Ο Χουάν Γκοϊτισόλο ένας από τους σημαντικότερους ισπανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, εκφράζοντας την αντίθεσή του στον Φράνκο, το 1956 αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, όπου έζησε αρκετά χρόνια. Το 1990 ο Γκοϊτισόλο δημοσίευσε ένα σύντομο δοκίμιο με τίτλο «Παρίσι, Πρωτεύουσα του 21ου αιώνα», έχοντας αποφασίσει ότι στα τέλη του 20ου αιώνα, το Παρίσι είχε πλέον εξαντληθεί. Η πόλη της πρωτοπορίας, των ιδεών, των επαναστάσεων και της ταξικής πάλης, που είχε καθορίσει τόσο μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας, δεν ήταν πλέον παρά ένα μουσείο.
Σαν σχεδόν ισόβιος Παριζιάνος και λάτρης της πόλης του Φωτός, ο Γκοϊτισόλο ήθελε απεγνωσμένα το Παρίσι του 21ου αιώνα να ξαναπάρει τη θέση του ως μεγάλη μητρόπολη, γράφει στον Guardian ο Αντριου Χάσεϊ, καθηγητής Πολιτισμικής Ιστορίας στη σχολή Προχωρημένων Mελετών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Αλλά αυτό θα μπορούσε να συμβεί, υποστήριξε ο ισπανός συγγραφέας, μόνο εάν το Παρίσι μπορούσε να επανεφεύρει τον εαυτό του μέσω της «αποευρωπαϊκοποίησης». Εννοούσε ότι για να γίνει μια πραγματικά παγκόσμια πόλη, το Παρίσι έπρεπε να στρέψει το βλέμμα του πέρα από την Ευρώπη, καλωσορίζοντας τις μη γαλλικές, μη ευρωπαϊκές φωνές ενίοτε διαφωνούντων αυτού του κόσμου. Μόνο έτσι θα μπορούσε να ξαναζωντανέψει, ισχυριζόταν.
Σχεδόν 35 χρόνια μετά από το δοκίμιο του Χουάν Γκοϊτισόλο, ο δημοσιογράφος των Financial Times Σάιμον Κιούπερ (Simon Kuper) έγραψε το «Impossible City: Paris in the Twenty-First Century», ένα βιβλίο για το πώς ήταν πραγματικά να ζει κανείς στο Παρίσι τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Παρουσιάζοντας το βιβλίο του Κιούπερ στον Guardian ο Χάσεϊ αναφέρει ότι έχοντας ζήσει και ο ίδιος στην γαλλική πρωτεύουσα ακριβώς την ίδια περίοδο, στην παλιά εργατική γειτονιά Περνετί, στο 14o διαμέρισμα, έχει δει όλες τις αλλαγές που είδε και ο συγγραφέας. Μόνο που η θέα από το Περνετί και η θέα Κιούπερ από τον κόσμο των χίπστερ στη δεξιά όχθη δεν ήταν πάντα η ίδια. Συχνά υποτιμά, για παράδειγμα, τη σοβαρότητα των φυλετικών και ταξικών εντάσεων στο Παρίσι. Προς τιμήν του, όμως, γνωρίζει πάντα τους περιορισμούς που έχει ως ξένος και ως μαθητευόμενος Παριζιάνος, γράφει ο Χάσεϊ στον Guardian.
Ο βρετανός δημοσιογράφος ξεκινά το «Impossible City», περιγράφοντας την άφιξή του στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 2000, πρόσφυγας από το Λονδίνο διωγμένος από τις εκβιαστικές τιμές των ακινήτων της βρετανικής πρωτεύουσας. Βρίσκει στο Παρίσι ένα εναλλακτικό οικονομικό σύμπαν, όπου τα αξιοπρεπή διαμερίσματα στο κέντρο της πόλης ήταν προσιτά μαζί με μια καλή ποιότητα ζωής που δεν εξαρτιόταν από μεγάλο μισθό.
Αρχικά, πίστεψε ότι το Παρίσι ήταν ένα νεκρό μέρος –οικονομικά ετοιμοθάνατο, καλλιτεχνικά χρεοκοπημένο, πράγμα που μοιάζει πολύ με το «μουσείο» του Γκοϊτισόλο. Με τα χρόνια και τις δεκαετίες, ωστόσο, αφού εγκαταστάθηκε, δημιούργησε οικογένεια και έναν τρόπο ζωής, ο Κιούπερ άρχισε να αλλάζει γνώμη βιώνοντας τις απρόβλεπτες χαρές και τις αντιξοότητες της καθημερινής ζωής στο Παρίσι: καυγαδίζοντας με επιθετικούς γείτονες, πηγαίνοντας τα παιδιά σε ποδοσφαιρικούς αγώνες στα banlieues (τα εξωτερικά προάστια, που σίγουρα δεν είναι μουσειακό είδος), μαθαίνοντας την αργκό της σχολικής αυλής από τα παιδιά του (που περιέχει μια εκπληκτική ποσότητα αραβικών του δρόμου), αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της συζύγου του όταν διαγνώστηκε με καρκίνο, διαπραγματευόμενος με το τρομακτικό γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και, ίσως το πιο δύσκολο από όλα, μαθαίνοντας πώς να ενεργείς κάθε φορά σαν σωστός Παριζιάνος, πράγμα που απαιτεί γνώσεις ενός σχεδόν απείρου αριθμού κωδίκων συμπεριφοράς.
