Στα φετινά Οσκαρ ο νομπελίστας συγγραφέας Καζούο Ισιγκούρο ήταν υποψήφιος για το βραβείο διασκευασμένου σεναρίου. Η ταινία «Αισθάνομαι ζωντανός», σε σκηνοθεσία του Ολιβερ Χερμάνους, βασίζεται σε ένα διήγημα του Ισιγκούρο κι αυτό με τη σειρά του σε μια ταινία του Ακίρα Κουροσάβα. Και τα δύο μιλάνε για το πραγματικό νόημα της ζωής. Καθόλου απλό και εύκολο θέμα…
Ο Ισιγκούρο γεννήθηκε στο Ναγκασάκι το 1954 και μετακόμισε με την οικογένειά του στη Βρετανία όταν ήταν 5 ετών. Σήμερα είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς στην αγγλική γλώσσα, έχοντας, μεταξύ άλλων, κερδίσει βραβείο Μπούκερ και Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Μια από τις πρώτες και πιο διαρκείς καλλιτεχνικές επιρροές του, όπως έχει πει ο ίδιος, είναι μια ασπρόμαυρη ταινία του Ακίρα Κουροσάβα, το «Ικίρου».
Η ταινία γυρίστηκε στην Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και είναι ένα υπαρξιακό δράμα. Ο πρωταγωνιστής της, ένας μεσήλικας γραφειοκράτης στο Τόκιο, μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και θα πεθάνει. Η ασθένειά του τον στρέφει σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, καθώς αρχίζει να εξετάζει τις επιλογές του ως εκείνη τη στιγμή και αποφασίζει να περάσει τη ζωή που του απομένει εντελώς διαφορετικά.
Η ταινία ήταν ένα σχόλιο του Κουροσάβα πάνω στη μεταπολεμική Ιαπωνία, τη γραφειοκρατία και την εργασιομανία. Για τον Ισιγκούρο έγινε οδηγός ζωής. Και ως τέτοια τη μετέφερε στις δικές του σελίδες και τελικά στο σινεμά.
«Ενα από τα πράγματα που μου άρεσαν στην ταινία», έχει εξηγήσει ο ίδιος ο Ισιγκούρο, «είναι ότι δίνει έμφαση στο γεγονός πως δεν μπορείς να εξαρτάσαι από την αποδοχή του κόσμου και το χειροκρότημά του για να καταλάβεις εάν έζησες καλά ή όχι. Είναι ωραίο να έχεις την κοινή αποδοχή, αλλά τελικά δεν αξίζει και πολλά πράγματα. Είναι ύπουλη και συνήθως είναι και λανθασμένη. Πρέπει να κάνεις ένα μακρύ, μοναχικό ταξίδι για να καταλάβεις τι σημαίνει πραγματικά επιτυχία και αποτυχία για σένα. Πρέπει να βρεις ένα εσωτερικό νόημα και να το αφήσεις να σε εμπνεύσει».
Ο Ισιγκούρο έχει πει επίσης ότι τα δύο πιο γνωστά του μυθιστορήματα, «Τα απομεινάρια μιας ημέρας» και το «Μη με αφήσεις ποτέ», επίσης επηρεάστηκαν από την ταινία του Κουροσάβα. Και στα δύο, οι βασικοί χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι κάποια στιγμή με τις νομοτελειακές πραγματικότητες της ζωής: τους φυσικούς περιορισμούς και τη θνητότητά τους.
Ο Ισιγκούρο, όπως κάνει σε όλα του τα έργα, μεταφέρει την ιαπωνική ιδιοσυγκρασία στη Βρετανία, παντρεύοντας τα δύο με έναν τρόπο που «λειαίνει» τις όποιες διαφορές και αναδεικνύει ομοιότητες που δεν θα φανταζόταν ποτέ κανείς.
Ο Μπιλ Νάι, που επίσης πήρε υποψηφιότητα για Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, είναι ένας μεσήλικας γραφειοκράτης στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’50 και μαθαίνει ότι έχει καρκίνο τελικού σταδίου.
