Το πιθανότερο είναι ότι το «Αρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς» δεν σας λέει τίποτα∙ αυτό, όμως, ήταν το πραγματικό όνομα του μεγάλου σταρ που έγινε γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Κάρι Γκραντ και πρωταγωνίστησε σε μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες της χρυσής εποχής του αμερικανικού κινηματογράφου.
Ο άγγλος ηθοποιός ήταν, εξάλλου, ο αγαπημένος πρωταγωνιστής του Αλφρεντ Χίτσκοκ: ο Τζόνι Αϊσγκαρθ στις «Υποψίες» (1941), ο αστυνομικός Τ. Ρ. Ντέβλιν στην «Υπόθεση Νοτόριους» (1946), ο αμερικανός Τζον Ρόμπι, ένας πρώην κλέφτης κοσμημάτων, στο «Κυνήγι του Κλέφτη» (1955), και ο κομψός διαφημιστής Ρότζερ Ο. Θόρνχιλ στο «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» (1959).
Μπορεί η ενήλικη ζωή του να διέθετε μπόλικη λάμψη και χλιδή, στην πραγματικότητα όμως ο Κάρι Γκραντ δεν ξεπέρασε ποτέ το τραύμα της παιδικής του ηλικίας, ζώντας ως Αρτσι Λιτς σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στο Μπρίστολ και πιστεύοντας τα ψέματα του πατέρα του ότι η μητέρα του είχε πεθάνει.
Παρ’ όλα αυτά, οι προσωπικοί του δαίμονες, τα άγχη και οι αδυναμίες του κρατήθηκαν κρυφά μέχρι τη στιγμή που η κόρη του, Τζένιφερ Γκραντ, έδωσε στον σεναριογράφο και εκτελεστικό παραγωγό Τζεφ Πόουπ την άδεια να αποκαλύψει την ιστορία της ζωής του πατέρα της.
Το αποτέλεσμα είναι το «Archie», μια μίνι βιογραφική σειρά τεσσάρων επεισοδίων, που προβάλλεται στο βρετανικό κανάλι ITV και στην πλατφόρμα streaming ITVX από τις 23 Νοεμβρίου. Σκηνοθέτης είναι ο Πολ Αντριου Γουίλιαμς και πρωταγωνιστής ο Τζέισον Αϊζακς, γνωστός στο ευρύ κοινό από τον ρόλο του Λούσιους Μαλφόι στις ταινίες του Χάρι Πότερ.
Ο Αρτσιμπαλντ Λιτς γεννήθηκε το 1904 και ήταν ο μοναχογιός του Ιλάια Τζέιμς Λιτς και της Ελσι Μαρία Κίνγκντον. Η παιδική του ηλικία δεν ήταν ευτυχισμένη. Είχε έναν αδελφό που πέθανε πριν από τη δική του γέννηση και η μητέρα του έπασχε έκτοτε από κατάθλιψη∙ ήταν ένα παιδί που του είπαν ότι η μαμά του είχε πεθάνει και 25 χρόνια αργότερα, όταν πλέον ήταν ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός σταρ του κόσμου, θα μάθαινε ότι ζούσε ακόμα σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα όπου την είχε κλείσει ο πατέρας του.
«Την οικογένεια του Αρτσι Λιτς θα μπορούσε να την είχε σκεφτεί ο Ντίκενς» λέει στον Guardian ο Τζεφ Πόουπ∙ και πιστεύει ότι αυτή η παράξενη ιστορία θα μπορούσε να προσελκύσει το τηλεοπτικό κοινό. Τα προηγούμενα έργα του βραβευμένου σεναριογράφου αφορούσαν φρικιαστικά, αληθινά εγκλήματα (όπως η πρόσφατη δραματική σειρά τεσσάρων επεισοδίων του BBC1 «The Reckoning», για τον διαβόητο Τζίμι Σάβιλ, μουσικό παραγωγό του BBC και έναν από τους πιο ειδεχθείς παιδόφιλους της Βρετανίας, και η σειρά ντοκιμαντέρ πέντε επεισοδίων του ITV «The Walk-In», για τους βρετανούς νεοναζί) και βιογραφίες (από το σίριαλ «Cilla» του ITV μέχρι τη «Φιλουμένα», σε σκηνοθεσία Στίβεν Φρίαρς, και τον «Χοντρό-Λιγνό»).
