1297
Από μικρές οι γυναίκες δέχονται το μήνυμα –ακόμα κι αν κανείς δεν τους το έχει πει αυτολεξεί– ότι το ουρλιαχτό είναι «άσχημο πράγμα» και κανείς δεν θα τις ακούσει αν δείξουν τα πραγματικά τους συναισθήματα | Shutterstock

Ουρλιάξτε! Κάνει καλό

Protagon Team Protagon Team 5 Δεκεμβρίου 2022, 13:45
Από μικρές οι γυναίκες δέχονται το μήνυμα –ακόμα κι αν κανείς δεν τους το έχει πει αυτολεξεί– ότι το ουρλιαχτό είναι «άσχημο πράγμα» και κανείς δεν θα τις ακούσει αν δείξουν τα πραγματικά τους συναισθήματα
|Shutterstock

Ουρλιάξτε! Κάνει καλό

Protagon Team Protagon Team 5 Δεκεμβρίου 2022, 13:45

Η Γκρέτσεν Μίλερ ένιωθε την οργή να ξεχειλίζει. Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Ηταν κουρασμένη αλλά όχι άνευρη. Τα μάτια της ήταν υγρά αλλά δεν ήθελε να κλάψει. Το δέρμα της ήταν τραχύ αλλά δεν την ένοιαζε. Είχε μια φοβερή νευρικότητα την οποία δεν ήξερε πού να εκτονώσει. Τα ατελείωτα lockdown των περασμένων ετών, οι υποχρεώσεις, τα έξοδα, η απαιτητική δουλειά, μια σκληρή καθημερινότητα, ένας άπιστος σύζυγος που επέστρεφε αργά το βράδυ στο σπίτι και σκαρφιζόταν πάντα αστείες δικαιολογίες… «Καλά», απαντούσε εκείνη. Ωστόσο, γνώριζε ότι μέσα της τίποτα δεν ήταν καλά.

Και τα παιδιά της; Μπροστά στα παιδιά, που ήταν πια στην εφηβεία και είχαν τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους ανησυχίες, έπρεπε να προσποιείται, να παριστάνει την ήρεμη. Αλλωστε, εκείνα δεν έφταιγαν σε τίποτα, γιατί τίποτα από όλα αυτά δεν είχαν επιλέξει. Γιατί, άραγε, εκείνη ήθελε να ζει έτσι; Ούτε η 54χρονη γυναίκα από το Σίδνεϊ είχε επιλέξει τίποτε από αυτά. Ομως, τα είχε. Δυστυχώς, έτσι ήταν η ζωή της.

Επρεπε να παριστάνει την ήρεμη, σχεδόν χαζή, μπροστά στα παιδιά της, τον μάνατζέρ της, τις φίλες της, τη μητέρα, την πεθερά της, ακόμη και τον άνδρα της, κι ας ήθελε βαθιά μέσα της να ουρλιάξει, να κλείσει την πόρτα πίσω της και να μη γυρίσει ποτέ. Να ουρλιάξει είπαμε; «Αυτό είναι», σκέφτηκε και πριν καλά καλά το επεξεργαστεί, είχε ήδη ανοίξει το iPad. Αλλωστε, η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα, τα παιδιά είτε κοιμούνταν είτε έκαναν πως κοιμούνται και εκείνος… σιγά μη γύριζε ακόμα.

Μπήκε στο Facebook: «Δημιουργία ομάδας», έγραφαν οι οδηγίες. «Και γιατί όχι;», σκέφτηκε. «Αισθάνεται καμία σας ότι θέλει να ουρλιάξει;». Ηταν μια ερώτηση που της βγήκε αβίαστα. Προτού προλάβει να σκεφτεί ότι κάνει χαζομάρα –άλλωστε, στον λογαριασμό είχε το πραγματικό όνομα και τη φωτογραφία της, τι ντροπή!–, μια ξανθιά νεαρή από τη Γερμανία απάντησε: «Εγώ!». «Γκρέτσεν, κι εγώ!»: μια άλλη, μεγαλύτερη γυναίκα, από τη Μαλαισία, ανταποκρίθηκε επίσης στην ερώτησή της. «Μόλις μου εκμυστηρεύθηκε ο αρραβωνιαστικός μου ότι δεν με αγαπά πια», έγραψε η Ζουλί από τη Γαλλία. Φαινόταν όμορφη και συμπαθητική στην αρχική φωτογραφία της, σκέφτηκε η 54χρονη, και πριν το καταλάβει καλά καλά, είχε ήδη λάβει 100 μηνύματα.

