Ως καλλιτέχνης, ο Σάι Τουόμπλι ήταν ένα είδος βανδάλου αποφασισμένου να καταστρέψει τη μεγάλη παράδοση της Δυτικής τέχνης. Αλλά αυτό που κατέληξε να εκφράσει με τα έργα του, και σχεδόν καταναγκαστικά να εξομολογηθεί, ήταν η παθιασμένη αγάπη του για αυτή την παράδοση.
Ο Τουόμπλι ήταν ο πιο αντιφατικός από τους μεγάλους του 20ού αιώνα, γράφει ο κριτικός τέχνης Σεμπάστιαν Σμι στην εφημερίδα The Washington Post, με αφορμή την έκθεση «Cy Twombly: Making Past Present» στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, που εγκαινιάστηκε στις 14 Ιανουαρίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 7 Μαΐου.
Ηταν ένας σχολαστικός μοντερνιστής. Ωστόσο, είχε και μια άλλη πλευρά, που εκφραζόταν μέσω της αγάπης που έτρεφε για τους πολιτισμούς της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, αλλά και της Αιγύπτου και της Εγγύς Ανατολής. Εζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ιταλία, γοητευμένος από τα απομεινάρια της αρχαιότητας· ήταν μια έλξη ρομαντική και ερασιτεχνική, ταυτόχρονα όμως παθιασμένη: «Αυτό που προσπαθώ να εδραιώσω», είχε πει, «είναι ότι η Μοντέρνα Τέχνη δεν είναι αποκομμένη, αλλά έχει ρίζες, παράδοση και συνέχεια».
Με τις τεράστιες και αδέξιες πινελιές του και την τάση του να ζωγραφίζει με τα δάχτυλα, κάνοντας μικρές σπασμωδικές κινήσεις, ως επίγονος του Τζάκσον Πόλοκ, ο Τουόμπλι εγκατέλειψε την παραστατική ζωγραφική, υιοθετώντας τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Και ακριβώς όπως ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ, προσπάθησε να αναιρέσει τη δική του ευκολία, ζωγραφίζοντας με κλειστά μάτια (και συχνά μεθυσμένος) και να ξεμάθει να σχεδιάζει, εξασκούμενος για ώρες τη νύχτα μέσα στο σκοτάδι.
Οπως γράφει ο Σεμπάστιαν Σμι στην Washington Post, ο τεχνοκριτικός Κόπλαντ Μπεργκ, όταν είδε μια από τις πρώτες εκθέσεις του Τουόμπλι, χαρακτήρισε τους πρώιμους πίνακες του αμερικανού καλλιτέχνη «επαναστατημένους», «πραγματικά σοκαριστικούς» και «τη χειρότερη έκθεση που έχω δει ποτέ στο Σικάγο», παρ’ όλο που κατά βάθος τους θαύμαζε.
Ζωγράφος, γλύπτης και φωτογράφος, ο Εντουιν Πάρκερ Τουόμπλι, όπως ήταν το όνομά του, γεννήθηκε το 1928 στο Λέξινγκτον της Βιρτζίνια. Σπούδασε στο Black Mountain College της Βόρειας Καρολίνας, όπου συναναστράφηκε με μια ομάδα πρωτοπόρων που θα έφερναν επανάσταση στην αισθητική του 20ού αιώνα, μεταξύ των οποίων ο εικαστικός Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, ο συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής Τζον Κέιτζ και ο ποιητής Τσαρλς Ολσον. Εκείνη την περίοδο άλλαξε το όνομά του· όπως είχε κάνει και ο πατέρας του, δανείστηκε το παρατσούκλι του κορυφαίου παίκτη (πίτσερ) του μπέιζμπολ, Σάι Γιανγκ .
Μια ταξιδιωτική υποτροφία από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια τού έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθεί το 1952-53 τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική, μαζί με τον Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ. Σε εκείνο το πρώτο ταξίδι του άρχισε να συλλέγει αρχαιότητες σε υπαίθριες αγορές, ακονίζοντας τις κεραίες μιας ευαισθησίας που τον συνέδεαν με τον αρχαίο κόσμο.
Πέντε χρόνια αργότερα μετακόμισε οριστικά στη Ρώμη. Το 1959 παντρεύτηκε τη βαρόνη Τατιάνα Φρανκέτι, με την οποία απέκτησαν έναν γιο, τον Σάιρους Αλεσάντρο Τουόμπλι, επίσης ζωγράφο, ο οποίος ζει στη Ρώμη. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια, πριν πεθάνει στη Ρώμη το 2011 σε ηλικία 83 ετών, ο Τουόμπλι επέστρεφε κάθε χρόνο στη Βιρτζίνια.
