Ο Διεθνής Οργανισμός Εγκληματολογικής Αστυνομίας, γνωστότερος ανά την υφήλιο ως Interpol, ιδρύθηκε το 1923, με στόχο την προώθηση της αμοιβαίας συνεργασίας μεταξύ των αστυνομικών αρχών των κρατών-μελών της, προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματική η πρόληψη της εγκληματικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, η Interpol τέθηκε υπό τον έλεγχο του ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο μετέφερε, μάλιστα, την έδρα της στο Βερολίνο. Τα περισσότερα από τα μέλη της αποχώρησαν και έπαψε εκ των πραγμάτων να αποτελεί έναν διεθνή οργανισμό έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πλέον, τα 194 κράτη-μέλη του οργανισμού, ή μάλλον οι αστυνομικές Αρχές τους, συνεργάζονται μεταξύ τους στο πλαίσιο της δίωξης τρομοκρατών, εγκληματιών πολέμου, βαρόνων ναρκωτικών και, γενικότερα, ανθρώπων που διέπραξαν εγκλήματα αλλά εξακολουθούν να διαφεύγουν.
Σε αυτό το πλαίσιο οι αποκαλούμενες «κόκκινες ειδοποιήσεις» (red notices) της Interpol αποτελούν ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο που συμβάλλει στον εντοπισμό χιλιάδων φυγόδικων κάθε χρόνο, καθώς είναι ό,τι εγγύτερο υπάρχει στο διεθνές ένταλμα σύλληψης.
Κόκκινες ειδοποιήσεις έχουν εκδοθεί για τον Οσάμα μπιν Λάντεν και τον Σαάντι Καντάφι, έναν από τους γιους του πρώην δικτάτορα της Λιβύης. Τα τελευταία, πολλά, χρόνια εξαιτίας της ευκολίας με την οποία ταξιδεύουν ανά τον κόσμο οι εγκληματίες και της επανεμφάνισης της τρομοκρατίας, οι κόκκινες ειδοποιήσεις πολλαπλασιάστηκαν.
Το 2000 εκδόθηκαν περίπου 1.200, ενώ πέρυσι περισσότερες από 11.000, αναφέρει σε εκτενές κείμενό του ο Τζος Τζέικομπς του Guardian, διερωτώμενος εάν η Interpol έχει καταστεί «το μακρύ χέρι αυταρχικών καθεστώτων». Τι ακριβώς, όμως, εννοεί;
Οτι καθώς αυξάνεται ο αριθμός των φερόμενων ως υπόπτων που αναζητούνται από την οργάνωση, κάποιες αυταρχικές κυβερνήσεις καταφέρνουν να χρησιμοποιούν τις κόκκινες ειδοποιήσεις της Interpol «για να επωφεληθούν πολιτικά ή να εκδικηθούν, στοχοποιώντας υπηκόους τους στο εξωτερικό – πολιτικούς αντιπάλους, επικριτές, ακτιβιστές και πολιτικοί πρόσφυγες», αναφέρει ο βρετανός δημοσιογράφος.
Η υπόθεση Αλεξέι Χάρις
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Αλεξέι Χάρις, ενός 46χρονου ρώσου επιχειρηματία, πατέρα δύο παιδιών, που ζει στην Καλιφόρνια. Μια μέρα, στις αρχές του 2015, άκουσε στις ειδήσεις ότι η Ρωσία θα κατέφευγε στην Interpol, ζητώντας την άμεση σύλληψή του. Φυσικά έμεινε έκπληκτος, αλλά δεν πανικοβλήθηκε, θεωρώντας πως επρόκειτο για μία κίνηση εκφοβισμού των ρωσικών αρχών.
Για την Interpol γνώριζε μόνον, από ταινίες και βιβλία, ότι διώκει τους πλέον καταζητούμενους εγκληματίες, οπότε έκρινε ότι η μεγαλύτερη αστυνομική οργάνωση του κόσμου δεν είχε κανέναν λόγο να τον καταζητεί. Εως ότου εντόπισε τη φωτογραφία του στη λίστα με τις κόκκινες ειδοποιήσεις, κάτω από την οποία περιγραφόταν ως υπότροπος εγκληματίας.
Οσον αφορά το έγκλημά του, δεν δίστασε να αντιταχθεί ανοιχτά στις ρωσικές αρχές ως επικεφαλής μιας μεγάλης κατασκευαστικής εταιρείας. Το 2010 η εταιρεία του ρώσου επιχειρηματία με την επωνυμία «ZAO Rosdorsnabzhenie» είχε αναλάβει μέσω δημόσιας σύμβασης τον εκσυγχρονισμό ενός ναυπηγείου κοντά στο Βλαδιβοστόκ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αλεξέι Χάρις, κάποια στιγμή ο συνέταιρός του τον ενημέρωσε ότι ανώτεροι αξιωματούχοι καταχρώνταν μεγάλα ποσά από τον προϋπολογισμό του έργου.
