Ένα καμένο δέντρο, δίχως φύλλα. Κατεστραμμένα αυτοκίνητα. Καμένα λάστιχα. Εικόνα, σαν από το Mad Max. Σαν μετά από την καταστροφή. Κάπως σαν αυτό που ζούμε. Μας τα είχε πει ο Σάμιουελ Μπέκετ. Ή μάλλον μας τα είχε δείξει. Μας τα είχε προφητεύσει, στο «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Σε αυτή τη μετακαταστροφική δυστοπία γύρω μας, κάπου στο βάθος φαίνεται ένα φως. Και αυτό μας το έχει πει ο Μπέκετ στον «Γκοντό» του. Και όχι μόνον ο Μπέκετ. Γι’ αυτό είναι μια ευκαιρία να το ξαναδούμε, μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου, ενός καλλιτέχνη που καταπιάνεται με όλα αυτά, για την περιοδεία του μπεκετικού «Περιμένοντας τον Γκοντό». Με το σκηνοθέτη Γιάννη Κακλέα.
Μην περιμένετε καλλιτεχνικές λεπτομέρειες σε αυτό το κείμενο. Σε αυτή την κουβέντα με το Γιάννη Κακλέα. Μόνον έναν οδηγό για αυτό το μετά την καταστροφή. Σαν να βουτάμε στα μηνύματα που έχουν στείλει ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο, ακόμη και η σειρά «Σκοτάδι» (Dark) του Netflix.
«Το μετά την καταστροφή είναι ένα μοτίβο, το οποίο επανέρχεται στο μυαλό μου πιο συχνά απ’ ό,τι μπορεί να το σκέφτομαι», μπαίνει αιρετικά ο Γιάννης Κακλέας στην κουβέντα. «Καμιά φορά δεν λαμβάνουμε σοβαρά τα όνειρα και τις προφητικές ενοράσεις συγγραφέων, όπως ο Μπέκετ».
Μου θυμίζει ότι το «Παιχνίδι της σφαγής» του Ιονέσκο, που είχε σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο, είχε να κάνει με μια θανατηφόρα πανδημία. «Έχει να κάνει με το πως αντιμετωπίζει το κράτος μια πανδημία, την αρρώστια, το θάνατο». Κάπως έτσι και ο «Ρινόκερως» του Ιονέσκο, που επίσης είχε σκηνοθετήσει: «Ξανακοιτάει το φόβο της καταστροφής ενός πολιτισμού». Δίπλα και το «Κουρδιστό πορτοκάλι», που επίσης σκηνοθέτησε, και εμείς το θυμόμαστε κυρίως χάρη στην ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Και οι «24 ώρες Μπέκετ» του, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Δυστοπίες και προφητικές ενοράσεις;
«Το θέμα της δυστοπία με απασχολεί ιδιαίτερα», λέει ο Γιάννης Κακλέας. «Όχι ότι έχω καμιά ανάγκη να ονειρεύομαι την καταστροφή του κόσμου. Αλλά επειδή την βιώνω. Βιώνω μια έντονη παρακμή γύρω μου, που με κάνει να ονειρεύομαι μάλλον σκοτεινές εικόνες, παρά φωτεινές».
Ο Ιονέσκο στο «Παιχνίδι της σφαγής» πήρε στοιχεία από το ξέσπασμα της πανώλης στο Λονδίνο του 1600, μου εξηγεί. «Και αυτό που ζούμε, μπροστά στον Ιονέσκο, είναι σαν μια απλή γρίπη. Παλιά τα αντιμετωπίζαμε όλα αυτά σαν παιχνίδια επιστημονικής φαντασίας. Τώρα, μάλλον, το μέλλον είναι εδώ! Ζούμε σε μια φωτεινή χώρα, αλλά η αποδιοργάνωση των συστημάτων κάνει την παρουσία της ιδιαίτερα εμφανή. Κάποτε αυτό ήταν μόνον μια θεωρία. Όταν έκλεισαν τα θέατρα, αυτό το βίαιο κλείσιμο δεν το είχαμε ζήσει. Και αυτό έκανε τα πράγματα να ξεχυθούν μέσα μας και ανεξέλεγκτα».
Δηλώνει άνθρωπος της δράσης. «Πρώτα η δράση και μετά η σκέψη, σχεδόν. Αυτό με χαρακτηρίζει. Μέσα σε αυτό, λοιπόν, βρέθηκα αντιμέτωπος με όλους τους φόβους μου, με όλους τους εφιάλτες μου. Και το πρώτο που έκανα ήταν να δράσω, με ένα έργα που συνδέεται με μια λέξη: Επανεκκίνηση. Όταν γύρισα από την Αγγλία, στα 25 μου, ο «Γκοντό» ήταν το πρώτο έργο που σκηνοθέτησα, στο Θέατρο Εντοπία του Δοξιάδη, κάπου στο Λυκαβηττό. Από τότε έβλεπα το τέλος ενός κόσμου. Έβλεπα ότι βρισκόμασταν σε μεταβατική φάση. Στην αναμονή ενός νέου κόσμου. Η προσμονή μου τότε ήταν αισιόδοξη. Αντιμετώπιζα τον «Γκοντό» μέσα μου σαν ένα πολιτικό φαινόμενο, σαν ένα φαινόμενο πολιτιστικής επανάστασης. Ισχυρής ανατροπής των πραγμάτων. Τώρα, 39 χρόνια μετά, τον ξαναβλέπω με μια πιο σκοτεινή, αλλά και με πιο αισιόδοξη χροιά. Λέει ο Μπέκετ: Ό,τι είναι να τελειώσει, ας τελειώσει. Εκείνο που δεν αντέχει η κοινωνία μας, είναι να σέρνουμε τους νεκρούς και τα φαντάσματά μας».
