Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ήταν ο άνδρας που κυριάρχησε στη ζωή της Λορίν Μπακόλ, μιας από τις τελευταίες μεγάλες σταρ της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ. Ο Μπόγκαρτ ήταν ο τέλειος συμπρωταγωνιστής της, ο αγαπημένος της σύζυγος, αλλά και ο άνθρωπος που κατέστρεψε την καριέρα της, γράφει στην Telegraph ο Ντέιβιντ Αλεξάντερ. Μαζί οι δυο τους ήταν ένα ζευγάρι συγκλονιστικό: τα «πυροτεχνήματα» που προκαλούσαν στην οθόνη οφείλονταν στη χημεία τους εκτός οθόνης.
Στο πλάι του η Μπακόλ άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες εμφανίζονται στον κινηματογράφο. Ο Μπόγκαρτ ήταν ο τύπος του σκληρού και εκείνη μια μοιραία γυναίκα, μια femme fatale, με σαγηνευτική παρουσία και χαρακτηριστικά βραχνή φωνή, ικανή να αποσταθεροποιήσει με συναρπαστικά αποτελέσματα την τραχιά αρρενωπότητα του Μπόγκαρτ.
Αλλά όταν παντρεύτηκαν, το τίμημα που πλήρωσε η αμερικανίδα ηθοποιός ήταν βαρύ. Ο Μπόγκαρτ δεν ήθελε να παντρευτεί μια σταρ του σινεμά, αλλά μια νοικοκυρά. Μετά τον γάμο τους η καριέρα του είχε συνεχείς επιτυχίες, η δική της όμως άρχισε να παραπαίει καταστροφικά.
Η Μπέτι Τζόαν Πέρσκε, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης πριν από 100 χρόνια, στις 16 Σεπτεμβρίου 1924. Ο πατέρας της εξαφανίστηκε όταν εκείνη ήταν πέντε ετών και μεγάλωσε με τη μητέρα της, το επώνυμο της οποίας θα υιοθετούσε αργότερα. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες στον χορό και στην υποκριτική, η νεαρή Μπακόλ έγινε μοντέλο. Η σύζυγος του σκηνοθέτη Χάουαρντ Χοκς την εντόπισε στο περιοδικό Harper’s Bazaar και την υπέδειξε στον πεινασμένο για νέα ταλέντα σύζυγό της.
Ξετρελαμένος, ο Χοκς κάλεσε αμέσως την Μπακόλ στο Χόλιγουντ, της προσέφερε επταετές συμβόλαιο και την έκανε σταρ του κινηματογράφου. Το Μπέτι έγινε Λορίν, αλλά εκτός από το όνομα έπρεπε επίσης να αλλάξει τη νεοϋορκέζικη προφορά και την κακή της άρθρωση. Ο Χοκς απαίτησε να χαμηλώσει την ένταση της φωνής της και να απαγγέλλει με τις ώρες στίχους του Σαίξπηρ. Το τελευταίο βήμα προς τον πλανήτη των σταρ ήταν ένας καταξιωμένος συμπρωταγωνιστής. Μεταξύ του Κάρι Γκραντ και του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ο Χοκς επέλεξε τελικά τον πρωταγωνιστή της «Καζαμπλάνκα», γράφει ο Αλεξάντερ στην Telegraph.
Ο Μπόγκαρτ ήταν κατά 25 χρόνια μεγαλύτερος από την Μπακόλ. Eίχε γεννηθεί τον προηγούμενο αιώνα, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1899. Πριν γνωριστούν, σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής τους ήταν διαφορετική. Η οικογένειά του ήταν ανώτερης τάξης από τη δική της, αλλά πιο δυστυχισμένη και γεμάτη χρέη και εξαρτήσεις. Η Μπακόλ πέτυχε αμέσως στο Χόλιγουντ, ενώ ο Μπόγκαρτ είχε περάσει μια δεκαετία προσπαθώντας να γίνει διάσημος. Εκείνη ήταν υδραργυρική, εκείνος φλεγματικός. Εκείνη ήταν σπινθηροβόλα, εκείνος κουρασμένος.
Η Μπακόλ δεν ερωτεύτηκε τον Μπόγκαρτ με την πρώτη ματιά. Ούτως ή άλλως, στα πρώτα της γυρίσματα στο πλατό, αυτό που την απασχολούσε ήταν μήπως έρθει σε δύσκολη θέση. Δεν φαίνεται στην οθόνη, παρατηρεί ο Αλεξάντερ στην Telegraph, όμως η Μπακόλ ήταν τρομοκρατημένη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της «Σειρήνας της Μαρτινίκα» («To Have and Have Not», 1944), της ρομαντικής περιπέτειας του Ερνεστ Χέμινγουεϊ, όπου ο Χοκς την έβαλε να παίξει για πρώτη φορά πλάι στον Μπόγκαρτ. Η πρώτη της εμφάνιση είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές στην ιστορία του Χόλιγουντ: σκύβοντας σε μια πόρτα, πιάνει αβίαστα ένα κουτάκι με σπίρτα που της πετάει ο γοητευμένος Μπόγκαρτ, πριν ανάψει το τσιγάρο της και βγει από το δωμάτιο.