Πιστεύει ότι κατέληξε στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών, αφότου απείλησε ότι θα μιλούσε δημοσίως, αρνούμενος να καταθέσει ψευδώς κατά του πρώην συνεταίρου του. Υποστηρίζει, επίσης, ότι το 2013, κατά τη διάρκεια ανάκρισης του, πράκτορες της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας του είπαν ότι μπορούσε είτε να συνεργαστεί μαζί τους είτε να καταστραφεί μαζί με τον συνέταιρό του.
Καταδίκη και σύλληψη
Σήμερα, ο Αλεξέι Χάρις δηλώνει πως αφελώς τότε περίμενε ότι οι σχετικές έρευνες θα τον απάλλασσαν από τις όποιες κατηγορίες. Διαψεύστηκε, όμως, με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο, όταν εντόπισε την κόκκινη ειδοποίηση με το όνομά του, στην οποία υπογραμμιζόταν ότι είχε ήδη καταδικαστεί σε δεκαετή κάθειρξη και καταζητούταν ως ύποπτος για συμμετοχή σε μία εγκληματική οργάνωση που είχε καταχραστεί δεκάδες εκατομμύρια ευρώ από την εταιρεία του.
Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική κόκκινη ειδοποίηση, οι αμερικανικές αρχές συνέλαβαν, τελικά, τον Αλεξέι Χάρις, το 2017. Ο ρώσος επιχειρηματίας πέρασε τους επόμενους 15 μήνες της ζωής του (όσο εξεταζόταν η υπόθεσή του) σε φυλακές της Καλιφόρνια. Αποφυλακίστηκε χάρη στην παρέμβαση του Τεντ Μπρόμαντ, ενός διεθνολόγου, συνεργάτη της συντηρητικής δεξαμενής σκέψης The Heritage Foundation, που κατέθεσε υπέρ του, υποστηρίζοντας πως οι κατηγορίες εναντίον του ήταν αβάσιμες.
Ο αμερικανός ειδικός είναι πεπεισμένος ότι η κόκκινη ειδοποίηση που εκδόθηκε κατά του Αλεξέι Χάρις αποτελεί την πιο πρόσφατη από τις πάρα πολλές απόπειρες της ρωσικής κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει την Interpol για τη δίωξη ρώσων πολίτων πάνω στη βάση κατασκευασμένων κατηγοριών.
Σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής ανθρωπιστικής οργάνωσης Freedom House, το 38% όλων των κόκκινων ειδοποιήσεων που κοινοποιούνται φέρουν την υπογραφή της Ρωσίας. Σχολιάζοντας στην κατάθεσή του την έκδοση της κόκκινης ειδοποίησης κατά του Αλεξέι Χάρις, ο Τεντ Μπρόμαντ σημείωσε ότι «αυτό αποδεικνύει μόνον ότι η Ρωσία απλώς συμπλήρωσε τη σχετική αίτηση της Interpol».
Το 38% όλων των κόκκινων ειδοποιήσεων που κοινοποιούνται φέρουν την υπογραφή της Ρωσίας
Πόσες από τις περισσότερες από 65.000 κόκκινες ειδοποιήσεις της Interpol που εξακολουθούν να ισχύουν θα μπορούσαν να βασίζονται σε πολιτικά υποκινούμενες κατηγορίες δεν είναι γνωστό. Ωστόσο μία σειρά από σχετικές αναφορές και εκθέσεις ακαδημαϊκών αλλά και μελών του αμερικανικού Κογκρέσου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιβεβαιώνουν ότι τα τελευταία χρόνια κάποιοι καταφέρνουν να καταχρώνται την Interpol για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. «Δεν νομίζω ότι αμφισβητεί κανείς ότι αυξάνεται ο αριθμός των καταχρηστικών κόκκινων ειδοποιήσεων», σημείωσε ο Τεντ Μπρόμαντ.
Κάνοντας λόγο για «διακρατική καταστολή», ο δημοσιογράφος του Guardian εξηγεί ότι η εκμετάλλευση του δικτύου της Interpol αποτελεί μόνον μία από τις μεθόδους μέσω των οποίων αυταρχικές κυβερνήσεις και καθεστώτα προσπαθούν να φιμώσουν τους αντιπάλους τους. Τους εκτελούν επίσης και τους δηλητηριάζουν ή τους διαμελίζουν, όποτε κρίνουν ότι δεν επαρκεί το να τους εκβιάζουν, να τους παρακολουθούν οπουδήποτε στον κόσμο ή να απειλούν τους συγγενείς και τους φίλους που άφησαν πίσω, διαφεύγοντας. «Οι μέθοδοι μπορεί να διαφέρουν, αλλά όλες αποσκοπούν στο να σταλεί ένα εξίσου απειλητικό μήνυμα σε μία εποχή παγκόσμιας κινητικότητας: μπορεί να εγκαταλείψετε τη χώρα αλλά αυτό δεν αποκλείει ότι δεν θα τιμωρηθείτε», αναφέρει ο Τζος Τζέικομπς.
