Ο Ολυμπιακός του Μάρτον Μπούκοβι, που έγινε και τραγούδι, ήταν μια από τις καλύτερες ομάδες που γνώρισαν τα ελληνικά γήπεδα. Με Γιώργο Σιδέρη, Μποτίνο, Γιούτσο, Πολυχρονίου, Βασιλείου, Γκαϊτατζή… Είχε κατακτήσει τους τίτλους του 1966 και του 1967. Μάλιστα, τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς (1967) είχε συντρίψει τον Παναθηναϊκό (4-0), με τρεις «κανονιές» του Σιδέρη. Το «Τριφύλλι» (του Δομάζου, του Λουκανίδη, του Σούρπη, του Καμάρα και του Οικονομόπουλου) ζητούσε «εκδίκηση». Η 7η αγωνιστική της επόμενης σεζόν (1967-1968) τους έφερε αντιμέτωπους στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Επτά μήνες νωρίτερα η Ελλάδα είχε μπει στο «γύψο» της Χούντας.
Ηταν Τετάρτη 22 Νοεμβρίου -σαν σήμερα- του 1967. Στο γήπεδο δεν έπεφτε καρφίτσα. Και ήταν γεμάτο αστυνομικούς, επειδή στην εξέδρα των επισήμων βρισκόταν και ο αντιπρόεδρος, Στυλιανός Παττακός. Μέχρι το τέλος του πρώτου ημιχρονίου -όπως το έλεγαν εκείνη την εποχή, όλα κυλούσαν ήρεμα. Ωσπου, ο Τάκης Λουκανίδης πέτυχε γκολ για τον Παναθηναϊκό, με απευθείας εκτέλεση φάουλ. Οι Ολυμπιακοί αντέδρασαν εντόνως. Πρώτον, γιατί το υψωμένο χέρι του διαιτητή είχε δείξει πως το φάουλ ήταν έμμεσο (free-kick). Επρεπε να προηγηθεί πάσα. Δεύτερον, επειδή το τέρμα σημειώθηκε δυο λεπτά μετά τη συμπλήρωση των 45′, χωρίς ο κ. Κιτσούκαλης (ο ρέφερι) να έχει ενημερώσει ότι θα κρατήσει καθυστερήσεις.
Στο δεύτερο ημίχρονο η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Η κλωτσιά… πήγαινε σύννεφο και ο διαιτητής, ο οποίος νωρίτερα δεν είχε αποβάλει τον Μποτίνο, που τον μούντζωσε, έδειχνε να τα έχει χαμένα. Οι αντίπαλοι παίκτες έβριζαν, ο ένας τον άλλον, ενώ οι εξέδρες «έβραζαν». Κάποια στιγμή, περίπου δέκα λεπτά πριν από το τέλος του αγώνα, ο Σιδέρης έκανε δυο αντιαθλητικά μαρκαρίσματα. Και, τότε, συνέβη το πρωτοφανές. Ενας υψηλόβαθμος αξιωματικός της Αστυνομίας μπήκε στον αγωνιστικό χώρο (ενώ το ματς βρισκόταν σε εξέλιξη), πλησίασε τον διαιτητή και κάτι του είπε. Εκείνος, όμως, δεν του έδωσε σημασία. Υστερα, ο αστυνομικός έπιασε τον Σιδέρη από το χέρι και του ψιθύρισε στ’ αυτί να τον ακολουθήσει. Ο «Φόντακας» υπάκουσε. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε μπροστά στα Επίσημα, απέναντι στον Παττακό.
Τον σύντομο διάλογό τους τον είχε αποκαλύψει ο δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης, που ήταν αυτήκοος μάρτυρας, στη στήλη του «Για θυμήσου…», στα «ΝΕΑ» (4/12/2004).
– Παττακός: «Ακου, Σιδέρη. Παίξε πιο ήρεμα, γιατί είσαι πολύ σκληρός».
– Σιδέρης: «Μάλιστα, κύριε υπουργέ. Παίζω δυνατά, όχι σκληρά. Το ποδόσφαιρο είναι δυναμικό άθλημα».
«Ο κ. Παττακός συνέστησε εις μίαν στιγμήν εις τον Σιδέρην να αγωνίζεται πιο ήσυχα», ήταν ο τίτλος του ρεπορτάζ την επόμενη μέρα. Ιδιος, σχεδόν σε όλες τις εφημερίδες. Ολοι είχαν ενοχληθεί από αυτή την πρώτη δημόσια παρέμβαση της Χούντας στον αθλητισμό, όμως ποιος θα τολμούσε να τη στηλιτεύσει; Πιο πολύ εξοργίστηκε ο Ολυμπιακός. Αλλά, ακόμη και το «Φως των Σπορ», που απηχούσε τις θέσεις του συλλόγου, έγραψε πως «η επέμβασις του κ. Παττακού ήταν ευτύχημα» και ότι «ο κ. υπουργός ομίλησε στοργικά προς τον “ερυθρόλευκον” παίκτην».
Το ντέρμπι έληξε 1-0 υπέρ του Παναθηναϊκού. Βούιξε η Ελλάδα, ότι ο Παττακός ήταν «βάζελος». Μερικές μέρες αργότερα ο αντιπρόεδρος δήλωνε στην «Αθλητική Ηχώ»: «Είμαι Ολυμπιακός εκ γενετής. Και λυπήθηκα αφάνταστα, που χάσαμε εις το ντέρμπυ από τον Παναθηναϊκό. Πιστεύω όμως ότι ήταν μια συνήθης ατυχία, γιατί παίξαμε καλύτερα. Εύχομαι να πάρουμε και φέτος το πρωτάθλημα». Αυτό το «εκ γενετής» το είπε, μάλλον, καθ’ υπερβολήν. Αφού σε μεταγενέστερη συνέντευξή του, στο «Φως», εξηγούσε πως έγινε Ολυμπιακός το 1930, όταν ήρθε στην Αθήνα, από το Ηράκλειο, για να φοιτήσει στη Σχολή Ευελπίδων.
Το πρωτάθλημα του 1967-1968 δεν το πήρε ο Ολυμπιακός. Ούτε ο Παναθηναϊκός. Το κατέκτησε η ΑΕΚ. Επρεπε να περάσουν άλλα πέντε χρόνια για να επιστρέψουν οι «ερυθρόλευκοι» στην κορυφή (1973).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News