Αυτό που σηματοδοτεί το έργο του πιο έντονα, γράφει ο Σεμπάστιαν Σμι στην Washington Post, είναι η ξεκάθαρη επίγνωσή του για τη θνητότητα. Καταλάβαινε ότι οι άνθρωποι είναι πιθανώς οι μοναδικοί ανάμεσα στα έμβια όντα που γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν. Αυτή η γνώση σημαίνει ότι ζούμε, όπως ο Ορφέας, σε δύο κόσμους, και μας οδηγεί στη δημιουργία της ψευδαίσθησης ότι η ζωή μας έχει πλοκή και νόημα.
Συχνά, η στάση του ήταν παιχνιδιάρικη. Είχε επίγνωση της τεράστιας απόστασης που τον χώριζε από την Αρχαιότητα. Δεν ήταν ακαδημαϊκός ερευνητής. Ποτέ δεν έμαθε ελληνικά ή λατινικά, δεν μιλούσε καν άπταιστα ιταλικά. Αλλά ήταν βαθύς και παθιασμένος αναγνώστης, τόσο των κλασικών έργων (σε μετάφραση) όσο και της σύγχρονης ποίησης: διάβαζε, μεταξύ άλλων, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Κωνσταντίνο Καβάφη και Γουάλας Στίβενς. Ηταν συλλέκτης γλυπτών της Κλασικής Αρχαιότητας, αν και δεν ήταν γνώστης και τα περισσότερα από αυτά ήταν αντίγραφα. Επιπλέον, ταξίδευε συνεχώς.
Θεϊκός διάλογος αρχαίας και σύγχρονης τέχνης στην Αθήνα
Το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης κάνει τώρα αυτό που κανένα άλλο μουσείο δεν έχει επιχειρήσει στο παρελθόν, γράφει ο Σεμπάστιαν Σμι. Τοποθετώντας με σύνεση έργα του Τουόμπλι δίπλα σε κλασικά αγάλματα και άλλα απομεινάρια αρχαίων πολιτισμών της Μεσογείου, η έκθεση «Cy Twombly: Making Past Present», αποκαλύπτει τη φύση και το εύρος της αγάπης του αμερικανού καλλιτέχνη για την Αρχαιότητα.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στη δεύτερη έκθεση (τέσσερα έργα του Σάι Τουόμπλι είχαν παρουσιαστεί στην Αθήνα το 2009, με αφορμή τα εγκαίνια του αθηναϊκού παραρτήματος της γκαλερί Γκαγκόσιαν, στην οδό Μέρλιν), που αφιέρωσε το 2017 το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στον φιλέλληνα εικαστικό με τίτλο «Θεϊκοί Διάλογοι: Cy Twombly & Ελληνική Αρχαιότητα», παρουσιάστηκαν 27 σχέδια και γλυπτά του Τουόμπλι δίπλα σε έργα της Αρχαιότητας, ανοίγοντας έναν μοναδικό και πρωτότυπο διάλογο μεταξύ της αρχαίας ελληνικής και της σύγχρονης τέχνης.
Τα 12 αρχαία γλυπτά και αγγεία ήταν προσωρινά δάνεια μουσείων της Ιταλίας, της Κύπρου και της Ελλάδας – του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και των Αρχαιολογικών Μουσείων Ελευσίνας και Πολυγύρου. Μεταξύ των αρχαιοτήτων περιλαμβανόταν, μάλιστα, το αγγείο François, γνωστό και ως Κρατήρας του Κλειτία, ένα ορόσημο στην ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής κεραμικής και αγγειογραφίας, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά εκτός του αρχαιολογικού μουσείου της Φλωρεντίας.
Η έκθεση –εμπνευσμένη από τη μεγάλη αναδρομική έκθεση που είχε οργανώσει προηγουμένως στο Παρίσι το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού και κατά κάποιον τρόπο η συνέχειά της– παρουσιάστηκε την περίοδο που στην Αθήνα φιλοξενείτο η Documenta 14, και ήταν η πρώτη φορά που έργα του σύγχρονου αμερικανού καλλιτέχνη εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και την επαφή του με την Ελλάδα παρουσιάστηκαν δίπλα σε έργα της Αρχαιότητας.