Η Συρία
Αλλά ύποπτη, φυσικά, δεν είναι μόνον η Ρωσία. Τον προηγούμενο μήνα τη δυνατότητα πρόσβασης στις βάσεις δεδομένων και στο τεράστιο δίκτυο της Interpol απέκτησε εκ νέου το καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ, με τον επικεφαλής του διαπραγματευτικού σώματος της συριακής αντιπολίτευσης να δηλώνει πως η διεθνής οργάνωση προσφέρει στον σύρο δικτάτορα τα μέσα ούτως ώστε να διεξαγάγει ακόμη έναν πόλεμο κατά του συριακού λαού.
«Η διαδικασία έκδοσης μιας κόκκινης ειδοποίησης είναι πολύ απλή. Δεν απαιτούνται τόσο πολλές πληροφορίες και η Interpol δεν χρηματοδοτείται επαρκώς και είναι υποστελεχωμένη», δήλωσε ο Τόντι Κάντμαν, ένας βρετανός δικηγόρος με ειδίκευση σε εγκλήματα πολέμου, σχολιάζοντας την απόφαση της οργάνωσης για επιστροφή της Συρίας στους κόλπους της. Πολύ πιο δύσκολη είναι, όμως, η ακύρωσή της. «Η διαδικασία ανάκλησης μιας κόκκινης ειδοποίησης, ακόμη και σε ευρωπαϊκά κράτη όπως η Βρετανία και η Ολλανδία, μπορεί να καταστεί βραδεία και δύσκολη», πρόσθεσε ο βρετανός νομικός.
Το γεγονός ότι οι κόκκινες ειδοποιήσεις σε κάποιες χώρες αντιμετωπίζονται ως αυτό που είναι, δηλαδή ειδοποιήσεις, ενώ σε άλλες ως εντάλματα σύλληψης (ενώ δεν είναι) και οι τοπικές αρχές διώκουν με σκοπό να απελάσουν τους φερόμενους ως «διεθνείς εγκληματίες», καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο προβληματική.
Από Μπαχρέιν μέχρι Τουρκία…
Πέρα από τη Ρωσία και τη Συρία, το Μπαχρέιν, η Κίνα, η Λευκορωσία, η Ινδονησία και, φυσικά, η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχουν αποπειραθεί να πλήξουν πάσης φύσεως «εχθρούς» τους (από πολιτικούς πρόσφυγες και ακτιβιστές έως ποδοσφαιριστές, οικολόγους και συγγραφείς) εκδίδοντας κόκκινες ειδοποιήσεις. «Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε διεθνείς οργανισμούς σαν την Interpol για τέτοιους σκοπούς», είχε επισημάνει η Ανγκελα Μέρκελ, μετά τη σύλληψη του τουρκικής καταγωγής γερμανού συγγραφέα Ντογάν Ακάνλι το 2017 στην Ισπανία, ενόσω έκανε διακοπές, έπειτα μετά την έκδοση κόκκινης ειδοποίησης από την Τουρκία.
Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους, διαμαρτύρονται για την απόρριψη από την αρμόδια επιτροπή της Interpol 773 αιτήσεων για τη δίωξη ανθρώπων που φέρεται ότι συνδέονται με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, τον ενορχηστρωτή, κατά τον τούρκο πρόεδρο, του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016. Μάλιστα έχουν κυκλοφορήσει αναφορές σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία αποπειράθηκε να εισαγάγει στις βάσεις δεδομένων της Interpol έως και 60.000 ονόματα, αλλά η οργάνωση αρνείται τον εν λόγω αριθμό.
Υπενθυμίζεται ότι χάρη στην κινητοποίηση της Interpol (έπειτα σχετικό αίτημα της Τουρκίας) συνελήφθη τον περασμένο Οκτώβριο στην Κένυα ο Σελαχαντίν Γκιουλέν, ανιψιός του εξόριστου στις ΗΠΑ τούρκου ιερωμένου και αντίπαλου του Ερντογάν, παρότι η κόκκινη ειδοποίηση που είχε εκδοθεί για τη δίωξή του είχε αποσυρθεί από τη λίστα της Interpol τον περασμένο Ιούλιο. Πλέον κρατείται στην Τουρκία, όπου κατηγορείται για τρομοκρατία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News