«Η ζωή μας καθορίζεται με αμέτρητους τρόπους από την ιθαγένειά μας. Η χώρα στην οποία ανήκουμε επηρεάζει τα δικαιώματά μας, τις ταξιδιωτικές μας δυνατότητες, και τελικά, τις ευκαιρίες μας στη ζωή. Η απόκτηση μιας νέας ιθαγένειας είναι δύσκολη υπόθεση. Αλλά για όσους έχουν τα μέσα είναι απλώς ζήτημα αντιτίμου».
Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζει η ιστοσελίδα του Harvard University Press ένα νέο βιβλίο με τίτλο «The Golden Passport – Global Mobility for Millionaires» (Το Χρυσό Διαβατήριο – Παγκόσμια Κινητικότητα για Εκατομμυριούχους). Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη έρευνα της παγκόσμιας αγοράς για την απόκτηση ιθαγένειας, η οποία εστιάζει στο πώς οι πλούσιες ελίτ μπορούν να αλλάξουν χώρα και ζωή.
Το βιβλίο έγραψε η Κρίστιν Σουράκ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics, και εξετάζει πώς μια άλλοτε σκιώδης διαδικασία για την πώληση διαβατηρίων μετατράπηκε σε μια ολοκληρωμένη βιομηχανία για την απόκτηση ιθαγένειας, η οποία de facto βασίζεται στις παγκόσμιες ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών (που προφανώς δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα).
Θεωρητικώς, τα «Χρυσά Διαβατήρια» δίνονται στους επενδυτές αφού προηγηθεί έλεγχος. Ωστόσο, όπως σχολιάζει ο Economist, άνθρωποι με βεβαρημένο παρελθόν μπορούν να εκμεταλλεύονται τα παραθυράκια. Με βάση έρευνα της βρετανικής επιθεώρησης, νωρίτερα εφέτος, η μεγαλύτερη ζήτηση για Χρυσές Βίζες προέρχεται από την Κίνα. Παράλληλα, όμως, άνθρωποι από όλον τον κόσμο επιδιώκουν να αλλάξουν χώρα, ενίοτε για να ξεφύγουν από πολιτικές διώξεις ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, από τη Δικαιοσύνη.
Η Σουράκ αναφέρει στο βιβλίο της ότι 22 χώρες έχουν θεσπίσει το καθεστώς της Golden Visa μέχρι σήμερα. Η Ελλάδα είναι μία από αυτές. Στην ΕΕ το μέτρο είναι αμφιλεγόμενο, καθώς πέρα από το «πάσο» σε άτομα που μπορεί να συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα, σχετίζεται ευθέως με τη στεγαστική κρίση σε χώρες που αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα, όπως η Πορτογαλία και η δική μας.
Το 2022, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε την επιβολή αυστηρών κανόνων για τις Χρυσές Βίζες. Παράλληλα, η ΕΕ κάλεσε τα κράτη-μέλη να τερματίσουν τα προγράμματα που επιτρέπουν στους επενδυτές να αποκτούν ιθαγένεια, λέγοντας ότι εγκυμονούν κινδύνους για την ασφάλεια και το ξέπλυμα χρήματος.
Η Ελλάδα, που προσφέρει μόνιμη άδεια διαμονής στον επενδυτή, διπλασίασε την ελάχιστη απαιτούμενη επένδυση στις 500.000 ευρώ σε ορισμένες περιοχές της χώρας. Η αξία της ακίνητης περιουσίας για την απόκτηση της Golden Visa ορίζεται πλέον στις 500.000 ευρώ για τις περιφερειακές ενότητες Βορείου, Κεντρικού και Νοτίου Τομέα Αθηνών, τον Δήμο Θεσσαλονίκης και τις Περιφερειακές Ενότητες Μυκόνου και Σαντορίνης. Ωστόσο, όπως έγραψε το Protagon, η ζήτηση μεταφέρεται ήδη σε άλλες περιοχές του Λεκανοπεδίου και της χώρας, απειλώντας να προκαλέσει και εκεί τα ίδια προβλήματα που έφερε το συγκεκριμένο μέτρο στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Στην Πορτογαλία, το σύστημα επέτρεπε στους ξένους υπηκόους να αποκτούν άδεια παραμονής αγοράζοντας ακίνητα, γεγονός που συνέβαλε και εκεί στην υπερβολική αύξηση των τιμών των ακινήτων και του κόστους των ενοικίων. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε στις αρχές του έτους την πρόθεσή της να θέσει τέλος στο καθεστώς της Χρυσής Βίζας.
Η στεγαστική κρίση είχε ήδη χτυπήσει τη Λισαβόνα, το Πόρτο και άλλες πορτογαλικές πόλεις, ενώ, όπως συνέβη και στην Ελλάδα, πολλές οικογένειες δεν στέλνουν τα παιδιά τους σε πανεπιστήμια μακριά από τον τόπο διαμονής τους, γιατί πολύ απλά δεν αντέχουν να πληρώνουν τα ενοίκια των διαμερισμάτων. Παράλληλα, νέοι επαγγελματίες με μισθούς 1.000 ευρώ τον μήνα είναι αδύνατο να ζήσουν μόνοι τους. Ακριβώς όπως και στη χώρα μας, όπου οι μισθοί για τους νέους είναι ακόμα χαμηλότεροι.
