Για μεγάλη παραίτηση έκανε εμμέσως λόγο ο ιδρυτής και πρόεδρος του Oμίλου Eurasia Ιαν Μπρέμερ, αναφερθείς στο παγκόσμιο κενό ηγεσίας, κατά την πολυαναμενόμενη ομιλία του για την Κατάσταση του Κόσμου την οποία εκφώνησε την προηγούμενη εβδομάδα στο Τόκιο.
Οσον αφορά ειδικά τους δύο μεγάλους πολέμους που μαίνονται ανά τον κόσμο, οι ΗΠΑ και η Κίνα, δηλαδή δύο υπερδυνάμεις των καιρών μας, οι οποίες θα έπρεπε να ενδιαφέρονται και να εργάζονται από κοινού για τη σταθερότητα, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συγκρατήσουν τους αντίστοιχους συμμάχους τους που προκαλούν αστάθεια. Και η εν λόγω κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί λόγω της αναταραχής (εάν όχι του χάους, δεδομένης της ακραίας πόλωσης που επικρατεί) που αναμένεται να επικρατήσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ από την επομένη της εξαιρετικά κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης της 5ης Νοεμβρίου, είτε νικήσει η Κάμαλα Χάρις είτε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Απουσία ηγεσίας
Οπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η εκτίμηση του αμερικανού πολιτικού επιστήμονα, συγγραφέα και επιχειρηματία είναι ζοφερή: «πρέπει να αναγνωρίσουμε πόσο επικίνδυνες καθίστανται οι τρέχουσες συρράξεις. Καμία από τις μεγάλες συγκρούσεις στον κόσμο σήμερα δεν οδεύει προς μια βιώσιμη διευθέτηση. Η Ουκρανία βρίσκεται σε τροχιά διχοτόμησης (…) Οι Παλαιστίνιοι είναι προορισμένοι να απομακρυνθούν από τα εδάφη τους και να ξεχαστούν για άλλη μια φορά», είπε, προσθέτοντας, σε άλλο σημείο της ανάλυσής του ότι «αυτό που πρέπει να μας ανησυχεί περισσότερο είναι η απουσία ηγεσίας. Οι Αμερικανοί δεν κάνουν τίποτα στη Μέση Ανατολή παρά την επιρροή τους (…), οι Κινέζοι δεν κάνουν τίποτα με τη Ρωσία ή τη Βόρεια Κορέα παρά την επιρροή τους».
Σύμφωνα με τον Μπρέμερ, οι ΗΠΑ έχουν αποποιηθεί των ευθυνών τους για τη Μέση Ανατολή. «Είναι με διαφορά ο πιο σημαντικός σύμμαχος του Ισραήλ στον κόσμο και δεν έχουν ασκήσει καμία πολιτική επιρροή για να τερματιστεί αυτή η σύρραξη. Δεν κάθονται στο περιθώριο αλλά υποστηρίζουν ενεργά την ικανότητα του Ισραήλ να διεξάγει έναν πόλεμο που καταστρέφει τους Παλαιστίνιους και τώρα τον λαό του Λιβάνου. Δεν μιλάω για εγκατάλειψη του Ισραήλ. Δεν λέω να σταματήσει το Ισραήλ να έχει το δικαίωμα να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Οχι, μιλάμε για χρήση οποιασδήποτε επιρροής στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για τη δημιουργία σταθερότητας. Εννοώ ότι οι Αμερικάνοι λένε πολλά πράγματα. Θέλουν λύση δύο κρατών. Θέλουν ανθρωπιστική βοήθεια. Τι έχουν κάνει για αυτό;», διερωτήθηκε ο ιδρυτής του Eurasia Group.
Ανάλογη στάση τηρούν και οι Κινέζοι, σύμφωνα με τον ίδιο: «Λένε πως θέλουν μια τάξη βασισμένη σε κανόνες. Λένε ότι είναι φίλοι των Ουκρανών, ότι υποστηρίζουν την εδαφική τους ακεραιότητα. Στο Καζάν, ο Σι Τζινπίνγκ βρισκόταν στη σκηνή με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Τι κάνει (ο κινέζος πρόερος) για να διατηρήσει τη διεθνή τάξη; Τι κάνει με τον Πούτιν; Υποστηρίζει ενεργά την ικανότητα της Ρωσίας να παρατείνει μια παράνομη εισβολή και να φτάσει στα πρόθυρα ενός πολέμου με το ΝΑΤΟ. Και ο υπόλοιπος κόσμος, οπότε, απλώς συνηθίζουμε σε ένα υψηλότερο επίπεδο αστάθειας».
