Για ακόμη μια φορά δεν διστάζει να επικρίνει δημόσια τον Ερντογάν ο Ορχάν Παμούκ, αναφωνώντας, μάλιστα, «δόξα τω Θεώ» που ο τούρκος πρόεδρος βρίσκεται σε παρακμή. «Δεν μπορεί να περιορίσει τη φωνή κανενός πλέον. Πέφτει», είπε, συνομιλώντας με τη Λόρα Πίτελ των Financial Times.
H κατάρρευση της λίρας και η εκτόξευση του πληθωρισμού στο 80% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έχουν οδηγήσει σε απώλεια της ευημερίας των πολιτών, κάτι που ο Παμούκ χαρακτήρισε «σκανδαλώδες». Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα του και αναφερόμενος ειδικά στον τούρκο ηγέτη, ο Παμούκ έκανε λόγο για «ένα τέλειο παράδειγμα ατόμου που βρίσκεται στην εξουσία επί 20 χρόνια και γίνεται όλο και πιο αυταρχικό, παίρνει παράλογες αποφάσεις και καταστρέφει την ευημερία του έθνους».
Ωστόσο, το ζήτημα, πλέον, είναι το πώς θα αντιδράσει ο Ερντογάν ενώπιον αυτής της συνεχούς μείωσης της δημοτικότητάς του. «Οι δημοσκοπήσεις μας λένε ότι θα χάσει, αλλά θα το δεχτεί αυτό;», διερωτάται ανήσυχος και ο Ορχάν Παμούκ.
Ο νομπελίστας τούρκος συγγραφέας και η ανταποκρίτρια των Financial Times συναντήθηκαν στο «Mavi», το αγαπημένο ταβερνάκι του Παμούκ στην Χάλκη, το οποίο τιμάει ανελλιπώς με την παρουσία του εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που η ιδιοκτήτρια ονόματι Νιγκάρ Τσελίκ τον βοήθησε να αποφύγει ένα πλήθος εξοργισμένων υπερεθνικιστών που είχαν μεταβεί στο νησί και είχαν συγκεντρωθεί λίγα μέτρα μακριά από την εξοχική κατοικία της οικογένειάς του.
Λίγες μήνες μετά ο Παμούκ επρόκειτο να τιμηθεί με το Νομπέλ Λογοτεχνίας για το έργο του. Βρισκόταν ήδη, όμως, στο στόχαστρο των υπερεθνικιστών της Τουρκίας εξαιτίας σχολίων του για τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Οθωμανούς. Η ιδιοκτήτρια του «Mavi» προσφέρθηκε να συνοδεύσει τον Παμούκ μέχρι το σπίτι του, ούτω ώστε να περάσουν απαρατήρητοι ως ένα τυπικό ζευγάρι. «Ηταν τόσο καλή μαζί μου, με προστάτεψε», εξακολουθεί να αναγνωρίζει σήμερα, περί τα 15 χρόνια μετά.
Με την βρετανίδα δημοσιογράφο επρόκειτο να φάνε κέφαλους, γιατί με κέφαλους τρέφονται και οι πρωταγωνιστές του τελευταίου του βιβλίου (έκτασης 700 σελίδων) η πλοκή του οποίου διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό νησί της Μεσογείου, κατά την έναρξη του 20ου αιώνα, όπου ξεσπά επιδημία πανούκλας. Η τουρκάλα μαγείρισσα, όμως, είχε κατά νου να τους φιλέψει νόστιμους μεζέδες, όπως ελιές με καρύδια και θυμάρι, τηγανητά κολοκυθάκια, τζατζίκι, παστό σκουμπρί, παντζάρια με σιρόπι ροδιού και μυδοπίλαφο.
Ο Παμούκ άρχισε να γράφει τις «Νύχτες Πανούκλας» (στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη) τρεισήμισι χρόνια πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού. Η απομόνωση δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα αλλά παραδέχτηκε πως τον τρόμαξε πολύ η αρρώστια. «Εχω τόσο πολλά βιβλία που θέλω να γράψω», ανέφερε ως επεξήγηση στη συνομιλήτριά του. Κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας αντιλήφθηκε πως οι χαρακτήρες στο αρχικό χειρόγραφο στερούνταν αυτού του συναισθήματος. «Τους εμφύσησα περισσότερο φόβο. Ο κορονοϊός μου δίδαξε τον φόβο του θανάτου», είπε.