Από την πρώτη αυτή ιδέα της Γκρέτσεν δημιουργήθηκε η ομάδα «Shout Sisters». Δεν μπορούσε να συναντήσει όλες τις γυναίκες με τις οποίες επικοινωνούσε, αλλά τα μηνύματα είχαν πια αυξηθεί τόσο πολύ, που ανακάλυψε ότι κάποιες από όσες επικοινώνησαν ήταν από το Σίδνεϊ. Βρήκε δέκα που έμεναν κοντά της. Εναν μήνα αργότερα, συναντήθηκαν σε πάρκο της πόλης. Ούτε ήθελαν να γνωριστούν ούτε να μάθουν η μία την ιστορία της άλλης, ούτε φυσικά να γίνουν φίλες. Ο στόχος τους ήταν ένας: Να εκτονωθούν.

Ενωσαν τις φωνές τους κάτω από την πανσέληνο και ούρλιαξαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Ηταν ένα αίσθημα περίεργο. Ομορφα περίεργο, γιατί ήταν απελευθερωτικό. Εδωσαν ραντεβού για τον επόμενο μήνα. Εαν κάποια δεν πήγαινε, οι υπόλοιπες θα καταλάβαιναν ότι κάτι στη ζωή της είχε αλλάξει. Επειτα από έναν μήνα, αν δεν την έβλεπαν ξανά, θα ήταν σίγουρες. Αν θα ήταν αλλαγή προς το καλύτερο ή το χειρότερο δεν θα ήξεραν, ούτε και θα μάθαιναν ποτέ. Αλλωστε, δεν ήταν αυτός ο στόχος. «Και ποιος νοιάζεται;», σκέφτηκε και έκλεισε τον υπολογιστή.

«Και οι γυναίκες θέλουν πού και πού να εκτονώνονται, γιατί όχι; Να ουρλιάζουν!», εξηγεί η Γκρέτσεν στον βρετανικό Guardian. «Για τους άνδρες είναι ok να φωνάζουν, να υψώνουν τους τόνους παντού. Στη δουλειά, στον συνεργάτη, στο αυτοκίνητο, στον φίλο τους. Εμείς οι γυναίκες, αν θέλουμε να βάλουμε τις φωνές γιατί είμαστε υπερβολικά κουρασμένες, απογοητευμένες ή αγανακτισμένες στο κάτω-κάτω της γραφής, το πολύ πολύ να μας πουν υστερικές», εξηγεί. «Ναι, καλά, και ποιος δεν έχει ανάγκη να υψώσει για λίγο τους τόνους πού και πού;».

Επειτα από τα πρώτα τους «ραντεβού εκτόνωσης», όπως τα αποκαλούσαν, η συνάντησή τους αυτή καθιερώθηκε. «Κάθε Τετάρτη βράδυ συναντιόμασταν σε ένα έρημο πάρκο» λέει η Γκρέτσεν. «Νιώθαμε ότι κάνουμε κάτι άγριο αλλά και διασκεδαστικό. Δεν ήταν επιλήψιμο ούτε παράνομο, ούτως ή άλλως, ποιος θα μπορούσε να μας πει κάτι;».

Στην ομάδα της είχε μπει τελευταία και η 45χρονη Μαριάννα. «Φαινομενικά, η ζωή μου είναι τέλεια», δηλώνει. «Εχω μια υπέροχη οικογένεια, τέσσερα φανταστικά παιδιά και έναν σύζυγο που με καταλαβαίνει. Θα έλεγε κανείς ότι δεν έχουμε απολύτως κανένα πρόβλημα, γιατί είμαστε υγιείς και οι δουλειές μας είναι καλοπληρωμένες. Ηταν, δε, αυτό που επιλέξαμε. Είναι, όμως, στιγμές που, μετά από μια κουραστική εβδομάδα, θέλεις πραγματικά κάτι πολύ δυνατό. Να πιεις; Οχι, δεν θέλω καταχρήσεις», εξηγεί.

«Ετσι, όταν έπεσα πάνω στις “Shout Sisters” στο Facebook, η ομάδα τους μου κίνησε την περιέργεια. Οταν τις συνάντησα, δεν με ρώτησαν απολύτως τίποτα. “Τρία, δύο, ένα” μέτρησε κάποια και απλά βάλαμε τις φωνές! Δεν ξέρω για πόσο. Ηταν για ώρα, πολλή ώρα, αλλά γνωρίζαμε ότι στο συγκεκριμένο σημείο κανείς δεν θα μας άκουγε για να μας ζητήσει εξηγήσεις, να νομίζει ότι έχει συμβεί κάτι ή να μας κάνει παρατήρηση. Επειτα, φύγαμε, χωρίς να πούμε τίποτα η μία στην άλλη. Ηξερα ότι είχα βρει αυτό που έψαχνα. Εκτόνωση χωρίς εξηγήσεις, χωρίς παρενέργειες και φυσικά, χωρίς ενοχές».