Προς τα πού οδεύει ο πόλεμος στην Ουκρανία
Εστιάζοντας στην Ουκρανία, ο Μπρέμερ υποστήριξε πως όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, είναι ξεκάθαρο προς τα πού οδεύει ο πόλεμος. Υπενθύμισε πως η Ουκρανία δεν διαθέτει ούτε το ανθρώπινο δυναμικό ούτε τη δύναμη πυρός που θα χρειαζόταν ώστε να ανακτήσει τα κατεχόμενα από τους Ρώσους εδάφη της, ενώ ο Πούτιν κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να τα επιστρέψει οικειοθελώς.
«Δεν βλέπω μια μαγική τρίτη επιλογή, το οποίο σημαίνει ότι χωρίς μια ειρηνευτική συμφωνία, η χώρα θα διχοτομηθεί τελικά, ακόμα και εάν η Ουκρανία και η Δύση δεν αναγνωρίσουν ποτέ τα νέα σύνορα που διεκδικεί η Ρωσία. Και το πραγματικό ερώτημα είναι εάν μια μεταπολεμική Ουκρανία μπορεί να περιμένει ένα καλύτερο μέλλον μέσω της βαθύτερης ενσωμάτωσης στον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό είναι δυνατό, αλλά είναι δύσκολο», κρίνει ο αμερικανός ειδικός.
Ο Μπρέμερ θεωρεί ότι η Ουκρανία είναι σε θέση να αναμένει ένα καλύτερο μέλλον, ακόμη και εάν η απροθυμία των Ζελένσκι και Πούτιν να προβούν σε ουσιαστικές παραχωρήσεις, καθιστά σχεδόν απίθανο το ενδεχόμενο επίτευξης ενός συμβιβασμού μέσω διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, το όποιο καλύτερο μέλλον της Ουκρανίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υποστήριξη –διπλωματική, οικονομική και σε επίπεδο ασφαλείας– που θα λάβει το Κίεβο από τους συμμάχους του στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
Από την άποψη της διπλωματίας, το καλύτερο που μπορεί να αναμένεται, είναι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ωστόσο «ακόμη και εάν αν η τελική απάντηση είναι ναι (…) η προσπάθεια θα διαρκέσει πολλά χρόνια και η διαδικασία θα καταστεί δυσκολότερη, καθώς λαϊκιστικά και εθνικιστικά και φιλορωσικά πολιτικά κόμματα και πολιτικοί κερδίζουν περισσότερο έδαφος σε όλη την ΕΕ».
Οσο για την οικονομική υποστήριξη, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Οι εκτεταμένες καταστροφές που προξένησαν οι Ρώσοι σε ενεργειακές και άλλες κρίσιμες υποδομές της Ουκρανίας, έχουν αυξήσει δραματικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολο για τη χώρα να συνεχίσει απλώς να έχει μια οικονομία, πόσω μάλλον να διεξάγει έναν πόλεμο. Και αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο η Ευρώπη είναι λιγότερο πρόθυμες (και λιγότερο ικανές) να συνεχίσουν να υποστηρίζουν οικονομικά το Κίεβο, τουλάχιστον στον βαθμό που το έκαναν έως σήμερα.
Ο Τραμπ έχει ήδη δηλώσει ότι θέλει να τερματίσει τον πόλεμο και, εάν για να συμβεί αυτό θα πρέπει να σταματήσει τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ, τότε θα το κάνει ενώ, όπως το έθεσε ο Μπρέμερ, ακόμη και με την Χάρις στον Λευκό Οίκο, θα ασκηθούν αντίστοιχες πιέσεις. Δεδομένων των δικών της δημοσιονομικών προβλημάτων, ακόμη και η Γερμανία μείωσε κατά 50% την οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία για την επόμενη χρονιά. Σε αυτό το πλαίσιο, μια συμφωνία καθίσταται ακόμη πιο κρίσιμη για τους Ουκρανούς, συγχρόνως, όμως, περιορίζονται σημαντικά οι πιθανότητες να αποδεχτεί να καθίσει στο τραπέζι το διαπραγματεύσεων ο Πούτιν.
