Είναι μια από τις πιο υποβλητικές και ιστορικές εικόνες της αείμνηστης πριγκίπισσας – και αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της. Φορώντας το ειδικό γιλέκο και προστατευτικό γείσο στο πρόσωπό της, η λαίδη Νταϊάνα περπατά μέσα σε ένα αληθινό ναρκοπέδιο της πόλης Χουάμπο στην Ανγκόλα. Ηταν 15 Ιανουαρίου του 1997.
Με τους εκπροσώπους του διεθνούς Τύπου να καταγράφουν τον περίπατο, η εικόνα της πριγκίπισσας, που εκείνη την εποχή ήταν ίσως η διασημότερη γυναίκα στον κόσμο, σε μια τόσο επικίνδυνη κίνηση, έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο. Η Νταϊάνα χρησιμοποιούσε την υστερικών διαστάσεων δημοφιλία της –που μήνες αργότερα θα της στοίχιζε τη ζωή της– για να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη γύρω από τον κίνδυνο των ναρκοπεδίων σε περιοχές έντασης.
Η πριγκίπισσα επισκέφθηκε την Ανγκόλα ως προσκεκλημένη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού τον Ιανουάριο του 1997. Η αφρικανική χώρα εκείνη την εποχή βίωνε μια σύντομη και εύθραυστη περίοδο ειρήνης μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν τα προηγούμενα 20 χρόνια. Ο πόλεμος θα αναζωπυρωνόταν το 1998 και θα συνεχιζόταν για άλλα τέσσερα χρόνια.
Η σύγκρουση είχε αφήσει στη χώρα περισσότερες από 15 εκατομμύρια νάρκες ξηράς. Αυτές οι ύπουλες συσκευές, συχνά διασκορπισμένες κοντά σε πόλεις και χωριά, είχαν καταστροφικές συνέπειες, προκαλώντας εκτεταμένες απώλειες αμάχων και εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια ανάκαμψης μετά τη σύγκρουση. Την ημέρα της επίσκεψης της Νταϊάνα, ένας στους 330 κατοίκους της Ανγκόλα είχε χάσει τουλάχιστον ένα άκρο.
«Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερο μέρος από την Ανγκόλα για να ξεκινήσει αυτή η εκστρατεία, καθώς αυτή η χώρα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό ακρωτηριασμένων στον πληθυσμό της από οπουδήποτε στον κόσμο», είπε στους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους που συνέρρευσαν για να τη δουν στο αεροδρόμιο. Το BBC ήταν εκεί για να καταγράψει την ιστορική στιγμή.
Μπάινοντας στο ναρκοπέδιο, η πριγκίπισσα περπάτησε σε ένα καθαρό μονοπάτι, συνοδευόμενη από τον ειδικό ναρκαλιευτή, Πολ Χέσλοπ, από το Halo Trust, έναν οργανισμό αφιερωμένο στην εκκαθάριση ναρκών ξηράς. Ο Χέσλοπ ομολόγησε τον τρόμο του αργότερα στο BBC: «Φοβόμουν ότι θα αποκτούσα διασημότητα ως το πρόσωπο που ανατίναξε την πριγκίπισσα της Ουαλίας».
Ο περίπατος της Νταϊάνα στο ναρκοπέδιο δεν ήταν απλώς μια συμβολική πράξη, αλλά μια πρόκληση προς τις κυβερνήσεις να σταματήσουν να αγνοούν τα τρομερά δεινά που προκαλούν αυτά τα όπλα – και μια έκκληση για διεθνή δράση με στόχο την εξάλειψη της χρήσης τους. Η κίνησή της αποδείχθηκε καθοριστική στην κινητοποίηση της κοινής γνώμης για την υποστήριξη της απαγόρευσης των ναρκών ξηράς, και στις διπλωματικές πιέσεις για την αφαίρεσή τους.
Ομως, η δημόσια υποστήριξή της στην εκστρατεία του Ερυθρού Σταυρού για μια παγκόσμια απαγόρευση των ναρκών ήταν ασυμβίβαστη με την πολιτική της τότε βρετανικής κυβέρνησης, εξοργίζοντας ορισμένους πολιτικούς του Συντηρητικού κόμματος – με τον υφυπουργό Αμυνας, Ερλ Χάου να την περιγράφει δημοσίως ως «ανεξέλεγκτη» και «στρεβλά ενημερωμένη» γύρω από το θέμα.