To «Archie» κινείται κάπου ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, γράφει ο Μαρκ Λόουσον στον Guardian, αφού συνδυάζει τη showbiz με την τρομερή μιζέρια, τις δύο πλευρές που απεικονίζονται στην αποθήκη του Μέρσισαϊντ της βορειοδυτικής Αγγλίας, όπου γυρίστηκε η μίνι σειρά, καθώς περνάει από την άθλια εδουαρδιανή αυλή της παιδικής ηλικίας του Αρτσι Λιτς στην έπαυλη που αγόρασε στην Καλιφόρνια ο διάσημος ηθοποιός.
«Ηταν ανάπηρος από ντροπή» λέει ο Τζέισον Αϊζακς. «Υπάρχουν πράγματα στη ζωή του που δεν μεταφέραμε στην οθόνη, και νομίζω ότι το κοινό μπορεί να τα συμπληρώσει μόνο του. Αλλά σίγουρα τον κακομεταχειρίστηκαν. Ηταν παραμελημένος, κακοποιήθηκε και πεινούσε. Νομίζω ότι ήταν πεινασμένος στο μεγαλύτερο μέρος της πρώιμης ζωής του. Είχε την εμμονή να μη σπαταλάει φαγητό. Αν έβλεπε κάποιον να πετάει κάτι, ένα μισοφαγωμένο ροδάκινο για παράδειγμα, το άρπαζε από τον κάδο απορριμμάτων και έλεγε: “Αυτό είναι αγενές”. Ενδιαφέρουσα λέξη!» παρατηρεί ο ηθοποιός που υποδύεται τον Κάρι Γκραντ.
Το μακιγιάζ του Τζέισον Αϊζακς είναι επικό. Το βαθύ «μαύρισμα» που απαιτεί ο ρόλος του υποδηλώνει μήνες κάτω από έναν άγριο ήλιο (ή σολάριουμ), είναι όμως ψεύτικο. «Με βάφουν με σπρέι κάθε μέρα» εξηγεί ο ηθοποιός. «Στο μέρος που μένω δεν ξέρω τι πιστεύουν στο πλυντήριο βλέποντας κάθε πρωί αυτά τα σκούρα καφέ σεντόνια». Το μαύρισμα, όμως, δεν είναι το μοναδικό κομμάτι της μεταμόρφωσής του. «Στο τέλος της ημέρας» λέει, όταν τον ντεμακιγιάρουν, «δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα δικό μου. Το πηγούνι και η μύτη ξεκολλάνε και τα μάτια είναι κάποιοι άλλου».
Η έκταση της μεταμφίεσης που απαιτείται για να γίνει Κάρι Γκραντ είναι απαραίτητη, σημειώνει στον Guardian ο Μαρκ Λόουσον, επειδή η κομψή κινηματογραφική περσόνα του ηθοποιού –εμφάνιση, φωνή, τρόποι– κατασκευάστηκε προσεκτικά από έναν άνδρα που γεννήθηκε σε μια φτωχή εργατική οικογένεια του Μπρίστολ.
Το «Archie» είναι επίσης μια ιστορία λύτρωσης, μέσω της γέννησης του μοναδικού παιδιού που απέκτησε ο τότε 62χρονος Κάρι Γκραντ με την ηθοποιό Νταϊάν Κάνον, την τέταρτη από τις πέντε συζύγους του. Η Λόρα Εϊκμαν επιλέχθηκε για τον ρόλο της Κάνον, η οποία ήταν τρεις φορές υποψήφια για Οσκαρ για τις ερμηνείες της στις ταινίες «Μπομπ και Κάρολ και Τεντ και Αλίκη» (1969), «Number One» (1976) και «Ας περιμένει ο Παράδεισος» (1978).