Μία από τις πρώτες ομάδες των «Shout Sisters» που τράβηξαν την προσοχή της κοινής γνώμης ήταν στη Βοστώνη, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τότε, η ομάδα δεν είχε αυτή την ονομασία. Η Σάρα, μια δασκάλα γιόγκα, χωρίς να το γνωρίζει, είχε δημιουργήσει το γκρουπ έχοντας την ίδια ακριβώς ιδέα με την Γκρέτσεν. Η αρχική της ιδέα ξεκίνησε από την Κίνα, όταν είδε στις ειδήσεις εκατοντάδες ανθρώπους να ουρλιάζουν από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους, εξαιτίας του παρατεταμένου lockdown.

Το αποτέλεσμα ήταν να συγκεντρωθούν αρχικά 20 γυναίκες σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και έπειτα κι άλλες, κι άλλες. Τα νέα είχαν εξαπλωθεί και κάθε εβδομάδα γίνονταν ακόμα περισσότερες. Οι γυναίκες είχαν ανάγκη να εκτονωθούν. Είτε είχαν πρόβλημα, είτε όχι. «Ενιωθα τόσο καλά που για κάποια λεπτά της ώρας, μία ημέρα την εβδομάδα, μπορούσα να βγω εκτός ελέγχου χωρίς κανείς να με ρωτήσει το παραμικρό» λέει σήμερα στον Guardian.

Γιατί η οργή και ο θυμός θεωρούνται συναισθήματα τόσο επικίνδυνα όταν το νιώθει μία γυναίκα; «Εχουμε πράγματα που θέλουμε να πούμε, αλλά δεν λέγονται», εξηγεί η Ντεπίκα, μια 27χρονη από την Ινδία. «Πέραν του ότι είναι κάτι θεραπευτικό, ένα είδος συλλογικής αυτοφροντίδας, είναι και ένας τρόπος να πούμε “είμαστε εδώ, έχουμε κάτι να πούμε και θα το ακούσετε, αλλά με άλλο τρόπο”».

Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι γυναίκες διδάσκονται από το σχολείο, την οικογένεια, τον κοινωνικό περίγυρο, από μικρές ακόμη, να έχουν αυτοέλεγχο και να ορίζουν τα συναισθήματά τους. Καμιά φορά να τα καταπνίγουν κιόλας. Το γυναικείο ουρλιαχτό, η φωνή, η τσιρίδα θεωρείται εδώ και αιώνες κάτι αποκρουστικό, υστερικό, μη «θηλυκό». Είναι κάτι που δημιουργεί δυσφορία στους ανθρώπους, γιατί τους δείχνει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Από μικρές οι γυναίκες δέχονται το μήνυμα –ακόμα κι αν κανείς δεν τους το έχει πει αυτολεξεί– ότι το ουρλιαχτό είναι «άσχημο πράγμα» και κανείς δεν θα τις ακούσει αν δείξουν τα πραγματικά τους συναισθήματα.

«Το να φωνάξει κανείς με έναν τρόπο ανεξέλεγκτο, μπορεί να τον εκτονώσει. Απελευθερώνει ενδορφίνες, τις λεγόμενες ορμόνες της χαράς, κάτι σαν την έξαψη που νιώθουμε ύστερα από οποιασδήποτε μορφή άσκησης. Αυτές οι ενδορφίνες, μαζί με τα πεπτίδια που παράγονται από την υπόφυση, μπορούν από κοινού να έχουν θετικό αποτέλεσμα, ενεργοποιώντας τους υποδοχείς του εγκεφάλου που μειώνουν τον πόνο και αυξάνουν τη δύναμη», εξηγεί η συμπεριφορική επιστήμονας Πράγια Αγκαργουάλ.

«Αντί να αναμασάμε και να καταπίνουμε το άγχος, τη θλίψη, την απογοήτευση και τον θυμό μας, μπορούμε να ξεσπάσουμε, έτσι για λίγο, διεκδικώντας την ανακούφιση και την εκτόνωση που μας αξίζει», τονίζει. «Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αναγνώριση και η αποδοχή ότι η οργή, η απογοήτευση και ο θυμός, ακόμα και η πίεση και το άγχος, είναι έγκυρα συναισθήματα, αποδεκτά για κάθε φύλο, τα οποία απαιτούν διέξοδο και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρίπτονται, να κρύβονται ή να καταπιέζονται. Μαθηματικά, πάντα σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα γίνεται χειρότερο και τα αποτελέσματα μπορεί να γίνουν μη διαχειρίσιμα. Τώρα, γνωρίζετε τη λύση».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News