Η τολμηρή εισβολή της Ουκρανίας στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας προσφέρει στη χώρα μια πολυπόθητη επιτυχία στο πεδία των μαχών και αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα για το Κρεμλίνο. Ωστόσο η επιχείρηση δεν αλλάζει τα στρατιωτικά δεδομένα. Ενώ οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν καταλάβει περισσότερα από 640 τετραγωνικά χιλιόμετρα εντός της Ρωσίας, ο ρωσικός στρατός έχει σημειώσει σημαντικές προόδους κατά μήκος της πρώτης γραμμής στην περιοχή του Ντονμπάς στην Ουκρανία και παράλληλα χτυπάει τη χώρα από αέρος. Ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία είναι σε θέση να επιτύχουν μια απόλυτη στρατιωτική νίκη – αυτός ο πόλεμος θα ολοκληρωθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όχι στο πεδίο της μάχης.
Η προώθηση της Ουκρανίας στο Κουρσκ μπορεί να αποβεί προς όφελός της. Αποδεικνύοντας ότι μπορεί να μεταφέρει τη μάχη στο ρωσικό έδαφος, η Ουκρανία ενίσχυσε τη θέση της για μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει τώρα να συνεργαστούν με την Ουκρανία για να αξιοποιήσουν αυτό τον νέο μοχλό πίεσης, χαράσσοντας μια πορεία προς την κατάπαυση του πυρός και το τελικό στάδιο της διπλωματίας.
Ακόμη και πριν από την εισβολή της Ουκρανίας στο Κουρσκ, είχε ήδη ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας για τη διπλωματία. Ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι επέμενε επί μακρόν ότι οι συνομιλίες θα μπορούσαν να επέλθουν μόνο μετά την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Αλλά το καλοκαίρι που μόλις πέρασε άρχισε να βλέπει πιο ζεστά την προοπτική μιας διπλωματικής ώθησης, τονίζοντας την ανάγκη διαπραγμάτευσης για τον τερματισμό του πολέμου «το συντομότερο δυνατό».
Αμέσως μετά από μια σύνοδο κορυφής για την ειρήνη στην Ουκρανία, που έγινε στην Ελβετία τον Ιούνιο, ο Ζελένσκι δήλωσε ότι ήθελε να προσκαλέσει τη Ρωσία στην επόμενη συνάντηση. Και παρά το δικό του διάταγμα, που απαγορεύει τις απευθείας συνομιλίες με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, δήλωσε ότι είναι ανοικτός σε επαφές με τον ρώσο πρόεδρο.
Αυτή η αλλαγή στη στάση του Ζελένσκι άνοιξε τον δρόμο για την αθόρυβη διπλωματία μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Πριν από λίγους μήνες οι δυο χώρες παραλίγο να καταλήξουν σε συμφωνία για την εξασφάλιση των εμπορικών ναυτιλιακών οδών στη Μαύρη Θάλασσα. Επιπλέον, πριν η επιχείρηση στο Κουρσκ διακόψει την προσπάθεια, είχαν προγραμματιστεί συνομιλίες στο Κατάρ για να συζητηθεί η απαγόρευση των χτυπημάτων κατά πολιτικών υποδομών.
Η διστακτική στροφή της Ουκρανίας προς τη διπλωματία είναι απολύτως κατανοητή. Χάνει σταθερά εδάφη από τις ρωσικές δυνάμεις τους τελευταίους 20 μήνες και ο λαός της έχει αρχίσει να κουράζεται, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν πλέον ότι σχεδόν το 50% των Ουκρανών τάσσεται υπέρ των διαπραγματεύσεων. Παρά την ψήφιση νομοθεσίας τον Ιούνιο, η οποία διευρύνει τη στρατιωτική κινητοποίηση της χώρας, η εξασφάλιση ανθρώπινου δυναμικού παραμένει μια πρόκληση.