Ο Κιούπερ ομολογεί ότι είναι «Bobo», δηλαδή ανήκει στην ελίτ της μπουρζουαζίας με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και μποέμ στάση ζωής, και ως εκ τούτου οι περισσότερες συμπεριφορές που έπρεπε να αποκτήσει περιστρέφονται γύρω από τον σωστό τρόπο να ντύνεται ή να κάνει το σωστό είδος συζήτησης. Πάνω απ ‘όλα, δεν πρέπει ποτέ να φαίνεσαι επαρχιώτης (η παλιά γαλατική λέξη «plouc» χρησιμοποιείται ακόμα από τους Παριζιάνους για να περιγράψει τους εκτός πόλης) ή από τα «banlieues» (το να φοράς αθλητικά ρούχα, όπως στα προάστια, είναι φτηνιάρικο). Καθώς όμως μαθαίνει πώς να είναι ντόπιος, ο Κιούπερ μπορεί να φαίνεται λίγο πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Υπάρχουν, ωστόσο, στιγμές που πηγαίνει για άλλη μια φορά σε άλλο ένα ντιζαϊνάτο καφέ, κάνοντας ποδήλατο σε ένα υπέροχο λιθόστρωτο δρομάκι. Και τότε είναι που εύχεσαι να πάθει λάστιχο, γράφει (με… πολύ γαλλική διάθεση) ο Χάσεϊ στον Guardian.
Παρόλα αυτά, ο Χάσεϊ αναγνωρίζει στον Κιούπερ ότι παρατηρεί με ξεκάθαρη ματιά την ιστορία που συμβαίνει παντού γύρω του. Γίνεται μάρτυρας της εξέγερσης των Κίτρινων Γιλέκων, για την οποία σημειώνει ότι είναι εν μέρει μια διαμαρτυρία «εναντίον του ίδιου του Παρισιού» (εναντίον ανθρώπων όπως ο Κιούπερ, στην πραγματικότητα), βλέπει την πυρκαγιά της Παναγίας των Παρισίων, ιδρώνει με τους ιστορικά πρωτόγνωρους καύσωνες και αντιμετωπίζει την πανδημία. Ωστόσο, το πιο σημαντικό –και τρομακτικό– γεγονός που σημάδεψε την παριζιάνικη ζωή του Κιούπερ ήταν η νύχτα της 13ης Νοεμβρίου 2015, την οποία κανένας Παριζιάνος από όσους την έζησαν δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσει. Ο Κιούπερ, ήταν στο Σταντ ντε Φρανς όταν εξερράγησαν οι πρώτες βόμβες, το προοίμιο μιας νύχτας σφαγής, που τελείωσε με 130 αθώους ανθρώπους νεκρούς (οι περισσότεροι στο Μπατακλάν). Πάντα επαγγελματίας ρεπόρτερ, κρατά τα συναισθήματά του για τον εαυτό του, μέχρι που λίγες ημέρες αργότερα κλαίει μπροστά σε έναν φίλο του, ξεσπώντας από την υπερένταση της ζωής σε μια πόλη που έμοιαζε να έχει τρελαθεί.
Τώρα στον ορίζοντα είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες και το Παρίσι φαίνεται έτοιμο να δηλώσει και πάλι στον κόσμο ότι είναι παγκόσμιος ηγέτης, όπως η πολυπολιτισμική πόλη, που φαντάστηκε ο Χουάν Γκοϊτισόλο, παρατηρεί ο καθηγητής Αντριου Χάσεϊ στον Guardian. Ωστόσο, παρ’ όλους τους μετασχηματισμούς των τελευταίων δύο δεκαετιών, ο Κιούπερ είναι πάντα έτοιμος για τις ιδιαιτερότητες της γαλλικής πρωτεύουσας. Η αμετάβλητη ουσία της -που βρίσκεται στην καθημερινή ευχαρίστηση του «μενού της ημέρας» ή απλώς στην ανταλλαγή σαρκαστικών πειραγμάτων στο «zinc»* της γειτονιάς σου– είναι αυτή που κάνει τους Παριζιάνους να αγαπούν την πόλη τους και τους ξένους όπως ο Κιούπερ (και ο Χάσεϊ, όπως δηλώνει) να την αγαπούν ακόμη περισσότερο.
* Το 1873 στο βιβλίο του «Το στομάχι του Παρισιού» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Στάχυ) ο Εμίλ Ζολά έγραψε για το «le zinc», τη γαλβανιζέ μπάρα σε μπαρ και καφενεία, και λίγα χρόνια αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για μπαρ και καφενεία της γειτονιάς που σέρβιραν καφέ, κρασί και μπίρα και μερικές φορές μικρά σνακ, όπως βραστά αβγά και τυρί. Και σήμερα πολλά παριζιάνικα μπαρ διατηρούν αυτό το στυλ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News