Σύμφωνα με το Bloomberg, παρά τις εκκλήσεις για την κατάργηση των σχημάτων που παρέχουν Χρυσές Βίζες από την ΕΕ, αυτά παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή. Στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία ο αριθμός των αδειών παραμονής που χορηγήθηκαν τους τελευταίους μήνες ήταν σημαντικά αυξημένος (λόγω και των αλλαγών που είχαν προαναγγελθεί), ενώ η ζήτηση στην Ιταλία και στην Ισπανία έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ.
Το τηλεγράφημα του πρακτορείου αναφέρει ότι η Πορτογαλία αφαίρεσε μεν τον Ιούλιο την επιλογή των επενδύσεων σε ακίνητα για την απόκτηση της Golden Visa, αλλά άφησε ανέγγιχτη τη δυνατότητα για τους ξένους υπηκόους να αποκτήσουν άδεια διαμονής επενδύοντας τουλάχιστον 500.000 ευρώ σε τοπικές εταιρείες ή σε funds που δεν σχετίζονται με ακίνητα.
H Ολλανδία εξακολουθεί να δέχεται αιτήσεις για Χρυσή Βίζα, παρά την ανακοίνωση σχεδίων για τον τερματισμό του προγράμματος. Το ίδιο συμβαίνει στο Μαυροβούνιο. Η Κύπρος τροποποίησε το πλαίσιο τον περασμένο Μάιο –τα μέλη της οικογένειας ενός επενδυτή δεν μπορούν πλέον να λάβουν και αυτά Χρυσή Βίζα–, αλλά ουσιαστικά το πρόγραμμα παραμένει αμετάβλητο. Η Βουλγαρία ενεργοποίησε φέτος εκ νέου το δικό της πρόγραμμα, που είχε σταματήσει το 2021, ενώ η Μάλτα αρνήθηκε να θέσει περιορισμούς στο πλαίσιό της για τη Χρυσή Βίζα, παρά τις εκκλήσεις της Κομισιόν.
Το σχήμα της Ιταλίας είναι πιο περίπλοκο. Η Χρυσή Βίζα παρέχει στους υπηκόους τρίτων χωρών και στις οικογένειές τους άδεια παραμονής για δύο χρόνια, εφόσον επενδυθούν 500.000 ευρώ. Μόλις, όσοι χρησιμοποιούν το καθεστώς συνεχίζοντας να επενδύουν, συμπληρώσουν 10 χρόνια στην Ιταλία, μπορούν να επιλεγούν για την απόκτηση υπηκοότητας.
Στην Ισπανία, που εφαρμόζει το σχήμα από το 2013, παρέχεται άδεια παραμονής σε ξένους επενδυτές και στις οικογένειές τους εφόσον τηρείται μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις: επένδυση 500.000 ευρώ σε ακίνητη περιουσία, έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένους τομείς, κατάθεση τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ σε ισπανική τράπεζα ή επένδυση σε ισπανικά ομόλογα ύψους τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με το Euronews, η Βρετανία κατήργησε τον Φεβρουάριο του 2022 το σχήμα της Χρυσής Βίζας, το οποίο επέτρεπε σε πλούσιους ξένους υπηκόους να εγκαθίστανται στη χώρα με αντάλλαγμα να φέρνουν μαζί τους μέρος από την περιουσία τους. Η απόφαση ήρθε στο πλαίσιο της προσπάθειας για την πάταξη του βρώμικου χρήματος από τη Ρωσία. Εναν χρόνο μετά, και η Ιρλανδία διέκοψε το καθεστώς της Χρυσής Βίζας, το οποίο προσέφερε έως τότε άδεια παραμονής με αντάλλαγμα μια δωρεά 500.000 ευρώ ή μια τριετή επένδυση στη χώρα ύψους 1 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Στην Τουρκία, τέλος, όπως αναφέρει η προδημοσίευση ενός κεφαλαίου του βιβλίου της Κρίστιν Σουράκ από την Wall Street Journal, προσφέρεται Golden Visa από το 2016. Για να κάνει πιο ελκυστικό το πρόγραμμα, μετά το 2018 η κυβέρνηση κατέβασε τον πήχυ των απαιτήσεων και πλέον «η υπηκοότητα μπορεί να αποκτηθεί με μια τραπεζική κατάθεση, μια επιχειρηματική επένδυση ή την αγορά κρατικών ομολόγων ύψους 500.000 δολαρίων ή μια επένδυση σε ακίνητα μόλις 250.000 δολαρίων – το κόστος ενός ωραίου σπιτιού στην Κωνσταντινούπολη».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News