Οτι οι εκλογικές αναμετρήσεις έχουν «γκροτέσκες προεκτάσεις» σημειώνει σε άρθρο του ο Μάσιμο Νάβα της Corriere della Sera, αναφερόμενος στις εκλογές για την ανάδειξη νέας κυβέρνησης που θα διεξαχθούν στην Ιταλία την 25η Σεπτεμβρίου. «Η απονομιμοποίηση των επιχειρημάτων του αντιπάλου αποτελεί μέρος του παιχνιδιού», προσθέτει.
Ωστόσο ο δημόσιος διάλογος για τα κύρια θέματα που απασχολούν τους Ιταλούς (και όλους τους Ευρωπαίους) σήμερα – για τον πόλεμο, για τις κυρώσεις, για την ενεργειακή κρίση – προϋποθέτει «μια αντικειμενική εξέταση της κατάστασης, όπως αυτή διαμορφώνεται στο πεδίο, μια σοβαρή συζήτηση για τις επιπτώσεις των κυρώσεων (και σε αυτούς στους οποίους επιβάλλονται και σε εκείνους που τις επιβάλλουν), έναν προβληματισμό σε σχέση με την ιστορική διαδικασία που οδήγησε στον πόλεμο και με την απάντηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων», πέρα από τη ρητορική περί κοινών αξιών και ταύτισης απόψεων, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, όπως υποστηρίζει και ο ιταλός αρθρογράφος.
Αλλά στην παρούσα φάση πολλοί στην Ιταλία (και όχι μόνο) εξακολουθούν να επιχειρηματολογούν, παρέχοντας άλλοθι στον Πούτιν, παρότι είναι «αντικειμενικά αδικαιολόγητος», καθώς κήρυξε έναν επιθετικό πόλεμο που έχει καταστρέψει μία χώρα και προκαλέσει δεκάδες χιλιάδες θανάτους.
Ούτε, όμως, η καταδίκη του επικεφαλής του Κρεμλίνου δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο όσον αφορά την εξέταση του αντικτύπου των στρατηγικών που υιοθέτησαν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ, αντιδρώντας στη ρωσική επιθετικότητα, επισημαίνει ο Νάβα. «Δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι δεν βλέπουμε τις αποκλίσεις στην ίδια την Ευρώπη, τις ανησυχίες που ωριμάζουν διαφορετικά στους οικονομικούς κύκλους, τις ζοφερές προοπτικές για το φθινόπωρο με απρόβλεπτες κοινωνικές επιπτώσεις. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη πως το τίμημα το καταβάλλουν, όπως πάντα, οι ασθενέστερες τάξεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Ρωσία», συνοψίζει.
Και αναφερόμενος ειδικά στην Ιταλία, προειδοποιεί πως εάν ο μοναδικός που εκφέρει άποψη όσον αφορά τον αντίκτυπο των κυρώσεων και τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία είναι ο Ματέο Σαλβίνι, και ο αντίπαλος πολιτικός κόσμος περιορίζεται στο να απορρίπτει την όποια επιχειρηματολογία του, υπενθυμίζοντας, απλά, την ιδιαίτερη σχέση του με τον ρώσο πρόεδρο, τότε ενδέχεται ο ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκας να καρπωθεί «το μονοπώλιο των ανησυχιών των πολιτών και να καλλιεργήσει λαϊκιστικά και ευρωσκεπτικιστικά αισθήματα που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο την υποτιθέμενη ενότητα της Δύσης».
Ο άκρως αρνητικός αντίκτυπος των κυρώσεων κατά της Ρωσίας στην Ευρώπη είναι αδιαμφισβήτητος και παρότι αληθεύει πως η οικονομία και η βιομηχανία της Ρωσίας καθώς και πολλοί από τους ολιγάρχες της έχουν πληγεί βαριά, αποτελεί επίσης γεγονός πως η Μόσχα εκμεταλλεύεται τη δραματική αύξηση του κόστους της ενέργειας για να συνεχίσει τον πόλεμό της στην Ουκρανία.