Αυτό καθιστά, αυτομάτως, σημαντικό το ζήτημα της υποστήριξης της Ουκρανίας από την άποψη της ασφάλειας, το οποίο εκκρεμεί εδώ και δύο δεκαετίες. Το κρίσιμο ερώτημα είναι γνωστό: θα κληθεί η Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, καθώς γίνεται κατανοητό πως η χώρα δεν είναι σε θέση να αντιστέκεται επ’ αόριστον στις όποιες εχθρικές (και βορειοκορεατικές, πλέον πέρα από ρωσικές) δυνάμεις.
Οπως εξηγεί ο Μπρέμερ, ο τομέας της ασφάλειας είναι αυτός στον οποίο η δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία είναι περισσότερο αβέβαιη, γιατί η προσχώρηση της χώρας στο ΝΑΤΟ αποτελεί κατεξοχήν κόκκινη γραμμή του Πούτιν, οπότε δύσκολα θα μπορούσε να συμβεί αυτό, δίχως περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.
Πλέον οι ηγέτες της Δύσης αναγνωρίζουν πως τα όποια περιθώρια οικονομικής και στρατιωτικής αρωγής της Ουκρανίας τείνουν να εξαντληθούν, το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να ασκηθεί περισσότερη πίεση στο Κίεβο ώστε να συναινέσει στη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με στόχο την εκεχειρία.
Το σενάριο της εκχώρησης ουκρανικών εδαφών με αντάλλαγμα την ένταξη στο ΝΑΤΟ, θα μπορούσε κατά τον Μπρέμερ να αποβεί εποικοδομητικό, «διότι ενδέχεται να κέρδιζε διεθνή υποστήριξη που θα μπορούσε να ασκήσει περισσότερη πίεση στη Ρωσία».
Συνοψίζοντας τα δεδομένα, ο Μπρέμερ χαρακτήρισε τη συνεχή διπλωματική υποστήριξη της Ουκρανίας, ειδικά όσον αφορά την ένταξή της στην ΕΕ, ως ιδιαίτερα πιθανή, την οικονομική υποστήριξη απλώς ως πιθανή (αν και θα περιοριστεί) και την υποστήριξη από την άποψη της ασφάλειας ως λιγότερο πιθανή αλλά όχι αδύνατη.
Εν τω μεταξύ, όμως, «θα πρέπει να περιμένουμε ότι οι ρωσικές πρόοδοι με μεγάλο ανθρώπινο κόστος θα συνεχιστούν και θα πρέπει να αναμένουμε περισσότερο ασύμμετρο πόλεμο από την Ουκρανία και πραγματικούς κινδύνους στρατιωτικής κλιμάκωσης. Τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας παραμένουν παγωμένα και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας ανά τα χρόνια, ώστε να δημευτούν. Οι Δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας παραμένουν σε ισχύ και η G7 εξακολουθεί να βρίσκεται σε έναν ακήρυκτο υβριδικό πόλεμο με τη Ρωσία.
»Ο Πούτιν γερνάει, απομονώνεται περισσότερο, απομακρύνεται περαιτέρω από την καθημερινή διαδικασία λήψης αποφάσεων και καθίσταται πιο επιρρεπής σε παρορμητικά λάθη. Η συμμαχία της Ρωσίας με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, δύο κράτη-παρίες που επιδιώκουν να προκαλέσουν χάος στην παγκόσμια τάξη, θα γίνει ισχυρότερη (…) Με λίγα λόγια, ακόμα και αν μπορούμε να φανταστούμε ότι ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί μέσα σε ένα ή δύο χρόνια, ο ευρύτερος αγώνας της Ρωσίας ενάντια σε ολόκληρη τη Δύση καθίσταται πιο επικίνδυνος», πρόσθεσε ο Μπρέμερ.