Ο Παμούκ σκεφτόταν επί σαράντα χρόνια να γράψει ένα μυθιστόρημα για μια επιδημία πανούκλας. Αποφάσισε τελικά να το κάνει, θέλοντας να διερευνήσει καταρχάς πώς οι πανδημίες επιδεινώνουν τις αυταρχικές τάσεις αυτών που κατέχουν την εξουσία, σε μια περίοδο κατά την οποία ο ίδιος ο ηγέτης της Τουρκίας «καθίστατο ολοένα και πιο αυταρχικός». Αλλά ο Παμούκ παραδέχτηκε πως εξεπλάγη με την απόφαση του Ερντογάν να απαγορεύσει τις προσευχές στα τζαμιά τον Μάρτιο του 2020, πριν «η πολιτισμένη Δύση» αρχίσει να λαμβάνει παρόμοια περιοριστικά μέτρα
Οταν ήταν μικρός, ο Παμούκ ήθελε να γίνει ζωγράφος αλλά τον κέρδισε, τελικά, πολύ νωρίς η συγγραφή, καταλήγοντας να τιμηθεί με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2006. Ωστόσο, όσο γνωστός είναι ως συγγραφέας αλλά τόσο γνωστός είναι ως αντιφρονών. Το 2005 κλήθηκε να λογοδοτήσει στη Δικαιοσύνη, έχοντας κατηγορηθεί, μετά τα σχόλιά του για τη γενοκτονία των Αρμενίων, για «προσβολή της Τουρκικότητας». Λόγω της διεθνούς κατακραυγής που ξεσηκώθηκε, η κατηγορία αποσύρθηκε. Ομως σήμερα, περισσότερα από 15 χρόνια μετά, ο Παμούκ έχει και πάλι μπελάδες με τη Δικαιοσύνη, καθώς ένας εισαγγελέας τον κατηγορεί πως στις «Νύχτες Πανούκλας» προσβάλλει τον Κεμάλ Ατατούρκ αυτήν τη φορά, στο πλαίσιο της σύνθεσης ενός χαρακτήρα του βιβλίου, του «Ταγματάρχη Καμίλ», ο οποίος ιδρύει ένα ανεξάρτητο κράτος, αφού απαλλάχτηκε από την εξουσία της υπό κατάρρευση οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο συγγραφέας αρνείται πως ήταν πρόθεσή του να προσβάλει τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας – ένα αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης στην Τουρκία. Μάλιστα όταν η δημοσιογράφος των FT σημείωσε πως υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ του χαρακτήρα του και του Ατατούρκ, ο Παμούκ σχεδόν την αποπήρε, κατηγορώντας την πως μιλάει όπως οι μιλούν οι υπερεθνικιστές της Τουρκίας. Εξήγησε, μάλιστα, πως δεν είναι «ένας έμπορος χαλιών του Μεγάλου Παζαριού» που προσπαθεί να πουλήσει στους πελάτες ένα υπερτιμημένο χαλί, αλλά ένας έντιμος άνθρωπος που θα επέκρινε ανοιχτά τον Ατατούρκ, εάν αυτό επιθυμούσε να κάνει.
Ανέφερε πως το βιβλίο του αποτελεί μία πολύ πιο ευρεία μελέτη της διαδικασίας οικοδόμησης ενός έθνους και της μυθοπλασίας που σχετίζεται με αυτήν και ο μαρξιστής ιστορικός Ερικ Χόμπσμπομ ονόμασε «εφεύρεση της παράδοσης», γράφει η Λόρα Πίτελ στην ανταπόκρισή της από την Κωνσταντινούπολη.
Επειτα από μία επταετία στην Τουρκία η βρετανίδα δημοσιογράφος γνωρίζει πως ο Παμούκ στην πατρίδα του δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής. Γιατί πέρα από τον Ερντογάν, επικρίνει επίσης την αντιπολίτευση και τους κύριους εκπροσώπους τους, με αποτέλεσμα να μην είναι αρεστός σχεδόν σε όλα τα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό «υφίσταται μία ανισορροπία μεταξύ του πόσο σοβαρά λαμβάνεται υπόψη στο εξωτερικό και του πόσο στην πατρίδα του: οι βρετανοί γονείς μου έχουν διαβάσει περισσότερα βιβλία του από τους περισσότερους τούρκους φίλους μου», γράφει η Πίτελ.
«Ποια είναι τα κριτήριά σας για να λάβετε σοβαρά υπόψη έναν συγγραφέα; Είναι οι πωλήσεις των βιβλίων του ένα καλό κριτήριο; Ή το να γίνεται λόγος συνεχώς για τον συγγραφέα;», διερωτήθηκε ο Παμούκ, συμφωνώντας με την συνομιλήτριά του, ότι ο ίδιος τα ικανοποιεί αμφότερα. Ανέφερε, μάλιστα, πως κατά κεφαλήν περισσότερα αντίτυπα τον βιβλίων του έχει πουλήσει στην Τουρκία παρά οπουδήποτε άλλου. «Με εκτιμούν περισσότερο στην Τουρκία. Αλλά δεν είναι καλοί μαζί μου. Ναι. Τι μπορώ να κάνω;», είπε.
Ανά τα χρόνια, με αφετηρία το 2005, ο αριθμός των σωματοφυλάκων του Ορχάν Παμούκ αυξομειώθηκε πολλές φορές, ενώ σήμερα τον συνοδεύει μόλις ένας, αλλά παντού, ακόμη και στα Πριγκηπόνησα, «την καρδιά της χώρας κατά τη γνώμη μου», σημείωσε ο ίδιος. Δεν έκρυψε επίσης πως το ότι χρειάζεται συνοδεία για να είναι ασφαλής, το αισθάνεται ενίοτε ως «ένα είδος αποτυχίας στη ζωή». Ωστόσο δεν έχει καμία πρόθεση να εγκαταλείψει την Τουρκία. «Μπορώ να επιβιώσω εδώ», είπε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News