Η δράση, εν προκειμένω, είναι η κίνηση που κάνουν με τον «φιλόσοφο συγγραφέα» Μπέκετ, «μέσα στο σταμάτημα της δημιουργίας, της θεατρικής πράξης, δηλαδή. Σε αυτό το τοπίο, δύο ηθοποιοί, δύο κλόουν, ο Εστραγκόν και ο Βλαδίμηρος τολμούν να δημιουργήσουν ξανά θεατρική πράξη. Κι εκεί αντιμετωπίζουν εκείνο που κι εγώ αντιμετωπίζω με τον «Γκοντό»: έναν ισχυρό καθρέφτη. Που βλέπει ο καθένας μέσα του τον εαυτό του. Το έργο το μόνο που ζητάει, έτσι, είναι να σε βάλει στο δρόμο της αυτογνωσίας. Και με τον Πότζο και το Λάκι, που μπαίνουν στη δράση, εμφανίζει στον Εστραγκόν και το Βλαδίμηρο τον πραγματικό εσωτερικό τους κόσμο, τον οποίο αποφεύγουν να κοιτάξουν χρόνια. Αυτόν τον κόσμο που οι συγγραφείς βλέπουν, κρυφογελώντας».
Οι εμβληματικοί (και συμβολικοί) Εστραγκόν και Βλαδίμηρος, συνεχίζει, «έχουν μια βασική δεξιοτεχνία: να υπεκφεύγουν. Αν κοιτάξουν τον πραγματικό τους εαυτό θα καταστραφούν, θα κρεμαστούν. Ο Μπέκετ τους δείχνει το πραγματικό τους πρόσωπο και όμως και πάλι το αποφεύγουν. Είναι η παραδοχή της ύπαρξης μιας μαύρης τρύπας στην ιστορία, αλλά και μια ενστικτώδης διάθεση προς το φως. Για την ώρα είμαστε στο σκοτάδι».
«Το τέλος είναι στην αρχή (σ.σ.: κι εκεί υπάρχει η γνώση του) κι εμείς συνεχίζουμε», λέει ο Μπέκετ. Όπως και αυτό, που μοιάζει να αφορά και τούτο το κείμενο: «Δεν έχεις τίποτε να γράψεις, δεν έχεις για τίποτε να γράψεις και όμως πρέπει να γράψεις». Σαν Έλληνες, μου εξηγεί ο Γιάννης Κακλέας, «τον καταλαβαίνουμε καλύτερα τον Μπέκετ, γιατί έχουμε την αρχαία τραγωδία. Ξέρουμε το σκοτάδι. Είμαστε λαός που δεν έχει αρνηθεί να κοιτάξει την Κόλαση. Τολμάμε να την δούμε κατάματα. Όμως ο ίδιος ο αέρας, το φως, εκπέμπουν αισιοδοξία».
Μιλάει, στο τέλος της κουβέντας μας, για ένα βαθύ, φιλοσοφικό κείμενο. «Είναι παράξενο. Κάθε φορά που το βλέπω αυτό το έργο, είναι σαν να βρίσκομαι όλο και πιο κοντά στον εαυτό μου. Τι κρίμα να μην μπορεί και ένας θεατής να το δει και είκοσι φορές, από διαφορετική πλευρά κάθε φορά, και να έρχεται κάθε φορά πιο κοντά στον εαυτό του».
Ο Σάμιουελ Μπέκετ, με το «Περιμένοντας τον Γκοντό», πιστεύει, κατέστρεψε τις θεατρικές δομές για να χτίσει το καινούργιο θέατρο.
Μέσα από όλα αυτά και από τον «Γκοντό», ο Γιάννης Κακλέας θέλει να πει, με δυο λόγια, ότι «δεν λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη τα σήματα που μας έχουν δώσει οι άνθρωποι που πέρασαν τους αρχαίους μύθους στο σύγχρονο θέατρο. Είναι σαν να μας λένε: Είχαμε προειδοποιήσει γι’ αυτά που συμβαίνουν. Και, εν τέλει, ο συνεχής βηματισμός μας, πάνω σε αυτή τη ρότα, θα οδηγήσει στην επανεκκίνηση των πραγμάτων». Το φως, που λέγαμε. Το ελληνικό φως;
«Δεν γίνεται τίποτα», λέει δύο φορές το έργο, στο οποίο ο Γκοντό δεν έρχεται ποτέ. «Λέει «δεν γίνεται τίποτα», για να δώσει το σήμα για την νέα επανεκκίνηση».
Info
«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας
Μετάφραση: από την ομάδα των συντελεστών
Σκηνικά: Σάκης Μπιρμπίλης – Γιάννης Κακλέας
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Επιμέλεια κίνησης: Αρης Σερβετάλης – Αγγελική Τρομπούκη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αρης Κακλέας
Παίζουν: Σπύρος Παπαδόπουλος, Θανάσης Παπαγεωργίου, Αρης Σερβετάλης, Ορφέας Αυγουστίδης, Αρης Κακλέας, Αγγελική Τρομπούκη.
Σε περιοδεία, ανά την Ελλάδα, με αφετηρία, στις 15 και 16 Ιουλίου 2020, από το Θέατρο Βράχων του Βύρωνα.
Γενική είσοδος: 17 ευρώ
Ηλεκτρονική προπώληση εδώ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News