Χάρη στην ομοιότητά της, δε, με τη νεαρή σύζυγο του Γκραντ, η Εϊκμαν αποφεύγει την καθημερινή μεταμόρφωση του προσώπου της. Δεν αποφεύγει, πάντως, το πολύωρο μακιγιάζ: «Παίζω κάποια που είναι 10 χρόνια νεότερή μου» λέει, σημειώνοντας ότι φοράει «μια περούκα με εξτένσιον», που θυμίζει τις ογκώδεις κομμώσεις του Χόλιγουντ στα μέσα του 20ού αιώνα.
Η Νταϊάν Κάνον ήταν 33 χρόνια νεότερη από τον Γκραντ και ο γάμος τους κράτησε μόλις τρία χρόνια. «Πάθαινε κρίσεις κατάθλιψης και κατέστρεψε τέσσερις γάμους» λέει ο Αϊζακς. «Δεν ήταν ασυμφωνία: έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να είναι αδύνατο για τις γυναίκες να παραμείνουν παντρεμένες μαζί του» προσθέτει. Επειδή όμως τον έκανε πατέρα, ο γάμος του με την Κάνον υπήρξε μεταμορφωτικός: τελείωσε τον Γκραντ ως ηθοποιό αλλά τον βελτίωσε ως άνθρωπο.
«Αυτό ήταν το σημείο εκκίνησής μου» εξηγεί στον Guardian ο Τζεφ Πόουπ. «Ημουν σε ένα αεροδρόμιο και έψαχνα ένα βιβλίο για να διαβάσω. Πήγα στις βιογραφίες, αφού αυτό είναι το αντικείμενό μου. Είδα το βιβλίο της Τζένιφερ Γκραντ “Good Stuff”, φράση την οποία έλεγε ο Γκραντ όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, “καλό πράγμα!” Δεν ήξερα ότι ο Κάρι Γκραντ είχε μια κόρη. Αλλά με τράβηξε το εξώφυλλο, που έγραφε ότι στο απόγειο της καριέρας του, ουσιαστικά την εγκατέλειψε για να γίνει μόνος μπαμπάς της Τζένιφερ, επειδή είχε χωρίσει με την Νταϊάν. Εχοντας περάσει όλη του τη ζωή αποφεύγοντας τα παιδιά –πιθανώς λόγω της φρίκης της δικής του παιδικής ηλικίας–, η Τζένιφερ τον έκανε ξαφνικά να συνειδητοποιήσει τι ήταν η αγάπη για ένα παιδί» λέει ο βρετανός σεναριογράφος.
Το «Archie» διαμορφώνεται από τρεις σχέσεις παιδιού-γονέα: του Γκραντ με τη μητέρα του, με τον πατέρα του και κατόπιν με την κόρη του. Κεντρικό στοιχείο του δράματος, ωστόσο, είναι η περίπλοκη σχέση μεταξύ του Αρτσι, του αγοριού που μεγαλώνει στο Μπρίστολ, και του διάσημου Κάρι του Χόλιγουντ. «Ολη του η ζωή ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος» λέει ο Πόουπ. «Είπε κάποτε ότι, μετά από χρόνια που τους κράτησε χώρια, αποφάσισε επιτέλους να “συστήσει” τον Κάρι στον Αρτσι, και τα πήγαν μια χαρά».
Προς το τέλος της ζωής του, σε ένα δείπνο-φόρο τιμής στο Χόλιγουντ, ο Κάρι Γκραντ επέμεινε να περιγραφεί η εκδήλωση στο πρόγραμμα ως φόρος τιμής στον Αρτσι Λιτς, κάτι περίπλοκο για τον Αϊζακς, ο οποίος ουσιαστικά υποδύεται δύο άνδρες: την περσόνα του Γκραντ στην οθόνη και τη θολή ιδιωτική εικόνα του Κάρι και του Αρτσι.
Ο Αϊζακς δυσκολεύτηκε προσπαθώντας να βρει ποια φωνή θα χρησιμοποιούσε για τον Κάρι ως τον εαυτό του: «Δεν μπορούσα να βρω συνεντεύξεις του Κάρι Γκραντ. Εκείνες τις μέρες οι σταρ δεν έπρεπε να πηγαίνουν σε talkshows» λέει στον Guardian. Τότε άκουσε μια φράση σε ένα ντοκιμαντέρ. Και αποδείχθηκε ότι στα 80 του ο Γκραντ είχε δώσει απροσδόκητα συνέντευξη σε μια εφημερίδα κολεγίου του Λος Αντζελες.
