901
Μετά από χρόνια μακριά από την οθόνη η Πάμελα Αντερσον επιστρέφει με την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της | Shutterstock / YouTube / CreativeProtagon

Πάμελα Αντερσον: Λαμπερή όσο ποτέ στο δράμα «The Last Showgirl»

Protagon Team Protagon Team 16 Ιανουαρίου 2025, 16:20
Μετά από χρόνια μακριά από την οθόνη η Πάμελα Αντερσον επιστρέφει με την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της
|Shutterstock / YouTube / CreativeProtagon

Πάμελα Αντερσον: Λαμπερή όσο ποτέ στο δράμα «The Last Showgirl»

Protagon Team Protagon Team 16 Ιανουαρίου 2025, 16:20

Η Πάμελα Αντερσον, το πάλαι ποτέ κορίτσι του «Baywatch», σταρ σε ριάλιτι και σύμβολο του σεξ της δεκαετίας του 1990, αλλά επίσης ακτιβίστρια, συγγραφέας μπεστ σέλερ και μητέρα, πέρασε μεγάλο μέρος της καριέρας της σε πλαίσια, που δεν μπορούσε να ελέγξει η ίδια. Αλλά η αναγέννησή της τα τελευταία χρόνια, και στην πραγματικότητα η αναγέννηση ολόκληρης της 35χρονης καριέρας της, οδήγησε στην εξαιρετική, σπαρακτική ερμηνεία της στο δράμα «The Last Showgirl» (2024), την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας Τζία Κόπολα, γράφει στην εφημερίδα The Washington Post η Τζεν Γιαμάτο.

Με την πρώτη της πρωταγωνιστική εμφάνιση σε δράμα μετά από χρόνια, χάρη στην οποία είναι υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα, η αμερικανίδα ηθοποιός αποδεικνύει ότι η ευκαιρία να αψηφήσει τις προσδοκίες καθυστέρησε μεν πολύ αλλά «ποτέ δεν είναι αργά για να ονειρευτείς, να ξαναρχίσεις, να μείνεις ανοιχτός σε πιθανότητες. Δεν είμαστε όλοι τόσο τυχεροί», έγραψε σε σημείωμά της που δημοσιεύεται στο People, μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της, η πρώτη που έλαβε ποτέ στην μακρόχρονη καριέρα της.

Η Αντερσον υποδύεται απόλυτα πειστικά την 50άρα Σέλι, μια γεμάτη ενέργεια περφόρμερ του Λας Βέγκας που έχει αφιερώσει τη ζωή της σε ένα σόου με κορίτσια τόπλες, που κάποτε ήταν θεαματικό αλλά τώρα πια παλεύει να επιβιώσει κουρασμένο και ξεπεσμένο. Η Σέλι είναι η μακροβιότερη πρωταγωνίστρια της παράστασης «Le Razzle Dazzle» και έχει θυσιάσει πολλά στην υπηρεσία του αριστοκρατικού-ερωτικού μπουρλέσκ των μέσων του 20ου αιώνα, για το οποίο η Νόμι Μαλόουν, ο χαρακτήρας που υποδύθηκε η Ελίζαμπεθ Μπέρκλεϊ στο «Showgirls» (1995) του Πολ Φερχόβεν, θα μπορούσε να σκοτώσει προκειμένου να συμμετέχει.

Αλλά το «Razzle Dazzle» έχει προ πολλού ξεπεραστεί από τα νούμερα του τσίρκου και τις πιο πρόστυχες παραστάσεις, που είναι πλέον της μόδας, και η ξαφνική είδηση ότι θα κλείσει σε δύο εβδομάδες προκαλεί στη Σέλι μια ήσυχη περιδίνηση, ένα είδος συναισθηματικής κατάρρευσης, οδηγώντας την ταινία σε μια ψυχολογική μελέτη της γυναικείας επιμονής, φιλοδοξίας και θυσίας, σημειώνει η Τζεν Γιαμάτο στην  Washington Post.

Το επικείμενο τέλος δεν εμποδίζει τα φτερά, τα στρας και τις ψεύτικες βλεφαρίδες να συνεχίζουν να πετούν. Η παράσταση πρέπει να συνεχιστεί, και το πνεύμα του καν-καν, που κρατά αυτές τις χορεύτριες σε κίνηση, είναι μεταδοτικό.

Η Κόπολα εμφυσά μια ζωηρή ενέργεια από την αρχή, καθώς στέλνει τους θεατές της ταινίας στα παρασκήνια όπου παρακολουθούν τη Σέλι να μιλάει για ζητήματα εκτός δουλειάς, για τις τιμές των τροφίμων και τις μελλοντικές προοπτικές, με τη νεοφερμένη Τζόντι (Κίρναν Σίπκα) με τα μεγάλα μάτια και τη ρεαλίστρια Μέρι-Αν της γενιάς των μιλένιαλ (Μπρέντα Σονγκ), ενώ βάζουν και βγάζουν τα λαμπερά κοστούμια του Μπομπ Μακί (vintage και υπέροχα που προέρχονται από το θεαματικό «Jubilee!», το μακροβιότερο σόου του Βέγκας το οποίο ενέπνευσε το σενάριο της Κέιτ Γκέρσεν).

