Τον βίο και την πολιτεία μιας γαλλίδας απατεώνισσας που διείσδυσε στον κόσμο των επιχειρήσεων μόδας και κατέκλεψε τον γαλλικό οίκο Kiabi εξιστόρησε εν συντομία η Corriere della Sera. Αν και στο ρεπορτάζ αναφέρονται όντως λαμπερές τοποθεσίες, σχετιζόμενες με την υψηλή μόδα και την αυθεντική πολυτέλεια, όπως το Παρίσι και το Μαϊάμι, τελικά εμφιλοχώρησε και η ημετέρα Μύκονος, όπου το περσινό καλοκαίρι είχαν ξεχειλίσει οι βόθροι στους δρόμους.
Ωστόσο το κοσμικό νησί αρωμάτισε το ρεπορτάζ ελάχιστα, όσο χρειαζόταν, διά της τελευταίας ανάρτησης της απατεώνισσας – ήταν μια σκηνή «από πάρτι στο οποίο φορούσε ένα λευκό διαφανές φόρεμα». Παρά την ανάερη εμφάνισή της, «εκείνη η ανάρτηση στάθηκε μοιραία» και η γαλλική αστυνομία κατάφερε να τη συλλάβει.
Προτού διαπρέψει στη μεγάλη απάτη, με υπεξαίρεση 100 εκατ. ευρώ από κεφάλαια τα οποία της είχε εμπιστευθεί η Kiabi, η Ορελί Μπαρντ (Aurélie Bard) υπήρξε λογίστρια, μάνατζερ, μοντέλο και, φυσικά, αστέρι του Instagram. Εκεί επιδείκνυε, έγραψαν οι Ιταλοί, τη ροπή της στην πλούσια ζωή, «καμαρώνοντας για τα λεφτά που δεν είχε».
Βέβαια, αυτό το κούφιο καμάρι, δεν είναι πρωτότυπο, εξάλλου έτσι πορεύονται εκατομμύρια κουρελήδες επί Γης. Στην περίπτωση της Μπαρντ, όμως, το ψώνιο άπλωσε το χέρι του και στο ξένο χρήμα – και αυτό είναι έγκλημα. Οι γάλλοι αστυφύλακες, παίζοντας ανυπόμονα με τις χειροπέδες, την περίμεναν στην Κορσική τον περασμένο Αύγουστο. Προσγειώθηκε με ένα ιδιωτικό τζετ, προερχόμενη από την Ιταλία. Και την έπιασαν.
Τα νεότερα της ιστορίας τα έδωσαν οι Ιταλοί. Η Εισαγγελία του Ντίσελντορφ, έγραψαν, ασχολείται με το τελευταίο και πιο ενδιαφέρον κομμάτι της όλης υπόθεσης, αυτό πριν από τη φυλάκιση της Μπαρντ. Η απατεώνισσα, 39 ετών, «με μακριά μαύρα μαλλιά και την τάση να φοράει φανταχτερά κοσμήματα», ήταν οικονομική διευθύντρια της Kiabi.
Το 2023. και με εντολή της επιχείρησης. άνοιξε επιχειρηματικό λογαριασμό στη Volksbank Düsseldorf Neuss και κατέθεσε εταιρικό κεφάλαιο 100 εκατ. ευρώ. Κατόπιν έσπευσε να μεταφέρει το ποσόν σε προσωπικό λογαριασμό της στην Τουρκία και από εκεί σε φορολογικούς παραδείσους. Η υπεξαίρεση αποκαλύφθηκε όταν η μάλλον αφελής εταιρεία Kiabi εδέησε να ελέγξει τον επιχειρηματικό λογαριασμό της: ήταν μηδενικός.
Στο μεταξύ η Μπαρντ είχε παραιτηθεί από τη θέση της, καθώς είχε επιτύχει τον σκοπό της. Μετακόμισε στο Μαϊάμι της Φλόριντα, όπου ίδρυσε εταιρεία εξυπηρέτησης πλουσίων, εξειδικευμένη στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Τα κτίρια που ενδιέφεραν τους πελάτες της ήταν υπερπολυτελή, έτσι η Μπαρντ έζησε για λίγο το όνειρο του «να ζεις σε παλάτι», ξένο, έστω, και αυτό.
«Ηταν ο εκθαμβωτικός κόσμος μέσα στον οποίο πάντα ήθελε να ζει» σχολίασε η Corriere – το αντίθετο της φυλακής δηλαδή, όμως η πραγματική ζωή δεν είναι φιλμ του Χόλιγουντ. Παρά το κοινότοπο της απάτης, πολλά γαλλικά media έδωσαν βιογραφικά στοιχεία της απατεώνισσας, λες και πρόκειται για κάποιο σπουδαίο πρόσωπο.
Η Le Parisien έγραψε ότι γεννήθηκε στο Μπορντό, όπου εργάστηκε ως λογίστρια. Οταν σχετίστηκε με έναν ποδοσφαιριστή ανακάλυψε τα επώνυμα ρούχα, τα ντελικάτα εστιατόρια, ακόμη και τα ιδιωτικά τζετ. Φευ, κάποια στιγμή ο έρως απέδρασε από το γυμνασμένο σώμα του αθλητή και η κοπέλα έπρεπε να εργαστεί ξανά. Το 2017 πήγε στο Παρίσι και έπιασε δουλειά σε μια εταιρεία ως διευθύντρια λογιστηρίου, όμως είχε καλομάθει στα λούσα της «μπάλας» και ο μηνιαίος μισθός των 4.400 ευρώ δεν της έφθανε για να πληρώσει τη Mercedes και τη νέα γκαρνταρόμπα της.
Εκλεψε και τότε από εταιρικούς λογαριασμούς η Μπαρντ, μικρότερα ποσά ασφαλώς, αλλά την κατάλαβαν εγκαίρως, την απέλυσαν και τελικά καταδικάστηκε για απάτη. Οταν αναζήτησε ξανά εργοδότη, διάλεξε την Kiabi, «κόκκαλο» γερό, ιδανικό για να ακονίσει και εκεί την οδοντοστοιχία της, αφού όπως φαίνεται η εταιρεία δεν έψαχνε και πολύ το παρελθόν των συνεργατών της. Τα υπόλοιπα κύλησαν φυσιολογικά, τόσο για τους διώκτες του εγκλήματος όσο και για την ίδια την Ορελί.
Στο web οι φωτογραφίες της υπάρχουν και θυμίζουν τον κόσμο που προσπάθησε, διά της κλοπής, να δημιουργήσει για να ζήσει «λαμπερά», ενώ το αεράκι της Μυκόνου ανεμίζει ακόμη εκείνο το «λευκό διαφανές φόρεμα» – πολύ «πασέ», ομολογουμένως, για τα γούστα της φυλακής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News