Αλλά στην πραγματικότητα, η νευρική Μπακόλ αστόχησε άπειρες φορές προτού καταφέρει να πιάσει τα σπίρτα όπως έπρεπε. Η πίεση που ένιωθε για να φτάσει τον συμπρωταγωνιστή της, την ανάγκασε, ωστόσο, να αναπτύξει τη δική της αξιοσημείωτη προσωπικότητα στην οθόνη. Με την πάροδο του χρόνου ο Μπόγκαρτ ερωτεύτηκε τη νεαρή συμπρωταγωνίστριά του, η οποία ήταν ευάλωτη, παρά την ατσάλινη εικόνα της. Τρεις εβδομάδες μετά τα γυρίσματα φιλήθηκαν στο καμαρίνι της και από τότε εκείνος της τηλεφωνούσε μέσα στη νύχτα.
Στο αρχικό σενάριο της «Σειρήνας της Μαρτινίκα» δεν προβλεπόταν ότι ο χαρακτήρας του Μπόγκαρτ θα κατέληγε σε σχέση με εκείνον της Μπακόλ. Αλλά όταν είδε το ζευγάρι να παίζει, ο Χοκς συνειδητοποίησε πως το κοινό θα έβρισκε απίστευτο οποιοδήποτε άλλο τέλος, οπότε άλλαξε το στόρι. Οντως, παρακολουθώντας κανείς την ταινία είναι σαν να βλέπει τους πρωταγωνιστές της να ερωτεύονται εκρηκτικά.
Μια επιπλοκή: Ο Μπόγκαρτ ήταν παντρεμένος. Ο τρίτος του γάμος, με την ηθοποιό Μάγιο Μέθοτ, ήταν γνωστός στο Χόλιγουντ για τους εφιαλτικούς, ποτισμένους με αλκοόλ καβγάδες των «Μαχόμενων Μπόγκαρτ», που έσπαγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια ενός καυγά τα πράγματα οξύνθηκαν τόσο πολύ ώστε η Μέθοτ μαχαίρωσε τον Μπόγκαρτ. Αυτός όμως επέζησε, το ίδιο και ο γάμος του, άρα ο Μπόγκαρτ έπρεπε για ένα διάστημα να κρατήσει κρυφό τον δεσμό του με την Μπακόλ.
Οι στιγμές ξαφνικής συμφιλίωσης με τη σύζυγό του απαιτούσαν συνήθως από τον Μπόγκαρτ να διακόπτει τη σχέση του με τη νέα του φίλη, αφήνοντάς την συντετριμμένη. Μάλιστα, ήταν τόσο επιρρεπής σε κλάματα στα γυρίσματα, που το πρησμένο και δακρυσμένο πρόσωπό της έπρεπε συχνά να αλείφεται με πάγο πριν εμφανιστεί μπροστά στην κάμερα.
Η ταινία σημείωσε τεράστια επιτυχία όταν προβλήθηκε, το 1944. Το ζευγάρι ξαναβρέθηκε δύο χρόνια αργότερα στα γυρίσματα του νουάρ «Πάθος και Αίμα» («The Big Sleep»), μεταφορά του αστυνομικού μυθιστορήματος του Ρέιμοντ Τσάντλερ «Ο Μεγάλος Υπνος» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος). Στο μεταξύ, η βασανιστική σχέση του Μπόγκαρτ με την Μέθοτ τον έκανε να πίνει πάρα πολύ και να χάνει μέρες γυρισμάτων, όπου η Μπακόλ του προσέφερε τον τέλειο αντιπερισπασμό από τη ζωή στο σπίτι, με τη χημεία τους να είναι πιο ζωντανή από ποτέ.
Στα τέλη του 1944 ο γάμος του Μπόγκαρτ και της Μέθοτ είχε τελειώσει. Λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκε την Μπακόλ. Υπήρχε όμως μια παγίδα: πρώτα απ’ όλα η Μπακόλ ήταν πλέον η κυρία Μπόγκαρτ. «Είναι η γυναίκα μου, οπότε μένει στο σπίτι και με φροντίζει» είχε δηλώσει ο Μπόγκαρτ, ενώ η Μπακόλ θυμήθηκε αργότερα: «Μου είπε ότι δεν θα με παντρευόταν αν ήθελα να κάνω καριέρα».
Ο Μπόγκαρτ δεν απαγόρευσε στην Μπακόλ να γυρίζει ταινίες, αλλά περίμενε πως η καριέρα της θα προσαρμοζόταν στη δική του και είχε κάποιες αυστηρές απαιτήσεις από τη σύζυγό του. Για παράδειγμα, δεν της επέτρεπε να κάνει γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους, περιορισμός αυστηρός αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνη την εποχή οι σκηνοθέτες άρχιζαν να απομακρύνονται από τα στούντιο.