Μέση Ανατολή: Το Ισραήλ ξεμένει από στόχους
Περνώντας στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, το πρώτο που σημείωσε ήταν πως εκεί η δυναμική είναι η ακριβώς αντίθετη. «Δεν υπάρχει κάποια έκβαση του πολέμου στη Γάζα που να σταθεροποιείται για το Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους. Δεν μπορώ να διακρίνω κάποια. Αλλά μακροπρόθεσμα οι περιφερειακές και παγκόσμιες προκλήσεις είναι πιθανώς λιγότερο επικίνδυνες από την άποψη της κλιμάκωσης από όσο είναι σε σχέση με τη Ρωσία. Οι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές συνεχίζονται, αλλά ο πόλεμος στη Γάζα έχει σχεδόν τελειώσει. Οι Ισραηλινοί ξεμένουν από στόχους», είπε.
Πράγματι οι Ισραηλινοί εξόντωσαν την ηγεσία της Χαμάς και μεταξύ των τουλάχιστον 40.000 ανθρώπων που σκοτώθηκαν στη Γάζα, είναι αναμφίβολα και χιλιάδες μαχητές της ισλαμιστικής οργάνωσης. Πλέον το πρόβλημα είναι η ανθρωπιστική κρίση, το ότι οι Παλαιστίνιοι της Γάζας δεν μπορούν όχι να ζήσουν αλλά ούτε καν να επιβιώσουν στα εδάφη τους. Ωστόσο, κάποια στιγμή, ανεξάρτητα από το εάν θα υπάρξει μια εκεχειρία, το Ισραήλ θα ανακοινώσει μονομερώς τον τερματισμό των εχθροπραξιών, διατηρώντας, φυσικά, το δικαίωμα να βάλλει κατά των όποιων στόχων, σύμφωνα, πάντα, με την κρίση και βούλησή του.
«Αλλά σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Τα περισσότερα στρατεύματα έχουν απομακρυνθεί από τη Γάζα. Πλέον επικεντρώνονται στον Λίβανο, στον νέο πόλεμο. Είναι αλήθεια λοιπόν ότι η κατάπαυση του πυρός είναι μάλλον απίθανη (…) Οχι ότι έχει σημασία στην παρούσα φάση. Και τα δεινά των Παλαιστινίων είναι παραπάνω από καταστροφικά. Ομως η μάχη στη Γάζα έχει σχεδόν τελειώσει», σύμφωνα, πάντα, με τον Ιαν Μπρέμερ.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι αδύνατο να προβλεφθεί οποιαδήποτε διευθέτηση που θα μπορούσε να ήταν αποδεκτή από τους Παλαιστίνιους ή τους όποιους ηγέτες τους. Γιατί ο πόλεμος, όπως εξελίχθηκε, αναπόφευκτα συνέβαλε στη ριζοσπαστικοποίηση σημαντικού αριθμού Παλαιστινίων στη Γάζα αλλά και στη Δυτική Οχθη, όπου οι ισραηλινοί έποικοι εκμεταλλεύτηκαν την περίσταση, για να επεκτείνουν περαιτέρω τους οικισμούς τους εντός των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών τους τελευταίους μήνες.
«Οπότε ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, οι Παλαιστίνιοι είναι πιο πρόθυμοι από όσο ήταν πριν από έναν χρόνο, να υποστηρίξουν ηγέτες που τάσσονται υπέρ της επαναστατικής δράσης κατά του Ισραήλ και ο κίνδυνος θανατηφόρων τρομοκρατικών επιθέσεων στο Ισραήλ, στην περιοχή και ευρύτερα, έχει αυξηθεί κατακόρυφα, και νομίζω πως αυτό θα κρατήσει γενιές», προειδοποίησε ο Μπρέμερ.
Συγχρόνως υποστήριξε ότι ο πόλεμος κατέστησε ακόμη πιο ανάλγητους και τους Ισραηλινούς και απομάκρυνε ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο οποιαδήποτε ισραηλινή κυβέρνηση, υπό τον Νετανιάχου ή οποιονδήποτε άλλον, να συζητήσει σοβαρά, τουλάχιστον στο απώτερο μέλλον, το σενάριο της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους.
