Ποιος δεν τον θυμάται ως αρρενωπό, πλην γκέι «Ρενάτο» στο «Κλουβί με τις Τρελές»;
Ως «Εμερεζιάνο» στο «Ελάτε να πάρετε τον καφέ σ’ εμάς»;
Ή, ακόμη καλύτερα, ως «Λέλο» στην καλύτερη ιταλική κωμωδία όλων των εποχών, «Οι εντιμότατοι φίλοι μου»;
Ο απολαυστικός Ούγκο Τονιάτσι δεν υπήρξε μόνο ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της «κομέντια ιταλιάνα», αλλά ένας πραγματικός ογκόλιθος της υποκριτικής, ένας «ιταλικός σουγιάς»-πολυεργαλείο που μπορούσε να παίξει τα πάντα εξίσου καλά – άσχετα αν ο ίδιος ήταν απολύτως ταγμένος στο αγαπημένο του είδος, την κωμωδία.
Ο Τονιάτσι, που γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1922, κέρδισε άπειρα βραβεία, με κυριότερα όλων το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών για την ερμηνεία του στην ταινία «Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου» το 1981.
Επίσης, έλαβε υποψηφιότητα για τη Χρυσή Σφαίρα Α’ Ανδρικού ρόλου για την κωμωδία «Πολύ δουλειά για έναν άνδρα» (1968) και ως σκηνοθέτης τη Χρυσή Άρκτο για την ταινία «Το φύσημα της μύτης» (1967).
Αλλά φυσικά έκανε τη χαρακτηριστική του εμφάνιση σε πλείστες ταινίες: «Το μεγάλο φαγοπότι», «Κάτω τα χέρια απ’ τη λευκή γυναίκα», «Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας», «Ποιος κοιμήθηκε με τη γυναίκα μου;», «Τα απόρρητα της καμπίνας 19», «Μοντέρνα τέρατα», «Η κρεβατοκάμαρα του επισκόπου».
Όμως τη δεκαετία του ’80, μπαίνοντας στα 60 του χρόνια, είχε να παλέψει και με την κατάθλιψη, μέχρι που έκλεισε τα μάτια του στις 27 Οκτωβρίου του 1990 σε ηλικία 68 ετών.
Την κινηματογραφική παρακαταθήκη του συνεχίζει, ουσιαστικά, ο (σκηνοθέτης και ηθοποιός) γιος του, Ρίκι, ο οποίος μίλησε στην Corriere della Sera για τη ζωή του με τον «μπαμπά Ούγκο».
«Όταν κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι τον πατέρα μου, σκέφτομαι το πονηρό του χαμόγελο και τον ίδιο με ένα αστείο σορτς και μαγειρική ποδιά να κόβει ένα κρεμμύδι και να μου λέει: “Eλα και δώσε μου ένα χεράκι επιτέλους, τι στέκεσαι εκεί και με κοιτάς;”», λέει ο 65χρονος Ρίκι.
Ο Τονιάτσι θυμάται τον πατέρα του να είναι απαλλαγμένος από στερεότυπα περί γυναικών και ανδρών.
«Υποστήριζε τη μητριαρχία. Μας φρόντισε, μας μαγείρευε και μας “τάιζε” με τις εμπειρίες του, το χιούμορ του, τις συμβουλές του – αλλά χωρίς ποτέ του να γίνει διδακτικός».
Όπως λέει, το αγαπημένο του θέμα ήταν ασφαλώς ο κινηματογράφος και κατόπιν οι γυναίκες.
Τις αγαπούσε τις γυναίκες, αλλά ο Ρίκι θυμάται διαρκώς μια ιστορία από τον πατέρα του σχετικά με μια γυναίκα που τον αδίκησε στο παρελθόν ή με μια άλλη που έμπλεξε άσχημα μαζί της.
«Μου έλεγε ιστορίες αποτυχημένων ερωτοτροπιών με γυναίκες», θυμάται, προσθέτοντας ότι «οι κριτικοί τον κατηγόρησαν επειδή δεν είχε κάποιο ευδιάκριτο δικό του χαρακτηριστικό, όπως ένα καπέλο, που χρησιμοποιούσαν άλλοι συνάδελφοί του ως σήμα κατατεθέν τους», τονίζει.
Φυσικά, οι ομότεχνοί του τον εκτιμούσαν απεριόριστα.
«Ο Παζολίνι είχε πει για αυτόν ότι ήταν το πιο ευαίσθητο και ευφυές άτομο που είχε γνωρίσει ποτέ του και ο Ούγκο πάντα καμάρωνε για αυτό».
Μετά το σινεμά και τον ποδόγυρο, το αμέσως επόμενο πάθος του ήταν το φαγητό.
«Πάνω απ’ όλα έβαζε το θέατρο και την υποκριτική και το χειροκρότημα των θεατών του», επισημαίνει ο Τονιάτσι και κατόπιν θυμάται τι έλεγε για τον πατέρα του ο σκηνοθέτης Μάρκο Φερέρι:
«Ο ηθοποιός Tονιάτσι ήταν κρυμμένος κάτω από τον άνθρωπο. Γιατί ο Ούγκο ήταν πρωτίστως άνθρωπος και εκπληκτικός χαρακτήρας».
«Ο πατέρας μου ήταν όντως ένας γενναιόδωρος άνθρωπος και αμέσως μετά είχε στιγμές που «έπεφτε» πολύ ψυχολογικά, ίσως επειδή έφερνε στο σπίτι τους ρόλους και τους χαρακτήρες που υποδυόταν κατά καιρούς», λέει ο 65χρονος Ρίκι, καταλήγοντας με νόημα: «Και τότε ήταν που ήρθαν τα δύσκολα: έπαθε κατάθλιψη, φοβόταν ότι θα πεθάνει, δεν ήθελε να κάνει τίποτα, νόμιζε ότι τα έκανε όλα λάθος, δεν πεινούσε και δεν έτρωγε καν. Για κάποιον σαν και αυτόν, έναν ενεργητικό και υπερκινητικό άνδρα, ο οποίος διάβαζε εφημερίδες και σενάρια από νωρίς το πρωί, ήταν παράξενο. Κοντά στο τέλος της ζωής του σκεφτόταν ότι το ιταλικό σινεμά τον είχε ουσιαστικά αποβάλει από τους κόλπους του».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News