Η ιδέα ήταν εξαιρετική. Ενα εορταστικό ποδοσφαιρικό τουρνουά, στο οποίο θα συμμετείχαν οι πιο δημοφιλείς ομάδες, θα εξασφάλιζε έξτρα πόρους στους συλλόγους, που εκείνη την εποχή δεν είχαν χορηγούς και έσοδα από την τηλεόραση, ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή, πέραν των εισιτηρίων που «έκοβαν».
Η ανταπόκριση του κοινού ήταν δεδομένη. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας των ’20s οι Ελληνες είχαν αγαπήσει το ποδόσφαιρο και γέμιζαν ασφυκτικά τα (λιγοστά) γήπεδα, ακόμη και σε αγώνες… του Στρατού Ξηράς με το Ναυτικό. Ιδίως την περίοδο των Εορτών οι επιλογές διασκέδασης, που το πορτοφόλι του κοσμάκη μπορούσε ν’ αντέξει, ήταν ελάχιστες. Ποιος δεν θα ‘δινε δυο δραχμές από τον 13ο μισθό για να παρακολουθήσει αυτό το καινούργιο, συναρπαστικό θέαμα;
Το τάιμινγκ, όμως, για την εφαρμογή της ιδέας ήταν το χειρότερο δυνατό. Το «Κύπελλο Εορτών» προγραμματίστηκε, αμέσως μετά τη λήξη της σεζόν 1939-1940, για τα Χριστούγεννα του ’40. Το πρόλαβε ο πόλεμος. Τελικώς, εγκαινιάστηκε τρία χρόνια αργότερα, μέσα στις μαύρες μέρες της Κατοχής. Οι εμπνευστές του το είχαν φανταστεί εντελώς διαφορετικά, όμως οι σύλλογοι (που επιτελούσαν και πολύ σημαντικό κοινωνικό έργο) αποφάσισαν να προχωρήσουν στη διοργάνωσή του. Αρχισε τη μέρα των Χριστουγέννων του 1943 στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με τον Ολυμπιακό να νικά (5-2) τον Παναθηναϊκό μπροστά σε 10.000 θεατές. Συνεχίστηκε στις αρχές Ιανουαρίου (1944) με δύο νίκες της ΑΕΚ (2-1 τον Παναθηναϊκό και 1-0 τον Ολυμπιακό), που κατέκτησε το τρόπαιο.
Τα επόμενα Χριστούγεννα η Ελλάδα ήταν -επιτέλους- ελεύθερη, όμως το τουρνουά έπεσε θύμα των «Δεκεμβριανών»: μιας σειράς ένοπλων συγκρούσεων των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με τα βρετανικά και κυβερνητικά στρατεύματα στην Αθήνα, διάρκειας 33 ημερών, στο διάστημα Δεκεμβρίου 1944 – Ιανουαρίου 1945. Ελάχιστος κόσμος παρακολούθησε τα παιχνίδια, καθώς υπήρχε ο φόβος της αδέσποτης σφαίρας. Αλλωστε, το γήπεδο της Λεωφόρου δεν λειτουργούσε. Είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από έκρηξη βόμβας στις 23 Δεκεμβρίου.
Επί μια διετία το «Κύπελλο Εορτών» δεν διοργανώθηκε – διεξήχθησαν μόνο κάποιοι μεμονωμένοι φιλικοί αγώνες. Επανήλθε, όμως, το 1947 με κάθε επισημότητα και άρχισε να γίνεται θεσμός, με τη νέα ονομασία που του είχαν αποδώσει οι Αθηναίοι: «Κύπελλο Χριστουγέννων». Το 1950 διήρκεσε, για πρώτη φορά, πάνω από δυο εβδομάδες και ήταν συναρπαστικό. Ολες οι ομάδες συγκέντρωσαν τους ίδιους βαθμούς και, επειδή δεν είχε προβλεφθεί η περίπτωση της ισοβαθμίας, ολοκληρώθηκε χωρίς να αναδειχθεί νικητής.