«Ο Μπόγκι ήταν παλιομοδίτης» είπε η Μπακόλ πολύ καιρό μετά τον θάνατό του. «Αστειευόταν ότι η θέση της γυναίκας ήταν στο σπίτι, αλλά αστειευόταν μόνο κατά το ήμισυ. Είχε πάρει διαζύγιο από τρεις ηθοποιούς και ήταν πεπεισμένος ότι καριέρα και γάμος δεν συνδυάζονται». Ετσι, η ηθοποιός βρέθηκε να μεγαλώνει τα δυο παιδιά τους, τον Στίβεν και τη Λέσλι, σχεδόν μόνη της. Ο Μπόγκαρτ έπρεπε να έχει αρκετό χρόνο για τους φίλους του και για το αγαπημένο του σκάφος. Ενα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα: όταν η Μπακόλ γύρισε στο σπίτι από το νοσοκομείο μετά τη γέννηση του Στίβεν, ο Μπόγκαρτ δεν ήταν εκεί. Είχε βγει για ποτό. Και τα παιδιά τους θα μεγάλωναν προσπαθώντας να καταλάβουν τον απόντα πατέρα τους.
Μερικές φορές η φροντίδα του Μπόγκαρτ είχε προτεραιότητα ακόμη και έναντι της φροντίδας της υπόλοιπης οικογένειας. Οταν πήγε στην Ουγκάντα και στο Κονγκό για τα γυρίσματα της «Βασίλισσας της Αφρικής» (1951), η Μπακόλ υποχρεώθηκε να τον ακολουθήσει. Ο Μπόγκαρτ, βέβαια, κέρδισε Οσκαρ για την ερμηνεία του, αλλά η Μπακόλ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μικρό παιδί της για μήνες.
Ο Χάουαρντ Χοκς, ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της στη βιομηχανία του θεάματος και εξαρχής θαυμαστής της, την είχε προειδοποιήσει ότι ένας παντρεμένος Μπόγκαρτ θα περίμενε από τη σύζυγό του να υποτάξει τις φιλοδοξίες της στις δικές του. Είχε αποδοκιμάσει το ειδύλλιό τους από τη στιγμή που το πρόσεξε στα γυρίσματα της πρώτης τους ταινίας, και όταν τελικά το ζευγάρι παντρεύτηκε ο σκηνοθέτης κυριεύτηκε από επαγγελματική δυσαρέσκεια και (ίσως) ερωτική ζήλια.
Ο Χοκς ακύρωσε το συμβόλαιό του με την Μπακόλ και την «πούλησε» στη Warner Bros. Η εποχή της τέλειας συνεργασίας τους, που είχε αποδώσει τις μεγαλύτερες και πιο επιτυχημένες ερμηνείες της Μπακόλ, είχε τελειώσει. Και η ηθοποιός δεν θα είχε πλέον την ασφάλεια των εγγυημένων καλών ρόλων.
Η Μπακόλ προσπάθησε να διατηρήσει κάποιον έλεγχο της καριέρας της, απορρίπτοντας τα περισσότερα από τα σκουπίδια που της προσφέρονταν. Ετσι, όμως, θεωρήθηκε δύσκολη από το στούντιο, το οποίο την έθεσε σε διαθεσιμότητα 12 φορές επειδή απέρριπτε σενάρια. Οι καλοί ρόλοι σπάνια βρίσκονταν στον δρόμο της.
Στο μεταξύ, τη δεκαετία του 1950, μετά από μια ζωή με πολύ καπνό και αλκοόλ, η υγεία του Μπόγκαρτ κατέρρευσε. Η Μπακόλ αναφερόταν όλο και περισσότερο ως η σύζυγος που τον φρόντιζε, και στη συνέχεια, όταν εκείνος πέθανε σε ηλικία 57 ετών, ως η τραγική νεαρή χήρα του. Ηταν μόλις 32 ετών, αλλά ο παραμονή της στις πρώτες θέσεις των κινηματογραφικών σταρ είχε τελειώσει.
Η καριέρα της αναβίωσε, κατά κάποιον τρόπο, στο Μπρόντγουεϊ τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, καθώς και με ταινίες όπως το δράμα του Ντάγκλας Σερκ «Γραμμένο στον Ανεμο» (1956), με τον Ροκ Χάντσον, και πολύ πιο πρόσφατα το θρίλερ «Dogville» (2003) του Λαρς φον Τρίερ. Αλλά ο γάμος της με τον Μπόγκαρτ είχε ακυρώσει την κρίσιμη πρώιμη δυναμική της.
Η Μπακόλ είχε δηλώσει «πληγωμένη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο» από τις απογοητεύσεις της κινηματογραφικής καριέρας της. Παρ’ όλα αυτά η αγάπη της για τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ δεν έσβησε μετά το θάνατό του – και παρά την αναγνώριση, από την ίδια, των επιζήμιων συνεπειών που είχε πάνω της ο συντηρητισμός του. «Αν σεκφτόμουν μόνο την καριέρα μου, θα είχα χάσει τον Μπόγκι, τα παιδιά, την ίδια την ουσία της ζωής μου» είχε πει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News