Οι λάτρεις της μουσικής που λατρεύουν τις συναυλίες ξέρουν καλά ότι δεν πρόκειται απλά για ένα διασκεδαστικό δίωρο με τους αγαπημένους τους μουσικούς επί σκηνής μπροστά τους.
Στις καλές τους στιγμές, οι συναυλίες είναι μία έκρηξη χαράς. Στις κορυφαίες τους, είναι μία θρησκευτική εμπειρία, μία δήλωση πίστης ότι η δύναμη της μουσικής κάνει τον κόσμο καλύτερο.
Πολλές οι συναυλίες που έμειναν στην Ιστορία για διάφορους λόγους. Οι μουσικοί συντάκτες του Guardian, παρουσιάζουν 50 από αυτές, από τη Μπίλι Χόλιντεϊ ως την Μπίλι Αϊλις.
Οι συναυλίες αυτές, από το 1939 έως το 2020, ξεχώρισαν για το πάθος, την ενέργεια, τις καινοτομίες –μουσικές, σκηνικές ή τεχνολογικές- ή τη σημασία τους για την εξέλιξη ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, όπως αυτή του Μπομπ Ντίλαν στο Νιούπορτ το 1965, όταν εγκαινίασε την ηλεκτρική του εποχή.
Από αυτές τις 50, διαλέξαμε 16 και τις παρουσιάζουμε στη συνέχεια. Την πλήρη λίστα του Guardian, μπορείτε να την βρείτε εδώ.
Η καταγραφή ξεκινά στις αρχές του 1939, σε ένα κλαμπ της Νέας Υόρκης, το Café Society. Στη σκηνή του βρέθηκε η θρυλική Μπίλι Χόλιντεϊ όπου τραγούδησε για πρώτη φορά το «Strange Fruit», το τραγούδι διαμαρτυρίας για τους λιντσαρισμένους μαύρους στον αμερικανικό Νότο, που έμελε να γίνει από τα «πιο σοκαριστικά όλων των εποχών».
Τον Μάρτιο του 1958, ο Μπάντι Χόλι και οι Crickets, ήταν το πρώτο αληθινά ροκ συγκρότημα που εμφανίστηκε στη Βρετανία. Κανείς δεν είχε δει έως τότε, πάνω στη σκηνή, σύμφωνα με τον Guardian, ένα ροκ σχήμα, δηλαδή τέσσερις μουσικούς, δύο κιθάρες, ένα μπάσο και τα ντραμς. Ηταν μία μικρή επανάσταση στα μέχρι τότε μουσικά σχήματα, που έμελε να καθορίσει το μέλλον δημοφιλέστερου μουσικού είδους για τις επόμενες δεκαετίες. Πολλοί μελλοντικοί αστέρες της ροκ παραβρέθηκαν σε εκείνη την περιοδεία του Μπάντι Χόλι, ανάμεσά τους και ο νεαρός Κιθ Ρίτσαρντς, αντλώντας έμπνευση για τη δική τους πορεία.
Το 1961 ήταν η χρονιά της Τζούντι Γκάρλαντ, που στη σκηνή του Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης, μάγεψε το αμερικανικό σταρ σίστεμ, παρουσιάζοντας ένα υπερθέαμα που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί. Η βραδιά της 23ης Απριλίου θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες στην ιστορία της σόουμπιζ. Η εκπληκτική ερμηνεία και σκηνική παρουσία της Γκάρλαντ και η σπουδαία ορχήστρα από πίσω της, έθεσαν πολύ υψηλά στάνταρ για το πώς πρέπει να είναι ένα σόου. Δικαίως, η ηχογράφηση της συναυλίας χάρισε στην Γκάρλαντ το πρώτο Grammyπου δόθηκε σε γυναίκα για το άλμπουμ της χρονιάς.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένας μοναχικός τροβαδούρος της φολκ, που ήταν ήδη πολύ αγαπητός στις ΗΠΑ, εξόργισε τους φαν του επί σκηνής με την εμφάνισή του. Για τον Μπομπ Ντίλαν ο λόγος, ο οποίος, στις 25 Ιουλίου του 1965, έπαιξε στο Φεστιβάλ Φολκ του Νιούπορτ, στο Ρόουντ Αϊλαντ. Αντί να εμφανιστεί με την ακουστική του κιθάρα, ο Ντίλαν έκανε τη δική του επανάσταση, φορώντας μια ηλεκτρική Sunburst Fender Stratocaster, «αλλάζοντας τα φώτα» στο κοινό. Ενας από τους παρευρισκόμενους, τού φώναξε «Ιούδα», την ώρα που άλλοι θεατές επικροτούσαν και άλλοι αποδοκίμαζαν. Η ιστορία έδειξε ότι αυτή ήταν η στιγμή που γεννήθηκε ένα νέο είδος στη μουσική, που θα γινόταν πολύ δημοφιλές: η φολκ-ροκ.
