Το καλοκαίρι του 1992 ο κορυφαίος έλληνας μπασκετμπολίστας όλων των εποχών συμπλήρωνε 13 υπέροχα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ήταν 35 ετών, και τίποτα δεν προμήνυε το πιο εκκωφαντικό «διαζύγιο» στα χρονικά του ελληνικού αθλητισμού. Ο Νίκος Γκάλης ήταν ο Αρης – και ο Αρης ήταν ο Γκάλης.
Ούτε ο ίδιος ο παίκτης δεν φανταζόταν την κατάληξη που θα είχε το ραντεβού του με τον Θεόφιλο Μητρούδη, καθώς έμπαινε στο γραφείο του προέδρου. Γνώριζε ότι, παρά τις επιτυχίες της ομάδας, τα οικονομικά της δεν ήταν ανθηρά – κάθε άλλο. Είχε πάει στη συνάντηση διατεθειμένος να υποχωρήσει αρκετά στις απαιτήσεις του, αλλά η μείωση αποδοχών που του πρότεινε εκείνος, τον «σόκαρε». Ακόμη περισσότερο, η εναλλακτική του πρόταση: να σταματήσει το μπάσκετ και να αναλάβει το εφηβικό τμήμα του συλλόγου, έναντι 100.000.000 δραχμών το χρόνο. Σύμφωνα με μαρτυρίες των παρισταμένων, ψέλλισε 11 λέξεις -«ευχαριστώ πρόεδρε, αλλά πιστεύω πως μπορώ να παίξω μερικά χρόνια ακόμη»- και αποχώρησε.
Στο άκουσμα της είδησης, οι τρεις πλουσιότερες ομάδες της χώρας, αλλά και δυο λιγότερο πλούσιες (ΑΕΚ, Ηρακλής), κινήθηκαν για να τον κάνουν «δικό τους». Πρώτος ο ΠΑΟΚ, που είχε ένα λόγο παραπάνω: να ταπεινώσει τον μεγάλο του αντίπαλο, αρπάζοντας τη «σημαία» του. Η διοίκηση Βεζυρτζή έφτασε «μια ανάσα» από την ολοκλήρωση της μεταγραφής, όμως ο κόουτς, Ντούσαν Ιβκοβιτς, δεν τον ήθελε – και ήταν ανένδοτος. Μια δεκαετία νωρίτερα, στην πρώτη του δουλειά στην Ελλάδα (στον Αρη) είχε συνεργαστεί μαζί του. Οχι και τόσο αρμονικά, όπως φάνηκε από τη δήλωση που είχε κάνει αποχωρώντας: «Δεν θα εργαστώ ποτέ ξανά σε ομάδα στην οποία παίζει ο Γκάλης». Ο πρόεδρος Βεζυρτζής τον άκουσε με έκπληξη να του λέει: «Εχω τον Κόρφα, τι να τον κάνω τον Γκάλη;». Κι όμως, με τον Γκάλη ο ΠΑΟΚ μπορεί να μην έχανε (οριακά) από την Μπένετον Τρεβίζο στο Φάιναλ-4 του ΣΕΦ. Μπορεί να είχε γίνει ο πρώτος πρωταθλητής Ευρώπης από την Ελλάδα.
Ο Ολυμπιακός τον διεκδίκησε μέχρι τέλους. Θα είχε δημιουργήσει μια «ντριμ-τιμ» με Πάσπαλι, Τάρπλεϊ, Φασούλα και Γκάλη, αν ο Παύλος Γιαννακόπουλος δεν ήταν αποφασισμένος να τον αποκτήσει με οποιοδήποτε κόστος. Είχε τους λόγους του. Στα πέντε χρόνια που κυβερνούσε τον Παναθηναϊκό, δεν είχε χαρεί ούτε έναν τίτλο. Την προηγούμενη σεζόν η ομάδα του είχε τερματίσει όγδοη στο πρωτάθλημα -πιο χαμηλά από κάθε άλλη χρονιά- και είχε μείνει εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Γύρω από τον «Nick» ήθελε να «χτίσει» μια μπασκετική αυτοκρατορία, που θα διαδεχόταν εκείνη του Αρη. Αλλά και να ικανοποιήσει ένα απωθημένο των οπαδών: το 1979 ο Γκάλης είχε συμφωνήσει να παίξει στο «Τριφύλλι», αλλά την τελευταία στιγμή τον «έκλεψε» ο Αρης.
Ακόμη και σε δραχμές, το ένα δισεκατομμύριο που πρόσφερε ο Παύλος ήταν τεράστιο ποσό. Το συμβόλαιο υπογράφτηκε σε μια ψαροταβέρνα της Νέας Κρήνης, στην Καλαμαριά, με τον ηγέτη των «Πράσινων» να κάνει στον «Γκάνγκστερ» και ένα… δωράκι: μια πανάκριβη λευκή Mercedes. Το ημερολόγιο έγραφε 14 Ιουλίου 1992, και ήταν μια ιστορική μέρα για το ελληνικό μπάσκετ, καθοριστική για το μέλλον του.