Ακριβώς όπως οι πίνακες του Πόλοκ είναι υλικές αποδείξεις ενός διονυσιακού χορού γύρω από έναν καμβά απλωμένο στο πάτωμα, οι πίνακες του Τουόμπλι θυμίζουν τον απόηχο μιας οργιαστικής φρενίτιδας. Τα έργα του είναι σχεδόν ενοχλητικά οικεία, γεμάτα κηλίδες, μουτζούρες, λέξεις, επαναλαμβανόμενες γραμμές και γκράφιτι. Ωστόσο, τα αντιμετωπίζεις με μια αίσθηση καθυστέρησης: σαν να έχεις χάσει κατά κάποιον τρόπο το οργιώδες γλέντι και να έχουν απομείνει για να ερευνηθούν μόνο τα απομεινάρια του το άλλο πρωί στη μοναξιά, γράφει ο Σμι στην Washington Post.
Ωστόσο, αυτή η αίσθηση μπορεί να προκαλεί μεγάλη συγκίνηση, ακόμη και διέγερση. Κάποτε, μια Γαλλίδα περίμενε να φύγουν οι υπόλοιποι επισκέπτες από μια αίθουσα της περίφημης Cy Twombly Gallery, που στεγάζεται στο μουσείο Σύγχρονης Τέχνης The Menil Collection στο Χιούστον του Τέξας.
Οταν ένας φύλακας μπήκε στην αίθουσα, τη βρήκε να στέκεται γυμνή μπροστά στον μεγαλύτερο πίνακα που υπάρχει στην πινακοθήκη Σάι Τουόμπλι, ύψους σχεδόν 4 μ. και μήκους σχεδόν 16 μ. Πρόκειται για μια αλληγορία του ταξιδιού του Ορφέα στον Κάτω Κόσμο, ζωγραφισμένη μεταξύ 1972 και 1994· στο έργο έχουν δοθεί διάφοροι τίτλοι, μεταξύ των οποίων και «Πες Αντίο Κάτουλε, στις Ακτές της Μικράς Ασίας», ως αφιέρωμα στον Γάιο Βαλέριο Κάτουλο, λατίνο ποιητή επηρεασμένο κυρίως από ποιητές της Ελληνιστικής εποχής.
Ο φύλακας, γράφει ο Ραλφ Μπλούμενταλ στους New York Times, είπε στη γαλλίδα επισκέπτρια: «Μπορώ να θαυμάσω την ομορφιά σας, κυρία, αλλά αν δεν φορέσετε τα ρούχα σας θα είστε πιο διάσημη από τον ίδιο τον Σάι Τόυμπλι». Τότε, εκείνη ντύθηκε και έφυγε, αφήνοντας στο βιβλίο επισκεπτών του μουσείου το εξής μήνυμα: «Ο πίνακας με κάνει να θέλω να τρέχω γυμνή».
Ο Σάι Τουόμπλι επιβεβαίωσε την παράτολμη πράξη της σε μια σπάνια και πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στους New York Times, λέγοντας ότι ήταν ικανοποιημένος: «Κι εσύ δεν θα ήσουν; Είναι πολύ καλό αυτό. Αξεπέραστο. Ελα τώρα. Πόσοι άνθρωποι [θα μπορούσαν να το κάνουν];», είπε στον Μπλούμενταλ.
Εδώ και αιώνες, οι άνθρωποι αισθάνονται παρόμοια ερεθίσματα ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης. Ετσι πρέπει να ένιωθαν και οι Βάνδαλοι και οι Βησιγότθοι. Ο Ντονατέλο και ο Μπρουνελέσκι επίσης. Πώς μπορείς να ξεπεράσεις το Πάνθεον ή τον Παρθενώνα; Την «Ιλιάδα» του Ομήρου και την «Αινειάδα» του Βιργιλίου; Υπάρχει πάθος σε κάθε προσπάθεια. «Κάθε έννοια προόδου διαψεύδεται από την ύπαρξη της Ιλιάδας», έγραψε ο ιταλός συγγραφέας Ρομπέρτο Καλάσο. «Η τελειότητα του πρώτου βήματος κάνει κάθε ιδέα προοδευτικής ανόδου γελοία».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Την εκπληκτική έκθεση του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, που μπορεί άνετα να καυχηθεί για τη συλλογή εκθεμάτων του από την κλασική ελληνική, ρωμαϊκή και βυζαντινή Αρχαιότητα, διοργάνωσε η ελληνικής καταγωγής επιμελήτρια Χριστίνα Κοντολέων. Συνοδεύεται από έναν ωραίο κατάλογο με πολλές πληροφορίες. Ταυτόχρονα, φιλοξενεί μια μικρή έκθεση φωτογραφίας της Σάλι Μαν, φίλης του Τουόμπλι, με τίτλο «Sally Mann and Cy Twombly: Remembered Light».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News