Ενα χρόνο αργότερα, στην Πενσιλβάνια, ιδέα δεν είχαν ο Φράνκι Βάλι και οι Four Seasons ότι θα άλλαζαν τις συναυλίες για πάντα με το καινούργιο ηχητικό σύστημα των αδελφών Κλερ, που δανείστηκαν. Ηταν τόσο μεγάλη η διαφορά στον ήχο, που τους προσέλαβαν ως υπεύθυνους για τον ήχο στις εμφανίσεις τους. Η διαφορά δεν πέρασε απαρατήρητη από άλλους μουσικούς και σύντομα οι Κλερ ήταν περιζήτητοι. Είχε φτάσει η εποχή που οι συναυλίες πέρασαν σε μεγαλύτερες αίθουσες χάρη σε αυτούς.
Ηλθε η σειρά των Beatles να βρεθούν στη λίστα, με τη συναυλία που ξεχωρίζει στην καριέρα τους, σύμφωνα με τον Guardian. Η εμφάνισή τους στο μεγάλο στάδιο του μπέιζμπολ στο Σαν Φρανσίσκο, στις 29 Αυγούστου του 1966, δεν ήταν σε καμία περίπτωση η καλύτερή τους. Οι μισές κερκίδες ήταν άδειες και ο ήχος κακός. Ηταν όμως η τελευταία τους «αληθινή» συναυλία, λέει ο Guardian, κάτι που σήμαινε ότι από κει και μετά, θα περνούσαν την ώρα τους στο στούντιο, ηχογραφώντας αριστουργήματα όπως το αξεπέραστο «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band».
Τον επόμενο χρόνο, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Μοντερέι της Καλιφόρνιας, διοργανώθηκε ένα από τα φεστιβάλ που έμελε να μείνει αξέχαστο για την θρυλική εμφάνιση επί σκηνής της Τζάνις Τζόπλιν με τους Big Brother and the Holding Company. Ηταν 17 Ιουνίου του 1967 και η Τζόπλιν απλά έβαλε στον τάφο του για πάντα το στερεότυπο της «σεμνής» σκηνικής παρουσίας μίας γυναίκας τραγουδίστριας. Η παθιασμένη της ερμηνεία, φωνητικά και σωματικά, ενέπνευσε εκατοντάδες γυναίκες που ακολούθησαν τα βήματά της στη μουσική και θεωρείται μία από τις καλύτερες όλων των εποχών.
Την εκπληκτική δεκαετία του ’60, έκλεισε το φεστιβάλ που όμοιό του δεν έχουμε ξαναδεί, ούτε και πρόκειται. Κορυφαία στιγμή του Γούντστοκ, ήταν αδιαμφισβήτητα η εμφάνιση του Τζίμι Χέντριξ και της κιθάρας του, στις 18 Αυγούστου του 1969. Η αποδόμηση της «Αστερόεσσας», του αμερικανικού εθνικού ύμνου, επί σκηνής, ήταν σε πλήρη αρμονία με το πνεύμα διαμαρτυρίας της ταραγμένης εποχής.
Στις 3 Ιουλίου του 1973, στο εμβληματικό Χάμερσμιθ Οντεόν του Λονδίνου, ο Ντέιβιντ Μπάουι, ως Ζίγκι Στάρνταστ, ανακοίνωνε από το μικρόφωνο, την αποχώρησή του από τη μουσική. Το κοινό ούρλιαζε σοκαρισμένο «όχι»χωρίς να ξέρει ότι ο ήρωάς του έπαιζε θέατρο, μια βραδιά που μόνο αυτός θα μπορούσε να είχε σκηνοθετήσει.
Μία άλλη βραδιά, τρία χρόνια αργότερα, στο Σαν Φρανσίσκο, τη σκηνοθεσία ανέλαβε ένας αληθινός επαγγελματίας του είδους, από τους σπουδαιότερους που έχουν περάσει από το σινεμά. Ο Μάρτιν Σκορσέζε κινηματογράφησε «το τελευταίο βαλς» μίας μεγάλης Μπάντας. Το «Last Waltz» ήταν το ντοκιμαντέρ από την πεντάωρη αποχαιρετιστήρια συναυλία των The Band, στο Winterland Ballroom, στις 25 Νοεμβρίου του 1976. Μαζί τους εμφανίστηκαν οι διάσημοι φίλοι τους για να τους τιμήσουν: Μπομπ Ντίλαν, Μάντι Γουότερς, Βαν Μόρισον, Νιλ Γιανγκ και Τζόνι Μίτσελ, σε μία πανδαισία ήχου, εικόνας και εμπειρίας.
Το 1981, οι Kraftwerk μάς έδειξαν εικόνες από το μέλλον, όχι μόνο της μουσικής, αλλά και της ζωής μας, στην περιοδεία Computer World. Ηλεκτρονική ποπ και οπτικά εφέ, το πάντρεμα ταινιών και μουσικής, τα ρομπότ επί σκηνής στο ομώνυμο τραγούδι: ήταν το σύμπαν των πρωτοπόρων Γερμανών από το Ντίσελντορφ.