Η οικονομία συνεχίζει να υποφέρει από τα τακτικά ρωσικά χτυπήματα στις υποδομές της χώρας, με περίπου το 50% της ηλεκτροπαραγωγικής ικανότητας της Ουκρανίας να έχει τεθεί εκτός λειτουργίας. Και οι ουκρανοί ηγέτες ανησυχούν δικαιολογημένα ότι η πολιτική υποστήριξη για περαιτέρω πακέτα βοήθειας μπορεί να μειωθεί, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.
Η επιχείρηση στο Κουρσκ θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια ένδειξη ότι το παράθυρο για διπλωματία έχει κλείσει στο Κίεβο, ή να θεωρηθεί ότι η αναφορά του Ζελένσκι σε διαπραγματεύσεις ήταν απλώς μια κάλυψη για το αιφνιδιαστικό χτύπημα. Το αντίθετο φαίνεται, ωστόσο, να συμβαίνει. Κορυφαίοι ουκρανοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του Ζελένσκι, έχουν συνδέσει ρητά την επιχείρηση στο Κουρσκ με τις προσπάθειες να αυξηθεί η επιρροή της Ουκρανίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι πόλεμοι συχνά κλιμακώνονται λίγο πριν αρχίσουν οι συνομιλίες για τον τερματισμό τους, κάτι που μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει και τώρα.
Ενα παράθυρο ευκαιρίας για τη διπλωματία έχει επίσης ανοίξει στην Ουάσινγκτον. Τώρα που ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεν διεκδικεί την επανεκλογή του, θα μπορούσε να ενισχύσει την κληρονομιά του βοηθώντας την Ουκρανία να κινηθεί προς ένα τελικό διπλωματικό στάδιο. Η εξασφάλιση μιας συμφωνίας που θα επιτρέπει στο 80% της Ουκρανίας που εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης του Κιέβου να ευημερεί –παρά τα σχεδόν τρία χρόνια αδυσώπητης επίθεσης από έναν πολύ μεγαλύτερο γείτονα– θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχία στο πλαίσιο οποιασδήποτε λογικής αποτίμησης.
Οποτε και αν τελειώσουν οι μάχες, οι ΗΠΑ μπορούν και πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται για την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας χρησιμοποιώντας διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά εργαλεία, μεταξύ άλλων αναγκάζοντας το Κρεμλίνο να πληρώσει ένα τίμημα για την κατοχή από πλευράς του, για όσο καιρό και αν αυτή διαρκέσει.
Από την πλευρά της, η Ουκρανία καλό θα ήταν να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις νωρίτερα παρά αργότερα, αξιοποιώντας την αυξημένη δυνατότητα πίεσης που της παρέχει η στρατιωτική της πρόοδος στο Κουρσκ. Οι αδικαιολόγητες καθυστερήσεις είναι πιθανό να αποδυναμώσουν, αντί να ενισχύσουν, τα χαρτιά της Ουκρανίας, διότι οι δυνάμεις της στο Κουρσκ θα μπορούσαν να αναγκαστούν να υποχωρήσουν, οι ρωσικές δυνάμεις να σημειώσουν πρόσθετα κέρδη στο Ντονμπάς, ή και τα δύο.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να βοηθήσουν την Ουκρανία να προσχωρήσει σε αποτελεσματικά βήματα για την αποκλιμάκωση της σύγκρουσης, βασιζόμενες στις διακοπείσες συνομιλίες για το άνοιγμα των ναυτιλιακών οδών της Μαύρης Θάλασσας και τον περιορισμό των χτυπημάτων σε μη στρατιωτικές υποδομές. Περαιτέρω μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τον ορισμό περιοχών στα μετόπισθεν –όπως η Κριμαία και όλα τα ουκρανικά αστικά κέντρα– ως περιοχών εκτός ορίων για πλήγματα σε βάθος. Εν τέλει, η Ουκρανία και η Ρωσία θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ζώνες απεμπλοκής κατά μήκος της γραμμής του μετώπου των 965 χλμ., οι οποίες θα λειτουργούσαν ουσιαστικά ως δοκιμαστικές περιοχές για μια ευρύτερη εκεχειρία.
