Μέχρι τον Νοέμβριο του 1960, απαγορευόταν στους Βρετανούς να διαβάσουν τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» με νόμο που ποινικοποιούσε τη δημοσίευση κειμένων τα οποία θεωρούνταν απρεπή και ανήθικα. Ωστόσο, ο βρετανικός εκδοτικός οίκος Penguin Books αμφισβήτησε τον Νόμο Περί Ασεμνων Εκδόσεων τυπώνοντας μια πλήρη, χωρίς λογοκρισία, έκδοση του βιβλίου του Ντ. Χ. Λόρενς. Η δίκη, που προέκυψε, ήταν ένα σύμβολο των κοινωνικών αλλαγών που είχαν φουντώσει τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατέδειξε, επίσης, το χάσμα μεταξύ του κοινού και εκείνων που έβλεπαν τους εαυτούς τους ως θεματοφύλακες των καθιερωμένων ηθών, γράφει η Νίκολα Κένι σε άρθρο της στο BBC, στη σειρά In History, η οποία εξερευνά ιστορικά γεγονότα που εξακολουθούν να έχουν απήχηση και σήμερα, χρησιμοποιώντας τα μοναδικά αρχεία ήχου και βίντεο του BBC.
Αρχικά, το μυθιστόρημα «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» (κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο σε μετάφραση του Γιώργου Τζήμα) είχε εκδοθεί ιδιωτικά στην Ιταλία και τη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αλλά στη συνέχεια απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και η Ιαπωνία. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της δίκης, οι συγγραφείς και οι εκδότες στη Βρετανία ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τον αριθμό των βιβλίων που διώκονταν για χυδαιότητες.
Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει αυτούς τους φόβους, το κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου εισήγαγε το 1959 έναν νέο Νόμο Περί Ασεμνων Εκδόσεων, ο οποίος υποσχόταν «να παρέχει την προστασία της λογοτεχνίας και να ενισχύσει τη σχετική με την πορνογραφία νομοθεσία». Αυτή η νέα τροπολογία παρείχε υπεράσπιση σε όποιον κατηγορείτο ότι δημοσίευσε ένα «βρώμικο βιβλίο». Και επέτρεψε σε εκδότες και συγγραφείς να υποστηρίξουν ότι ένα έργο έπρεπε να εκδοθεί αν είχε λογοτεχνική αξία, ακόμα κι αν ο μέσος άνθρωπος έβρισκε το υλικό του σοκαριστικό.
«Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι», ένα από τα αριστουργήματα της ερωτικής λογοτεχνίας σήμερα, αρχικά θεωρήθηκε αμφιλεγόμενο έργο, καθώς απεικόνιζε την παθιασμένη σχέση μιας γυναίκας της ανώτερης τάξης, της Λαίδης Κόνστανς Τσάτερλι, με έναν άνδρα της εργατικής τάξης, του Ολιβερ Μέλορς. Το μυθιστόρημα περιλαμβάνει βρισιές και σαφείς περιγραφές του σεξ, ενώ περιγράφει επίσης τη γυναικεία σεξουαλική απόλαυση. Ο Λόρενς είπε ότι ήλπιζε να διεκδικήσει ξανά το σεξ σαν κάτι αποδεκτό στη λογοτεχνία. Ηθελε να «κάνει τις σεξουαλικές σχέσεις [στο μυθιστόρημα] έγκυρες και πολύτιμες, αντί να είναι επαίσχυντες».
Το 1960, γράφει η Νίκολα Κένι στο BBC, ο εκδοτικός οίκος Penguin Books ήταν έτοιμος να δοκιμάσει τον νόμο για τις άσεμνες εκδόσεις. Εγραψε στον διευθυντή της εισαγγελίας (DPP) και προειδοποίησε ότι θα κυκλοφορήσει μια πλήρη μη λογοκριμένη έκδοση του βιβλίου. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο Ρέτζιναλντ Μάνινγκαμ-Μπούλερ, επικεφαλής νομικός σύμβουλος του βρετανικού Στέμματος, διάβασε τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος, ενώ ταξίδευε με το τρένο για το Σαουθάμπτον. Και έγραψε στην DPP, «Ελπίζω να καταδικαστεί», εγκρίνοντας τη νομική διαδικασία κατά του Penguin. Στο μεταξύ, και ενώ εκτυλίσσονταν αυτά τα γεγονότα, ο ιδρυτής του Penguin Books σερ Αλεν Λέιν βρισκόταν στην Ισπανία. και οι συνάδελφοί του τον συμβούλεψαν να επιστρέψει αμέσως πίσω.
Η δίκη του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» ήταν η πρώτη του είδους βάσει του νέου νόμου και το σκηνικό είχε τεθεί για μια σύγκρουση μεταξύ του κατεστημένου και εκείνων με πιο φιλελεύθερες απόψεις. Για να υποστηρίξει την υπόθεσή τους υπέρ της δημοσίευσης του μυθιστορήματος, ο Penguin κάλεσε πλήθος ειδικών μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων 35 διακεκριμένων συγγραφέων και πολιτικών. Στην ομάδα ήταν και ο Ρίτσαρντ Χόγκαρτ, ένας ακαδημαϊκός και συγγραφέας με μεγάλη επιρροή, που θεωρήθηκε βασικός μάρτυρας. Ο Χόγκαρτ υποστήριξε ότι το μυθιστόρημα ήταν ένα ουσιαστικά ηθικό και «πουριτανικό» έργο, που περιλάμβανε απλώς λέξεις τις οποίες είχε ακούσει σε ένα εργοτάξιο στο δρόμο του προς το δικαστήριο.