Καθώς η χώρα έβγαινε από το σκοτάδι της προηγούμενης δεκαετίας, οι Ελληνες «αγκάλιαζαν» αυτή τη χριστουγεννιάτικη διασκέδαση όλο και πιο πολύ. Τα εορταστικά παιχνίδια απέκτησαν τα χαρακτηριστικά κοσμικού γεγονότος. Οι φίλαθλοι φορούσαν τα «καλά» τους, αγόραζαν έναν λουκουμά έξω από το γήπεδο και ανέβαιναν στις εξέδρες για να συναντήσουν φίλους και γνωστούς, αλλά και για να γνωρίσουν τους ποδοσφαιριστές που είχαν αρχίσει να γίνονται διάσημοι: τον Μπέμπη, τον Μουράτη, τον Ρωσσίδη, τον Δαρίβα, τον Υφαντή, τον Πολυχρονίου, ή τον Σάββα Θεοδωρίδη του Ολυμπιακού, τον Σταματιάδη, τον Σεραφείδη, τον Κανάκη, ή τον Δελαβίνια της ΑΕΚ, τον Πανάκη, τον Λινοξυλάκη, ή τον Λάκη Πετρόπουλο του Παναθηναϊκού.
Τα «Κύπελλα Χριστουγέννων» γνώρισαν μεγάλες δόξες όταν οι διοργανωτές άρχισαν να προσκαλούν στο τουρνουά και ξένες ομάδες, ξακουστές, για τα κατορθώματα των οποίων οι φίλαθλοι διάβαζαν συχνά στις εφημερίδες. Το 1959, για παράδειγμα, η γιουγκοσλαβική Βοϊβοντίνα νίκησε τον Παναθηναϊκό με 8-3, παίζοντας «μαγικό» ποδόσφαιρο. Ο περιλάλητος Βολανάκης, ένας ατζέντης που ζούσε και εργαζόταν στην Αυστρία, είχε φέρει στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα τη Βίνερ, τη Ραπίντ, την Αούστρια, τη Χάιντουκ – κυρίως αυστριακές και γιουγκοσλαβικές ομάδες, με παίκτες που στα μάτια του ελληνικού κοινού φάνταζαν «μάγοι» της μπάλας.
Τα πρώτα βήματα για τα τουρνουά των Χριστουγέννων (και του Πάσχα) είχαν γίνει το φθινόπωρο του 1927, με τη σύσταση του περίφημου ΠΟΚ (Παναθηναϊκός Α.Ο., Ολυμπιακός ΣΦΠ, Κωνσταντινουπόλεως Α.Ε.). Η ΕΠΟ είχε αποκλείσει τον Ολυμπιακό από το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, ενώ αργότερα διέγραψε από τα μητρώα της και τον Παναθηναϊκό με την ΑΕΚ, που συμμάχησαν μαζί του. Οι τρεις «μεγάλοι» του ελληνικού ποδοσφαίρου έδιναν φιλικούς αγώνες μεταξύ τους, αλλά και μεικτές ομάδες τους αντιμετώπιζαν ξένες, εντός και εκτός Ελλάδας. Δεν είχαν προλάβει, όμως, να δώσουν σε αυτά τα παιχνίδια τη μορφή συγκεκριμένης διοργάνωσης, καθώς οι σχέσεις των ομάδων του ΠΟΚ με την Ομοσπονδία αποκαταστάθηκαν πολύ σύντομα, το καλοκαίρι του 1928.
Το τουρνουά που διεξήχθη τα Χριστούγεννα του 1958 ήταν το τελευταίο προτού αρχίσει η παρακμή του θεσμού. Το 1959-1960 συστάθηκε η Α’ Εθνική. Οι (ημι-επαγγελματικοί, πλέον) ελληνικοί σύλλογοι άρχισαν να συμμετέχουν στα Κύπελλα Ευρώπης. Η Εθνική μας ομάδα, στις διεθνείς διοργανώσεις. Ούτε ελεύθερες ημερομηνίες υπήρχαν πολλές πια, ούτε το ενδιαφέρον για φιλικά ματς ήταν τόσο ζωηρό.
Μαζί με το ποδόσφαιρο, άλλαξαν και οι συνήθειες των Ελλήνων. Τα σινεμά και τα ζαχαροπλαστεία ξεφύτρωσαν, το ένα μετά το άλλο, σαν μανιτάρια. Οι επιλογές διασκέδασης αυξήθηκαν δραματικά. Το ίδιο και το βιοτικό επίπεδο. Το «Μινιόν», που είχε εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκών προδιαγραφών πολυκατάστημα, ήταν, πια, ο ιδανικός χριστουγεννιάτικος προορισμός για μικρούς και μεγάλους.
Το 1962 το «Κύπελλο Χριστουγέννων» αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Ηταν η τελευταία φορά που η Ελλάδα έπαιξε μπάλα στις 25 Δεκεμβρίου. Η τελευταία ελληνική Boxing Day.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News