Ο φοιτητής προσπάθησε να ηχογραφήσει τη συνομιλία, αλλά ο ηθοποιός τον διέταξε να σταματήσει. Κρυφά, όμως, εκείνος κράτησε ανοιχτό το κασετόφωνο. «Το μεγαλύτερο μέρος της τυπώθηκε μετά τον θάνατο του Κάρι» λέει ο Αϊζακς. «Αλλά δεν είχε μεταδοθεί ποτέ. Εντόπισα τον τύπο και μου έπαιξε ολόκληρη την κασέτα, που ήταν χρυσωρυχείο. Και ήταν πολύ πιο Αγγλος από όσο φαντάζεστε».
Υπάρχει άραγε προφορά του Μπρίστολ εκεί μέσα; «Καθόλου Μπρίστολ. Είναι κάποιος που προσπαθεί να μιλήσει με την προφορά του μέσου Αμερικανού του 1920-30 και αποτυγχάνει. Κάθε φορά που έπαιρνε έναν αμερικανικό ρόλο, όπως στο θρίλερ “Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων”, άλλαζε κάποια φωνήεντα, αλλά ασυνεπώς. Στο σπίτι, όμως, χαλάρωνε τα μοτίβα ομιλίας του» απαντά ο Αϊζακς.
Η Αϊκμαν, από την άλλη πλευρά, είχε την πολυτέλεια να κάνει μεγάλες τηλεφωνικές συνομιλίες και βιντεοκλήσεις με την Κάνον, ώστε να μπει στο πετσί της. Πώς ήταν, λοιπόν, το να παίζει έναν αληθινό, ζωντανό άνθρωπο; «Τη βρίσκω πολύ γοητευτική, αστεία και αξιαγάπητη, και ένιωσα το βάρος να το βάλω όλο αυτό στην οθόνη» λέει στον Guardian.
Αν και η Νταϊάν Κάνον ήταν μια ισχυρή γυναίκα και φεμινίστρια, η κοινωνία ήταν πιο σεξιστική τότε και οι γάμοι λιγότερο ισότιμοι. «Είναι μια ενδιαφέρουσα ισορροπία» λέει η Εϊκμαν για την ισορροπία που διαπίστωσε ότι έπρεπε να βρει στην ερμηνεία της ανάμεσα στο πώς είναι οι γυναίκες σήμερα και στο πώς μπορούσαν να συμπεριφέρονται τότε.
«Αλλά ακόμη και τώρα –πίσω από κλειστές πόρτες– οι άνθρωποι κάνουν κάθε είδους πράγματα μεταξύ τους και αφήνουν τους συντρόφους τους να τους κάνουν πράγματα που ίσως είναι αντίθετα με τις δικές τους αξίες. Αλλά ήταν μια δυνατή γυναίκα της εποχής της, αστεία και ειλικρινής, και αυτό προσπαθώ να αποτυπώσω» προσθέτει.
Το σενάριο στοχεύει επίσης στις σύγχρονες ανησυχίες για τυχόν ανισορροπίες μεταξύ ηλικίας και δύναμης στις σχέσεις της showbiz. «Υπάρχει μια βασική σκηνή», λέει ο Πόουπ, «όπου ο Κάρι σκέφτεται να απορρίψει μια ταινία στην οποία το ερωτικό ενδιαφέρον είναι η Οντρεϊ Χέπμπορν, φοβούμενος ότι μπορεί να είναι ακατάλληλη, ως πολύ νεότερη από αυτόν. Η Νταϊάν λέει “ η Οντρεϊ Χέπμπορν είναι μεγαλύτερη από εμένα!” Και έχουν μια τεράστια διαφωνία. Ουσιαστικά, αυτό που λέει εκείνος είναι ότι είναι λάθος για τον Κάρι Γκραντ, αλλά είναι μια χαρά για τον Αρτσι Λιτς. Ανάμεσά τους υπήρχε ένα τείχος προστασίας» επισημαίνει ο σεναριογράφος του «Archie».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News