Οι δημοσιογράφοι που την συνόδευαν στην Ανγκόλα την βομβάρδιζαν με ερωτήσεις σχετικά με την πολιτική καταιγίδα που είχε δημιουργήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η σαφώς εκνευρισμένη Νταϊάνα απαντούσε: «Προσπαθώ μόνο να επισημάνω ένα πρόβλημα που συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, αυτό είναι όλο». Εδειχνε εμφανώς στενοχωρημένη από τις ερωτήσεις των μέσων ενημέρωσης και την πολιτική διαμάχη, στο επίκεντρο της οποίας είχε απροσδόκητα βρεθεί.
«Δεν είμαι πολιτικό πρόσωπο, ούτε θέλω να γίνω. Ερχομαι με την καρδιά μου και θέλω να φωτίσω το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που αγωνιούν, είτε είναι στην Ανγκόλα είτε σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Το γεγονός είναι ότι πιστεύω στον ανθρωπισμό, πάντα το έκανα και πάντα θα το κάνω», είχε πει.
Απτόητη, ταξίδεψε για να εκφωνήσει μια ομιλία στο Βασιλικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο του Λονδίνου τον επόμενο Ιούνιο, ζητώντας να σταματήσει «η μάστιγα στη Γη που προκαλούν οι νάρκες ξηράς». Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βοσνία τον Αύγουστο για να παρακολουθήσει δραστηριότητες εκκαθάρισης ναρκών ξηράς και να συναντήσει θύματα που είχαν τραυματιστεί κατά τη διάρκεια του βάναυσου εμφυλίου πολέμου στη χώρα τη δεκαετία του 1990.
Τα φώτα των μέσων ενημέρωσης και η έλξη του κοινού για την Νταϊάνα πυροδότησε μια ώθηση στη χρηματοδότηση έργων αποναρκοθέτησης και κινητοποίησε τις κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της Συνθήκης της Οτάβα το 1999 – η οποία είχε ως στόχο την εξάλειψη της χρήσης, παραγωγής, αποθήκευσης και μεταφοράς ναρκών ξηράς.
Η πριγκίπισσα δεν έζησε για να δει τους καρπούς των προσπαθειών της. Μόλις μερικές εβδομάδες μετά την επίσκεψή της στη Βοσνία, έχασε τη ζωή της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Παρίσι, στις 31 Αυγούστου 1997. Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Τόνι Μπλερ, δεσμεύτηκε να επικυρώσει τη Συνθήκη της Οτάβα στην επέτειο του θανάτου της.
Αλλά το ζήτημα των ναρκών ξηράς απέχει πολύ από το να λυθεί, και η κλίμακα του προβλήματος είναι τεράστια. Σημαντικές χώρες αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη του 1999 που απαγορεύει τη χρήση τους –συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Κίνας, του Ισραήλ και του Ιράν– ενώ άλλες, όπως η Ινδία, η Μιανμάρ, το Πακιστάν και η Νότια Κορέα, εξακολουθούν να τις κατασκευάζουν.
Ακόμη και σε περιοχές όπου οι συγκρούσεις έχουν τερματιστεί εδώ και καιρό, οι νάρκες δημιουργούν μια καταστροφική και θανατηφόρα κληρονομιά. Από το Αφγανιστάν μέχρι την Κροατία, την Καμπότζη και τη Λιβύη, αυτά τα όπλα παραμένουν θαμμένα, περιμένοντας να πατηθούν, συνεχίζοντας να σκοτώνουν και να ακρωτηριάζουν αδιακρίτως ανθρώπους για πολλά χρόνια μετά το τέλος των συγκρούσεων.
Ωστόσο, η εκστρατεία που υπερασπίστηκε η Νταϊάνα έχει βαθιές ρίζες. Οι γιοι της, πρίγκιπας Γουίλιαμ και πρίγκιπας Χάρι, έχουν πλέον αναλάβει τη σκυτάλη της κληρονομιάς της και οργανισμοί όπως το Halo Trust, η MAG και η Διεθνής Εκστρατεία για την Απαγόρευση των Ναρκών παραμένουν προσηλωμένοι στις παγκόσμιες προσπάθειες εκκαθάρισης των ναρκών και υποστηρίζουν τις κοινότητες που καταστρέφονται από αυτά τα κρυφά, θανατηφόρα όπλα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News