Η δεκαετία του ’80 κορυφώθηκε το 1985 στο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου και στο JFK της Φιλαδέλφειας. Ηταν το περίφημο Live Aid, οι δύο ταυτόχρονες συναυλίες-μαραθώνιοι των μεγαλύτερων αστέρων της μουσικής εκείνης της εποχής. Το γιγαντιαίο κατόρθωμα του Μπομπ Γκέλντοφ, οι συναυλίες συγκέντρωσαν δισεκατομμύρια δολάρια για την ανακούφιση από την πείνα στην Αφρική και ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι Queen και οι U2 για να γίνουν μεγα-σταρ.
Πέντε χρόνια αργότερα, το κορίτσι που καθόρισε τα 80’ς, η Μαντόνα, ενηλικιώθηκε στην περιοδεία «Blond Ambition», που ακολούθησε το κορυφαίο της άλμπουμ, «Like a Prayer». Ηταν η στιγμή που η Μαντόνα καθιερώθηκε ως αδιαφιλονίκητη βασίλισσα της ποπ, με ένα μοναδικό σόου που συνδύαζε φοβερές χορογραφίες, εκθαμβωτική μόδα, ακριβή παραγωγή και ένα τσουβάλι επιτυχίες. Αλλά αυτό που έβαλε τις εμφανίσεις της στο πάνθεον των συναυλιών ήταν η τολμηρή εξερεύνηση της σεξουαλικότητας και της θρησκείας επί σκηνής και έκανε τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ να την αποκαλέσει έντρομος, «ένα από τα πιο σατανικά σόου στην ιστορία της ανθρωπότητας».
Ο Πρινς ήταν αυτός που πήρε τη σκυτάλη των τολμηρών εμφανίσεων, αν και δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει ιδιαίτερα για να αποπνέει σεξουαλικότητα στη σκηνή. Το 2007, στο ημίχρονο του αμερικανικού Super Bowl, στο Μαϊάμι, μούσκεμα από τη βροχή, ο «Sexy M.F.» αυτοπροσώπως, πρόσφερε στο κοινό ένα σόου αντάξιο της ιδιοφυίας του.
Η δεύτερη δεκατία του 21ουαιώνα ήταν αυτή που οι τζιχαντιστές είδαν τις συναυλίες ως την ευκαιρία να τρομοκρατήσουν τη Δύση, προκαλώντας μαζικές δολοφονίες, πρώτα το 2015 στο Μπατακλάν στο Παρίσι και στη συνέχεια, το 2017 στο Μάντσεστερ.
Στη δεύτερη περίπτωση, η Αριάνα Γκράντε, βρήκε το κουράγιο να βγει στη σκηνή δύο εβδομάδες μετά την βόμβα στο φουαγιέ της αρένας του Μάντσεστερ, που σκότωσε 22 φαν της και τραυμάτισε εκατοντάδες, οι περισσότεροι πολύ νέοι. Αυτή τη φορά, η συναυλία της έγινε στο γήπεδο του κρίκετ της αγγλικής πόλης, παρουσία 50.000 θεατών, που είχαν κατακλύσει κάθε σπιθαμή.
Αρχικά, η αμερικανίδα σταρ είχε σκοπό να τραγουδήσει μπαλάντες, θεωρώντας ότι έτσι θα σεβόταν καλύτερα τη μνήμη των θυμάτων. Ομως, άλλαξε γνώμη, όταν συναντήθηκε με μία μητέρα που έχασε τη 15χρονη κόρη της στην τρομοκρατική επίθεση, η οποία της είπε ότι η κόρη της θα ήθελε να ακούσει τις μεγάλες της χορευτικές επιτυχίες. Ακολούθησε μία βραδιά γεμάτη χορό, γέλιο και κλάμα μαζί, για χιλιάδες ανθρώπους που θρήνησαν τα θύματα και δήλωσαν ταυτόχρονα την αποφασιστικότητά τους να συνεχίσουν τη ζωή που εξόργιζε τους τρομοκράτες, ενώ στη σκηνή, την Γκράντε συνόδευσαν ο Τζάστιν Μπίμπερ, η Κάτι Πέρι και ο Λίαμ Γκάλαχερ.
Ελάχιστες ημέρες πριν το πρώτο lockdown , στις 9 Μαρτίου του 2020, η Μπίλι Αϊλις έκανε τη δική της εφηβική επανάσταση, στην αρένα του Μαϊάμι. Προβάλοντας στις οθόνες το βίντεο που συνόδευε την επιτυχία της «Not My Responsibility», απέρριψε το τοξικό αφήγημα που είχε καλλιεργηθεί στα social mediaγια την εικόνα του σώματός της, το οποίο μισούσε και έκρυβε πίσω από φαρδιά ρούχα. Ηταν η στιγμή που δεν δίστασε να περάσει στην αντεπίθεση εναντίον όσων την χλεύαζαν, πολλοί από τους οποίους δήλωναν φαν της και να τους δηλώσει ότι δεν ανήκει στους θαυμαστές της, τολμώντας ό,τι δεν είχαν τολμήσει εκατοντάδες νέοι σταρ πριν από αυτήν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News