε αρκετή τριβή μεταξύ τους ώστε να ενισχύονται τα αστεία τους και να αποδυναμώνονται τα αυτό-συγχαρητήρια των δύο θεϊκών ηθοποιών.
«Ο Νιούμαν ήταν ομαδικός και ταραχοποιός», εξηγεί στην Washington Post ο Σον Λέβι, συγγραφέας μιας βιογραφίας του 2009 του ηθοποιού, σε μια συνέντευξή του μέσω email. Αντίθετα, «Ο Ρέντφορντ ήταν προσεκτικός, συγκρατημένος, επιφυλακτικός … Ηταν συμβίωση, αμοιβαίος θαυμασμός, γνήσια φιλία και, φυσικά, ένα παιχνίδι “?Quien Es Mas Macho/Guapo?” (“Ποιος είναι ο πιο άντρας/ωραίος”, στο οποίο κανένας από τους δύο δεν μπορούσε ποτέ να κερδίσει πραγματικά».
Εχει ενδιαφέρον, εξάλλου, το γεγονός ότι το μόνο πράγμα που δεν χρειαζόταν αυτό το δίδυμο ήταν το ερωτικό ενδιαφέρον. Είχαν ο ένας τον άλλον. Η Ετα Πλέις της Κάθριν Ρος δεν ήταν καν απαραίτητη στους «Δύο Ληστές». Και, εκτός από τη αξιαγάπητη μαντάμ του οίκου ανοχής της Αϊλίν Μπρέναν και τη Ντιμίτρα Αρλις σε ένα μάλλον μη πειστικό One night stand ή αλλιώς σεξ της μιας βραδιάς, το «Κεντρί» είναι βασικά ένα κλαμπ για αγόρια. Ο Τζόρτζ Ρόι Χιλ, ο οποίος σκηνοθέτησε και τις δύο ταινίες, κατάλαβε την αποστολή του. Οταν ο Νιούμαν πέρασε από οντισιόν για τους «Δύο Ληστές» το 1969, ρώτησε τον σκηνοθέτη ποια ήταν η άποψή του για το σενάριο. «Είναι μια ιστορία αγάπης μεταξύ δύο ανδρών», απάντησε ο Χιλ. Και ο Νιούμαν πείστηκε.
Γιατί δεν υπήρξαν περισσότερες ταινίες με τον Νιούμαν και τον Ρέντφορντ; Θα μπορούσαν και θα έπρεπε να υπάρχουν. Αλλά όπως λέει ο Λέβι, «Τα καλά σενάρια με εξίσου δυνατούς ρόλους για δύο κορυφαίους ηθοποιούς δεν ήταν ποτέ σε αφθονία». Τη δεκαετία του 1970, ο Τζον Χιούστον έστειλε στον Πολ Νιούμαν το σενάριο για το «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» (1975), και ο ηθοποιός του απάντησε: «Για όνομα του Θεού, Τζον, πάρε τον Κόνερι και τον Κέιν», πράγμα που έκανε ο Χιούστον. Και ήταν πλέον πολύ αργά όταν συζητήθηκε η εμφάνισή τους στην κινηματογραφική εκδοχή του μπεστ σέλερ του Μπιλ Μπράισον «Ταξίδι στην Αλαμπάμα» («A Walk in the Woods»), που γυρίστηκε τελικά το 2015 με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Νικ Νόλτε.
Υπάρχει ανάλογο δίδυμο σήμερα; Ισως ο Ντι Κάπριο και ο Μπραντ Πιτ στο «Μια φορά κι έναν καιρό… στο Χόλιγουντ», όπως είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης της ταινίας Κουέντιν Ταραντίνο. Oπως, όμως, λέει ο Χένρι Γκόντροφ στον Τζόνι Χούκερ, μετά από εκείνο το συγκινητικό παιχνίδι πόκερ, «Ηταν τόσο καλό που δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί»… Πενήντα χρόνια μετά, εξακολουθεί να είναι δύσκολο γράφει ο ο Μπερ στην Washington Post.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News