Από την άλλη πλευρά, της δίωξης ηγήθηκε ο Μέρβιν Γκρίφιθ-Τζόουνς, υποστηρίζοντας ότι το σεξ στο μυθιστόρημα ήταν χαριστική πορνογραφία. «Αν έχετε δει το βιβλίο, απλώς αναρωτηθείτε, θα εγκρίνατε να το διαβάσουν οι γιοι και οι κόρες σας;» ρώτησε ο Γκρίφιθ-Τζόουνς τους ενόρκους. «Θα το αφήνατε μέσα στο σπίτι σας; Είναι ένα βιβλίο που θα θέλατε να διαβάσουν οι γυναίκες και οι υπηρέτες σας;» Απαρίθμησε, επίσης, σχεδόν 100 βρισιές που υπήρχαν στις σελίδες του. Ο κ. Τζον Μπερν, ο δικαστής που προήδρευσε της δίκης, επεσήμανε εξάλλου ότι η χαμηλή τιμή του βιβλίου σήμαινε ότι «θα ήταν διαθέσιμο στους πάντες για να το διαβάσουν».
Αυτές οι δηλώσεις αναφέρονται συχνά ως αντιπροσωπευτικές της εκτός τόπου και χρόνου στάσης του βρετανικού κατεστημένου, εκείνη την εποχή. Στις 2 Νοεμβρίου 1960, μετά από μια δίκη έξι ημερών, οι ένορκοι χρειάστηκαν τρεις ώρες για να συζητήσουν και κατέληξαν σε ομόφωνη απόφαση. Ο εκδοτικός οίκος Penguin Books κρίθηκε «αθώος» βάσει του νόμου.
Και αμέσως το μυθιστόρημα δόθηκε σε κυκλοφορία, καθώς ο Penguin είχε ετοιμαστεί να το μοιράσει σε περίπτωση αθώωσης. Επρεπε, όμως, να συνεργαστούν με ένα νέο τυπογραφείο καθώς το συνηθισμένο τους είχε αρνηθεί να αγγίξει το βιβλίο. Η δίκη, ωστόσο, είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη διαφήμιση του βιβλίου. Την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας του, το «Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» πούλησε και τα 200.000 αντίτυπα που είχαν τυπωθεί, ενώ τους επόμενους τρεις μήνες πούλησε τρία εκατομμύρια αντίτυπα, γράφει η Κένι στο BBC.
Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του, ένας άγγλος βιβλιοπώλης μίλησε για την άμεση δημοτικότητα του μυθιστορήματος. «Παραγγείλαμε 1.000 για αρχή», είπε ο κ. Ντονάτι στο BBC News. «Ελπίζαμε ότι θα τα πάρουμε, φυσικά, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση, μειώθηκαν στο μισό. Λάβαμε μόνο 500 αντίτυπα. Ανοίγαμε αρκετά νωρίς, πέντε με εννέα, και φαντάζομαι ότι πουλήσαμε αμέσως 50 ή 60 [βιβλία]… Νομίζω ότι έπρεπε να περιμένουμε τουλάχιστον τρεις εβδομάδες [για νέο στοκ]».
Βέβαια, ο παραδοσιακός αγγλικός συντηρητισμός δεν είχε εξαφανιστεί μέσα σε μια νύχτα. Πολλοί πελάτες ντρέπονταν να ζητήσουν το σκανδαλώδες μυθιστόρημα με το όνομά τους, είπε ένας άλλος βιβλιοπώλης στο BBC. «Μερικοί ζητούν απλώς τη Λαίδη Τ, και κάποιοι άλλοι απλώς σου δίνουν τρία και έξι [τρία σελίνια και έξι πένες]». Οπως σημείωσε ο δημοσιογράφος, «είναι μάλλον διαφορετικό από την πώληση ενός συνηθισμένου βιβλίου».
Αλλά «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» δεν ήταν ένα συνηθισμένο βιβλίο. Και όταν θα κυκλοφορούσε στην πλήρη εκδοχή του, θα γινόταν σύμβολο της ελευθερίας της έκφρασης και σημάδι ότι το πολιτιστικό τοπίο της Βρετανίας άλλαζε. Ο ποιητής Φίλιπ Λάρκιν αποτύπωσε τη σημασία του στο ποίημά του, «Annus Mirabilis»:
«Η σεξουαλική επαφή ξεκίνησε το χίλια εννιακόσια εξήντα τρία / (οπότε μάλλον χάθηκε για μένα η ευκαιρία) / Ανάμεσα στο τέλος της απαγόρευσης της Τσάτερλι / Και το πρώτο LP των Beatles»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News