Ομως οι προοπτικές για τη Μέση Ανατολή είναι πιο ευοίωνες.
«Οι Συμφωνίες του Αβραάμ –καινοτόμες διευθετήσεις που ενισχύουν τη σταθερότητα μεταξύ χωρών που κάποτε μισούσαν η μία την άλλη– εξακολουθούν να ισχύουν, σωστά; Θέλω να πω, πηγαίνεις στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, βλέπεις Ισραηλινούς, τουρίστες να περνούν υπέροχα, να επενδύουν, να κάνουν μπίζνες (…) Δεν θέλουν να σταματήσει αυτό. Θέλουν να εξελιχθεί αυτή η σχέση.
»Η Σαουδική Αραβία απαιτεί δημόσια από το Ισραήλ να επιτρέψει τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους προκειμένου να εξομαλυνθούν οι σχέσεις. Αλλά οι Σαουδάραβες συνεχίζουν επίσης να εργάζονται παρασκηνιακά για να βελτιώσουν τις οικονομικές σχέσεις και τις σχέσεις ασφαλείας με την ισραηλινή κυβέρνηση. Νομίζω ότι μετά το τέλος του πολέμου αυτή η διαδικασία θα ενισχυθεί», προέβλεψε ο Μπρέμερ.
Θύμισε επίσης ότι «το Ιράν και η Σαουδική Αραβία ομαλοποίησαν τις διπλωματικές σχέσεις τους, όχι λόγω του Τραμπ, εξαιτίας του Σι Τζινπίνγκ. (Οι Κινέζοι) υπήρξαν απίστευτα επιφυλακτικοί με τους Ιρανούς σχετικά με τα αντίποινα εναντίον του Ισραήλ, ακόμη και όταν οι Ισραηλινοί σκότωσαν τους ηγέτες της Χεζμπολάχ, καθώς αποδεκάτιζαν τον στρατό της Χεζμπολάχ, εισβάλλοντας στον νότιο Λίβανο. Θέλω να πω ότι οι Χούθι της Υεμένης θα συνεχίσουν να πραγματοποιούν επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα, με την υποστήριξη του Ιράν, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να πυροδοτήσει έναν ευρύτερο πόλεμο στη Μέση Ανατολή, τον οποίο καμία από τις δυνάμεις στην περιοχή δεν θέλει».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι «εάν όλοι στην περιοχή γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν το Ισραήλ, οι Ισραηλινοί είναι αυτοί που θα καθορίσουν το επίπεδο της κλιμάκωσης και το πότε θα τερματιστεί, και για αυτό οι τιμές του πετρελαίου κυμαίνονται μόλις κάτω από τα τα 70 δολάρια αυτή τη στιγμή. Το ζήτημα είναι οι οικονομικές προκλήσεις της Κίνας, η αμερικανική παραγωγή, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ΟΠΕΚ. Το ζήτημα δεν είναι ένας πόλεμος στη Μέση Ανατολή. Οπότε η πιο πιθανή μακροπρόθεσμη επίπτωση του πολέμου είναι η ολοένα μεγαλύτερη αποστασιοποίηση των μακροχρόνιων φίλων και συμμάχων στη Δύση από την κυβέρνηση του Ισραήλ».
Το οποίο, ωστόσο, θα συνεχίσει να είναι μια «μικρή, ασύμμετρα ισχυρή χώρα από οικονομικής, στρατιωτικής και τεχνολογικής απόψεως. (Οι Ισραηλινοί) θα συνεχίσουν να μπορούν να αμύνονται αποτελεσματικά. Και οι Παλαιστίνιοι σταδιακά θα χαθούν από τα πρωτοσέλιδα, όπως ακριβώς όπως συνέβη με τους Ρώσους και τους Ουκρανούς τα τελευταία δύο χρόνια. Νομίζω ότι η Μέση Ανατολή θα σταθεροποιηθεί, γιατί οι πιο ισχυροί παράγοντες της περιοχής γνωρίζουν όλοι ότι δεν θέλουν και δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά έναν ευρύτερο πόλεμο», προέβλεψε ο Μπρέμερ, κάνοντας λόγο για δυναμική «πολύ διαφορετική από εκείνη μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News