Τις ώρες που δεν έχουν δουλειά, τα κορίτσια του σόου είναι ένα πορτρέτο ανθεκτικότητας και κοινότητας μέσα στη σκληρή αναλώσιμη ζωή του Βέγκας. Το σύνολο των ηθοποιών, γράφει η Γιαμάτο στην Washington Post, προσδίδει βάθος και στοργή σε στιγμές όπως τα δείπνα με την επιλεγμένη οικογένεια της Σέλι, χωρίς μακιγιάζ και ντυμένης με αθλητικά ρούχα, οι συναντήσεις της με τον Εντι (Ντέιβ Μπαουτίστα), τον ευγενικό διευθυντή σκηνής με τον οποίο έχει μια ιστορία, και οι ειλικρινείς εγκάρδιες σχέσεις της με την Ανέτ, την οποία υποδύεται η Τζέιμι Λι Κέρτις με ψεύτικο μαύρισμα και frosted lipstick (το άσπρο γυαλιστερό κραγιόν που ήταν της μόδας στις αρχές του 2000), μια γκριζαρισμένη πρώην περφόρμερ, που αψηφά τον ηλικιακό ρατσισμό σερβίροντας κοκτέιλ σε ένα καζίνο.

Η Παμ Αντερσον ακτινοβολεί παίζοντας αυτή την χαζοχαρούμενη αισιόδοξη χορεύτρια του καν- καν, που φλυαρεί για τις δόξες του παρελθόντος, λες και ο κόσμος γύρω της δεν έχει αλλάξει από τις μέρες του δίδυμου των μάγων Siegfried & Roy. Η βιτρίνα, ωστόσο, αρχίζει να γλιστράει καθώς ξανασυναντιέται με την αποξενωμένη κόρη της Χάνα (Μπίλι Λουρντ), η επιφυλακτικότητα της οποίας υποδηλώνει ένα μακρύ μονοπάτι με συναισθηματικά συντρίμμια, με την Αντερσον και τη Λουρντ να δημιουργούν με τις σιωπές τους μια στοιχειωμένη, εύθραυστη δυναμική μητέρας-κόρης.

Η Τζία Κόπολα και ο κινηματογραφιστής Οτομν Ντούραλντ Αρκαποου δημιουργούν οικειότητα με κοντινές λήψεις σε 16mm, γυρισμένες με την κάμερα στο χέρι, και εγκλωβίζουν τις ηθοποιούς τους στην ηλιόλουστη έρημο και τους φωτισμένους με λάμπες νέον διαδρόμους ενός Βέγκας Στριπ, που μοιάζει μονίμως και συμβολικά απρόσιτο, με προσαρμοσμένους αναμορφικούς φακούς που θολώνουν τις άκρες του κάδρου με ονειρικό αποτέλεσμα.

Η εκφραστική, νοσταλγική μουσική του Αντριου Γουάιατ με πλούσια έγχορδα, πιάνο και άρπες υφαίνει ένα μυθικό ηχητικό τοπίο. Και η υπέροχη τραχιά μπαλάντα της Μάιλι Σάιρους «Beautiful That Way» συνοδεύει το διάφανο μεγάλο φινάλε της Σέλι στο «Razzle Dazzle», ενώ τις πιο σκληρές σκηνές της Αντερσον και της Κέρτις τροφοδοτούν δύο ύμνοι της γυναικείας δύναμης της δεκαετίας του 1980, της Πατ Μπέναταρ και της Μπόνι Τάιλερ, αντίστοιχα.

Στις πιο άγριες στιγμές της ταινίας, η Τζία Κόπολα αποτυπώνει τη φρίκη της συνειδητοποίησης ότι ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα και την σαγηνευτική γοητεία τού να προσποιείσαι το αντίθετο. Η ελαφρότητα, που προσθέτει στην αφήγηση της ταινίας η βαριά χρήση της τεχνικής της βινιέτας είναι απογοητευτική, γράφει ακόμη η Τζεν Γιαμάτο στην κριτική της στην Washington Post. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι το διφορούμενο τέλος του «The Last Showgirl»,  και η απουσία εύκολων λύσεων είναι, τουλάχιστον, ειλικρινείς. Και το βασικό συμπέρασμα της ταινίας, λέει, είναι απαραίτητο και εξίσου σαφές: Τα κάποτε λαμπερά αξεσουάρ που έχουν θαμπώσει πια βαραίνουν το κεφάλι που τα φοράει.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...