«Κυρίες και κύριοι, τον πιάσαμε», είχε δηλώσει ο αμερικανός κυβερνήτης του Ιράκ Πολ Μπρέμερ μετά τη σύλληψη του Σαντάμ Χουσεΐν, τον Δεκέμβριο του 2003, και τα λόγια του αυτά τα θυμήθηκε αυτές τις ημέρες ο Γκίντεον Ράχμαν με αφορμή τη δολοφονία του Κασέμ Σουλεϊμανί.
Σήμερα, όπως και τότε, οι Αμερικανοί διακατέχονται από αυτό που ο επικεφαλής αρθρογράφος των Financial Times επί διεθνών ζητημάτων αποκαλεί «Fallacy of Dr. Evil» («Πλάνη του Δρ. Κακού»), από την αυταπάτη, δηλαδή, ότι εξοντώνοντας τον εκάστοτε «Κακό» είτε πρόκειται για τον ιρακινό δικτάτορα είτε για τον ιρανό στρατηγό, επιλύεται ένα πολύπλοκο ζήτημα που τους απασχολεί επί χρόνια.
Πρόκειται για μια διαρκή πλάνη, υποστηρίζει ο Ράχμαν, που υπονομεύει εδώ και πολλές δεκαετίες την αμερικανική εξωτερική πολιτική, παρόλο που λαμβάνοντας υπόψη το παρελθόν, οι Αμερικανοί θα έπρεπε να έχουν διδαχθεί έως τώρα πως συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Και τα παραδείγματα είναι πολλά.
Παράδειγμα πρώτο: μετά την εξόντωση του Σαντάμ Χουσεΐν δεν δημιουργήθηκε το «ελεύθερο Ιράκ» που ευαγγελίζονταν οι νεοσυντηρητικοί της Ουάσινγκτον και ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο Νεότερος.
Η χώρα κατέστη κάθε άλλο παρά μια φιλοδυτική δημοκρατία και βυθίστηκε στη βία έως ότου πέρασε στη σφαίρα επιρροής του Ιράν.
Παράδειγμα δεύτερο: έπειτα από τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου, η εξόντωση του Οσάμα μπιν Λάντεν κατέληξε να αποτελεί για τους Αμερικανούς μια «ψυχολογική και πολιτική ανάγκη». Ομως ο θάνατος του ισλαμιστή τρομοκράτη, παρότι ήταν ένα ισχυρότατο πλήγμα για την Αλ Κάιντα, αποτέλεσε τη βάση για τη σύσταση και την εδραίωση του ISIS στο Ιράκ και τη Συρία.
Παράδειγμα τρίτο: οι Αμερικανοί βομβάρδισαν πρώτη φορά τον Μουαμάρ Καντάφι το 1986, επί προεδρίας του Ρόναλντ Ρίγκαν. Επειτα από μία εικοσιπενταετία στήριξαν, μαζί με τους Ευρωπαίους, τη λαϊκή εξέγερση που είχε ως κατάληξη τη δολοφονία του λίβυου δικτάτορα τον Οκτώβριο του 2011. Αλλά μετά από περισσότερα από οκτώ χρόνια η Λιβύη είναι μια άναρχη χώρα στην οποία δρουν διακινητές απελπισμένων ανθρώπων, εξτρεμιστές ισλαμιστές και πολέμαρχοι.
Οι παραπάνω περιπτώσεις αποδεικνύουν πως η εξόντωση ενός διαβόητου κακού σχεδόν ποτέ δεν ωφελεί ουσιαστικά την Αμερική, δεδομένου ότι δεν καθιστά τη χώρα πιο ασφαλή και ούτε αυξάνει την επιρροή της. Η θανάτωση των πιο επιφανών εχθρών των ΗΠΑ σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται και την απαλοιφή των «κοινωνικών και πολιτικών παθογενειών που αναδεικνύουν αυτούς τους ανθρώπους αρχικά», επισημαίνει ο Ράχμαν, προειδοποιώντας ότι είναι πλέον πολύ πιθανό η δολοφονία του Σουλεϊμανί να καταστεί επίσης ένα αρνητικά διδακτικό παράδειγμα όσον αφορά τις συνέπειες που επιφέρει «η πλάνη του Dr. Evil».
Η αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη την οποία επιθυμούσε ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζον Μπόλτον και τα γεράκια της Ουάσινγκτον παραμένει διακαής πόθος ενώ αντιθέτως θεωρείται δεδομένη η αποφασιστικότητα των Ιρανών να εκδικούνται επί χρόνια τον θάνατο του στρατιωτικού τους ηγέτη.
Δεδομένο πρέπει επίσης να θεωρείται ότι πλέον και η Κίνα και η Ρωσία δεν θα διστάσουν να προβούν σε ανάλογες «στοχευμένες» δολοφονίες στην περίπτωση που το κρίνουν απαραίτητο, αρκεί να χαρακτηρίσουν τον όποιο στόχο τους «τρομοκρατική απειλή». Γι αυτόν τον λόγο, ήδη από τη δεκαετία του 1970, το αμερικανικό Κογκρέσο είχε απαγορέψει με νόμο ανάλογες ενέργειες, χαρακτηρίζοντάς τες αναποτελεσματικές και αντιπαραγωγικές.
Στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία, ωστόσο, υπάρχει και ένα καλό παράδειγμα: η πολιτική της «ανάσχεσης» (containment) που είχε εισηγηθεί ο αμερικανός διπλωμάτης Τζορτζ Κέναν το μακρινό 1947 ως απάντηση στον σοβιετικό επεκτατισμό. Σύμφωνα με τον Ράχμαν, μια αντίστοιχη πολιτική είναι κατάλληλη και για τη Μέση Ανατολή, σίγουρα πολύ περισσότερο από αστραπιαίες και βίαιες επιθέσεις δολοφονίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, και οι σύμβουλοί του έπεσαν και αυτοί με τη σειρά τους στην πλάνη του «Δόκτορος Κακού» και οι συνέπειες διαγράφονται επικίνδυνες, σίγουρα για τη Μέση Ανατολή αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News