Τι θα κάνει με τη ζωή που του απομένει;
Είναι ένα ερώτημα που πολλοί και συχνά υποβάλλουμε θεωρητικά στον εαυτό μας: Τι θα έκανα εάν; Σε περίπτωση που η θεωρία γίνει πράξη, είναι συνήθως αργά. Ή μήπως όχι;
Τα ερωτήματα του Ισιγκούρο, όπως και οι χαρακτήρες που δημιουργεί, καταφέρνουν με τόση μαεστρία να γεφυρώσουν τις διαφορές ανάμεσα στις ξεχωριστές κουλτούρες τις οποίες φέρει και ο ίδιος, που τελικά μετατρέπονται σε πανανθρώπινα.
Με την ίδια ευκολία διατρέχει και τα σύνορα: η πλοκή ενός βιβλίου του μπορεί να είναι τοποθετημένη στη Βρετανία αλλά να το διαβάζεις και να νομίζεις ότι είσαι στο Τόκιο. Και ανάποδα. Και τελικά δεν έχει και καμία σημασία πού είσαι, καθώς τα ζητήματά του αφορούν τους πάντες, όπου κι αν βρίσκονται, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, ό,τι ταυτότητα κι αν κουβαλούν.
Αυτός είναι και ένας λόγος που ο Κουροσάβα έγινε παγκόσμιος σκηνοθέτης, παρότι στα φιλμ του μιλούσε για έναν κόσμο που ειδικά στις μεταπολεμικές δεκαετίες του ’50 και του ’60 η υπόλοιπη υφήλιος ούτε μπορούσε αλλά ούτε και ήθελε να καταλάβει.
Οπως και στην περίπτωση του Ισιγκούρο, είναι πολύ εύκολο να ταυτιστείς με τους χαρακτήρες του, να τους συμπαθήσεις ή να τους αντιπαθήσεις, διότι κάτω από τα κοστούμια που φορούν και τη γλώσσα που μιλάνε, είναι άνθρωποι σε μια διαρκή υπαρξιακή αναζήτηση.
Οποιο συναίσθημα κι αν σου δημιουργήσουν στο τέλος, μπορείς να βρεις κομμάτια τους μέσα σου.
Ο Ισιγκούρο αντιμετώπισε τα Οσκαρ όπως πρέπει να τα αντιμετωπίζει και ο κόσμος του κινηματογράφου: «Δεν είναι όπως τα λογοτεχνικά βραβεία, που εξετάζουν ένα ολοκληρωμένο έργο. Τα κινηματογραφικά βραβεία μας δείχνουν περισσότερο προς τα πού πάει ο κινηματογράφος και όχι πού βρίσκεται», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του.
«Αυτό που είναι σημαντικό είναι να λέγονται οι ιστορίες και να λέγονται καλά και με τιμιότητα». Ποια χαρακτηριστικά έχουν, κατά τη γνώμη του, οι καλές και τίμιες ιστορίες;
«Να μην καταλήγουν σε κάποιου είδους εσωτερικό χειρισμό, αλλά να περιέχουν κάποιου είδους αλήθεια για τον τρόπο με τον οποίο ζούμε», απάντησε.
Δεν χρειάζεται να έχεις καρκίνο τελικού σταδίου για να αναζητήσεις το νόημα της ύπαρξης, βέβαια, τα «τρικ» της ζωής βοηθάνε, αλλά δεν είναι απαραίτητα πέραν των βιβλίων και των ταινιών.
Σε τελική ανάλυση, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που θα «πεθάνουν» ξανά και ξανά στις οθόνες και τις σελίδες μέσα στην υπαρξιακή αγωνία τους, δημιουργήθηκαν με πολύ κόπο ώστε να μπορούμε εμείς να τους εκμεταλλευτούμε. Τα υπόλοιπα είναι στο χέρι μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News