Ακόμη κι αν η «εποχή Γκάλη» τελείωσε πρόωρα και άδοξα, έχουν άδικο όσοι ισχυρίζονται ότι «ο Παναθηναϊκός ξόδεψε μια περιουσία για να κερδίσει μόνο ένα Κύπελλο Ελλάδας, το 1993». Αυτή η σπουδαία μεταγραφή σηματοδότησε την έξοδο της ομάδας από μια μακρόχρονη αγωνιστική κρίση, και την επάνοδό της στον πρωταθλητισμό. Στην πρώτη του, κιόλας, σεζόν στην Αθήνα (1992-1993) ο Γκάλης οδήγησε τον Παναθηναϊκό στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος, με πλεονέκτημα έδρας, όμως η σειρά των αγώνων με τον Ολυμπιακό δεν ολοκληρώθηκε, καθώς ο Παύλος Γιαννακόπουλος απέσυρε την ομάδα στο 4ο ματς, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαιτησία.
Την επόμενη χρονιά (1993-1994) ο Παναθηναϊκός επέστρεψε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, έπειτα από απουσία 9 ετών, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη διεθνή επιτυχία του μέχρι τότε. Εφτασε έως το Φάιναλ-4 του Τελ-Αβίβ, με τον Γκάλη κορυφαίο σκόρερ και πασέρ της διοργάνωσης, και κατέλαβε την τρίτη θέση στην Ευρώπη. Στον μικρό τελικό, όπου ο Γκάλης πέτυχε 30 πόντους, νίκησε την Μπαρτσελόνα 100-83. Το 1993 κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας, έπειτα από μια άγονη επταετία, με τον Γκάλη να σκοράρει στον τελικό, εναντίον του Αρη, 36 πόντους. Εκείνος ο τίτλος ήταν ο πρώτος των Γιαννακόπουλων.
Μέχρι τη μέρα που ο «Θεός» κατέβηκε στην Αθήνα, πρωτεύουσα του ελληνικού μπάσκετ ήταν η Θεσσαλονίκη. Ο Αρης (κυρίως) και ο ΠΑΟΚ «σάρωναν» τις εγχώριες Κούπες, και εκπροσωπούσαν με επιτυχία την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ο… διακόπτης γύρισε στις 21 Νοεμβρίου 1992, την πρώτη φορά που ο Γκάλης έπαιξε αντίπαλος της παλιάς του ομάδας, ενώ οι οπαδοί της τον αποθέωναν. Παρά το «τρακ» που είχε, σε αυτό το «πιο παράξενο παιχνίδι της ζωής του», πέτυχε 26 πόντους και μοίρασε 11 ασίστ. Και ο Αρης γνώρισε την πρώτη του ήττα στο πρωτάθλημα. Χωρίς τον ιστορικό τους ηγέτη, οι «κίτρινοι» κατάφεραν, ένα χρόνο μετά, να κατακτήσουν τον παρθενικό τους ευρωπαϊκό τίτλο – το Κύπελλο Κυπελλούχων στο Τορίνο. Η απουσία του δεν έγινε, αμέσως, αισθητή. Αλλά η κατάρρευση της «αυτοκρατορίας», μόλις άρχιζε.
Οταν ο Κώστας Πολίτης ανέλαβε τον Παναθηναϊκό -χάρη και στα καλά λόγια που είπε για εκείνον ο Γκάλης στον Παύλο-, οι δυο πρωταγωνιστές του «έπους του ‘87» δεν άργησαν να έρθουν σε ρήξη. Ο κόουτς έδινε στον παίκτη όλο και λιγότερο χρόνο συμμετοχής, ώσπου μια μέρα (18 Οκτωβρίου 1994), σε αγώνα με τους Αμπελοκήπους, ο Γκάλης δεν υπήρχε, καν, στη βασική πεντάδα. Απογοητευμένος και θυμωμένος, αποχώρησε από το γήπεδο. Δεν δέχτηκε να επιστρέψει στον Παναθηναϊκό, ούτε όταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος αντικατέστησε τον Πολίτη με τον Κιουμουρτζόγλου. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1995, ο άνθρωπος που έβαλε το μπάσκετ σε κάθε ελληνικό σπίτι ανακοίνωσε το τέλος της μυθικής του καριέρας. Οσο κι αν φαίνεται απίστευτο, χωρίς να έχει κατακτήσει ευρωπαϊκό τίτλο σε επίπεδο συλλόγων.
Το μετάνιωσε, άραγε, που πριν από 30 χρόνια -σαν σήμερα- άφησε τον Αρη για τον Παναθηναϊκό; Ποτέ δεν θα το πει. Δεν του αρέσει να μοιράζεται τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. Αλλά η αλήθεια είναι, ότι στο αεροπλάνο για την Αθήνα τον έβαλε -με τη στάση της- η (τότε) διοίκηση του Αρη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News