Η ουκρανική και η ρωσική κυβέρνηση θα μπορούσαν επίσης να συμφωνήσουν για την αποτροπή μελλοντικών εισβολών στα μη αμφισβητούμενα τμήματα των διεθνών συνόρων, όπως η εισβολή της Ρωσίας στην περιοχή του Χάρκοβο την περασμένη άνοιξη και η πιο πρόσφατη επιχείρηση της Ουκρανίας στο Κουρσκ. Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να θέσουν τις βάσεις για τη διαπραγμάτευση μιας διαρκούς ειρήνης.
Βεβαίως, η προθυμία της ίδιας της Ρωσίας να κάνει τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης, πόσο μάλλον της κατάπαυσης του πυρός, είναι εξαιρετικά αβέβαιη. Ο Πούτιν απάντησε στην εισβολή της Ουκρανίας στο Κουρσκ δηλώνοντας ότι οι διαπραγματεύσεις είναι πλέον αδύνατες. Αλλά αξίζει να τεστάρουμε αυτό το ενδεχόμενο. Με την επιχείρηση στο Κουρσκ να έχει αποδείξει την ικανότητα της Ουκρανίας να επιβάλει περαιτέρω κόστος στη Ρωσία, ο Πούτιν έχει μεγαλύτερο κίνητρο να εμπλακεί. Και όποιες κι αν ήταν οι ψευδαισθήσεις του όταν ξεκίνησε αυτή τη βίαιη εισβολή, μετά από δυόμισι χρόνια περιορισμένων κερδών στο πεδίο της μάχης με εξαιρετικά υψηλό κόστος, ακόμη και ο Πούτιν πρέπει τώρα να καταλάβει ότι οι διαπραγματεύσεις είναι ένα ζήτημα που αφορά στο πότε, όχι στο αν.
Εάν το Κρεμλίνο απορρίψει τις προτάσεις για αποκλιμάκωση, τουλάχιστον τότε ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα γνωρίζει ότι η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται για την ειρήνη. Μια τέτοια ξεκάθαρη αποτύπωση των πραγμάτων δεν θα βοηθούσε μόνο να διατηρηθεί ο σημερινός διεθνής συνασπισμός για την υποστήριξη της Ουκρανίας – θα μπορούσε επίσης να προσελκύσει περισσότερες χώρες από τον Παγκόσμιο Νότο, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν μέχρι στιγμής αρνηθεί να πάρουν θέση, παρά την αδιαμφισβήτητη επιθετικότητα της Ρωσίας εναντίον του γείτονά της. Η ρωσική αδιαλλαξία θα μπορούσε ακόμη και να πείσει την Κίνα να αποστασιοποιηθεί από τον πόλεμο του Πούτιν και να τον πιέσει να αναζητήσει μια διπλωματική διέξοδο.
Δεδομένης της μεγάλης έντασης των σημερινών μαχών, η οριστικοποίηση μιας κατάπαυσης του πυρός πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του νέου προέδρου των ΗΠΑ είναι μάλλον απίθανη. Αλλά οι ΗΠΑ μπορούν ακόμη και τώρα να επιδιώξουν σταδιακά βήματα που θα μετριάσουν αισθητά τις ανθρώπινες απώλειες και την καταστροφή. Τέτοια βήματα θα ήταν πολύτιμα από μόνα τους και θα έθεταν τις βάσεις ώστε ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ να εργαστεί για τον τερματισμό αυτής της ολέθριας σύγκρουσης.
O Samuel Charap είναι Διακεκριμένος Επικεφαλής για τη Ρωσία και την Ευρασιατική Πολιτική και ανώτερος πολιτικός επιστήμονας της δεξαμενής σκέψης RAND, ενώ υπηρέτησε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Ο Charles A. Kupchan είναι καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Georgetown και ανώτερος συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Council on Foreign Relations, ενώ έχει υπηρετήσει στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ υπό τους προέδρους Μπιλ Κλίντον και Μπαράκ Ομπάμα. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News