Ο δημοσιογράφος της Corriere επικαλείται στο κείμενό του τον σχετικό συλλογισμό του Σερζ Αλιμί, διευθυντή της Le Monde Diplomatique. «Οι δυτικές χώρες προμηθεύουν την Ουκρανία με ολοένα πιο εξελιγμένα όπλα και αποστέλλουν στρατούς “στρατιωτικών συμβούλων”. Η Ρωσία δεν θέλει πλέον απλώς να υποτάξει την Ουκρανία, αλλά να τη διαμελίσει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν πλέον να περιορίσουν τη Ρωσία, αλλά να τη νικήσουν. Δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει αυτή τη δίνη, στο πλαίσιο της οποίας αμφότερες οι πλευρές, όπου κυριαρχούν όλο και περισσότερο υποστηρικτές του πολέμου, πιστεύουν ότι έχουν ελευθερία δράσης, επειδή ποντάρουν στο ότι ο αντίπαλος, ακόμα και με την πλάτη στον τοίχο, δεν θα καταφύγει ποτέ στην έσχατη λύση για να βγει από το αδιέξοδο. Αλλά τα νεκροταφεία είναι γεμάτα με θύματα λανθασμένων προβλέψεων αυτού του είδους», γράφει ο γάλλος δημοσιογράφος.
Για αυτό λοιπόν το ζήτημα των κυρώσεων επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί «με τον ανάλογο ρεαλισμό. Τα κράτη που ήθελαν να “τιμωρήσουν” τη Ρωσία τα κατάφεραν αναμφίβολα (στο βαθμό που δεν μπορεί πλέον να προμηθευτεί ανταλλακτικά και κρίσιμες τεχνολογίες), αλλά δεν έχουν προσεγγίσει τους στόχους που τέθηκαν πριν από έξι μήνες», αναφέρει ο γάλλος αναλυτής.
«Την 1η Μαρτίου ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ καυχιόταν πως “θα προκαλέσουμε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ανακαλύπτει τη δύναμή της”. Δυστυχώς γι’ αυτόν, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο δεν αποτελεί εστία αντιδυτικής σκέψης, κατέληξε πρόσφατα στο συμπέρασμα ότι “σύμφωνα με εκτιμήσεις η ρωσική οικονομία συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο λιγότερο από όσο αναμενόταν προηγουμένως”, ενώ “οι επιπτώσεις του πολέμου στις κύριες ευρωπαϊκές οικονομίες ήταν πιο αρνητικές από όσο προβλεπόταν”», εξηγεί.
«Οι εξαγωγές ενέργειας της Ρωσίας, αν και μειώνονται κατ’ όγκο, αποφέρουν περισσότερα στη Μόσχα, χάρη στην αύξηση των τιμών. Κατά συνέπεια, η χρηματοδότηση της ρωσικής πολεμικής μηχανής δεν έχει επηρεαστεί, σε αντίθεση με την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων, η οποία έχει πληγεί από τις απερίσκεπτες αποφάσεις των ηγετών τους. Η κοινή ενεργειακή πολιτική, την εφαρμογής της οποίας θα έπρεπε να είχαν ευνοήσει αυτές οι κυρώσεις, μετατράπηκε, έτσι, σε πραγματική καταστροφή», υποστηρίζει, «ειδικά για τις εργατικές τάξεις, των οποίων το διαθέσιμο εισόδημα ήδη κυμαινόταν μόλις πάνω από την ίσαλο γραμμή».
«Δικαίως αγανακτεί ο κόσμος που οι αποφάσεις που οδήγησαν σε πόλεμο και δυστυχία ελήφθησαν σε μεγάλο βαθμό από έναν άνθρωπο στη Μόσχα. Είναι όμως τόσο διαφορετική η κατάσταση αλλού; Και αν ναι, για πόσο ακόμη;», διερωτάται με νόημα ο Σερζ Αλιμί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News